Κυριακή 27 Ιανουαρίου 2013

Η αυτοχειρία της Μεταπολίτευσης

...του Ραφαήλ Παπαδόπουλου

Από την αρχή ήδη της μεγάλης κοινωνικής, πολιτικής και οικονομικής μετάλλαξης που υφίσταται η χώρα εδώ και 3 χρόνια, πολλοί διανοούμενοι και πολιτικοί αναλυτές έχουν προαναγγείλει το τέλος της Μεταπολίτευσης, με την αισιόδοξη προσδοκία της ανανέωσης του πολιτικού προσωπικού, της διόρθωσης των στρεβλώσεων και της διατήρησης των κεκτημένων της περιόδου αυτής.

Έχει όμως πράγματι έρθει το τέλος της Μεταπολίτευσης, όπως τουλάχιστον την ξέραμε; Και αν ναι γιατί, και τι ενδέχεται να τη διαδεχτεί;

Η απάντηση στην πρώτη ερώτηση νομίζω πως είναι αδιαμφισβήτητα θετική. Η εναλλαγή των δύο μεγάλων κομμάτων, ΠΑΣΟΚ και ΝΔ, στην εξουσία, με ποσοστά που έφταναν το 80- 90% αθροιστικά, το κύριο χαρακτηριστικό της πολιτικής ζωής των τελευταίων 30 χρόνων, έχει, εκτός συγκλονιστικού απροόπτου, λάβει τέλος. Οι ισχυρές μονοκομματικές κυβερνήσεις αποτελούν πλέον παρελθόν, και έχουμε μπροστά μας το δύσκολο και αβέβαιο εγχείρημα των συνεργατικών κυβερνήσεων, στο οποίο η χώρα δεν έχει εμπειρία, λόγω της πολύχρονης πολιτικής πόλωσης και του σκληρού διπολισμού που προηγήθηκε. Πλέον μικρότεροι κομματικοί σχηματισμοί γεννιούνται, μεταλλάσσονται, και μπαίνουν δυναμικά στην πολιτική ζωή του τόπου, σε όλο το μήκος του πολιτικού φάσματος. Επιπλέον, είναι η πρώτη φορά τα τελευταία 40 χρόνια, που τα δύο πρώην μεγάλα κόμματα, παραδοσιακά πολυσυλλεκτικά, δεν καταφέρνουν να συσπειρώσουν ευρύτατα κοινωνικά στρώματα, στη βάση ενός κοινού, έστω γενικόλογου, προτάγματος, όπως ήταν η Αλλαγή τη δεκαετία του 80 η ο «εκσυγχρονισμός» της περιόδου Σημίτη.

Πιασμένοι στη μέγγενη των μνημονίων, της κοινωνικά ανάλγητης και οικονομικά αδιέξοδης δημοσιονομικής προσαρμογής, με την ανεργία, τη φτώχεια, την ανασφάλεια και την οργή να διογκώνονται συνεχώς, έχοντας χάσει κάθε έρεισμα στην κοινωνία και εξαρτώμενοι απόλυτα από τους «εταίρους και δανειστές μας», ΠΑΣΟΚ και ΝΔ γκρεμίζουν ταχύτατα τα θεμέλια της πολιτικής τους κυριαρχίας. Αποδομούν, αφενός, το (υποτυπώδες και δυσλειτουργικό) κοινωνικό κράτος που είχαν στήσει, έστω και με δανεικά, ενώ αμφισβητείται η φιλοευρωπαική σύγκλιση και συναίνεση στην οποία είχαν επενδύσει, καθώς καταρρέει παταγωδώς η ψευδαίσθηση περί ευημερούσας και αλληλέγγυας ευρωζώνης και ΕΕ. Ταυτόχρονα αδυνατούν να προσφέρουν ένα νέο όραμα και ελπίδα για το μέλλον ,πέρα από ψευδοδιλλήματα του τύπου «ευρώ ή δραχμή» και «μνημόνιο ή δικτατορία», ενώ κάνουν ο, τι μπορούν για να χάσουν τελευταία ψήγματα αξιοπιστίας που τους απέμειναν, όπως δείχνει η φαρσοκωμωδία με τη λεγόμενη «λίστα Λαγκάρντ». Καθώς η ευημερία και η κεντρώα συναίνεση τερματίζονται βίαια, και το κοινωνικό ζήτημα γίνεται ξανά επίκαιρο, ΠΑΣΟΚ και ΝΔ, δεν έχουν το κύρος και τη δυνατότητα να απαντήσουν στις νέες προκλήσεις, ενώ την ίδια στιγμή, ο ΣΥΡΙΖΑ, που επιχειρεί να εμφανιστεί ως ο φορέας της ανανέωσης και της προοδευτικής αριστερής εναλλακτικής, πάσχει από το απολύτως φυσιολογικό και αναμενόμενο χαρακτηριστικό των εσωτερικών διαφωνιών και αντιφάσεων, όντας ένα κόμμα που από κινηματική δύναμη του 4% έγινε μέσα σε 2 μήνες αξιωματική αντιπολίτευση του 27%,και καλείται να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα με πρωτοφανή ταχύτητα, με προοπτική να αναλάβει την εξουσία σε μια πολύ κρίσιμη για τον τόπο συγκυρία. Καθώς όμως δεν διαθέτει ακόμη τη συγκολλητική δύναμη της εξουσίας, προσπαθεί να αυτοπροσδιοριστεί και να βρει το δρόμο του.

Ως προς την δεύτερη ερώτηση, το γιατί κατέρρευσε η Μεταπολίτευση όπως την ξέραμε, έχουν δοθεί πολλές και διαφορετικές απαντήσεις, όπως η κομματοκρατία, η διαφθορά, τοπελατειακό σύστημα και ο υπέρμετρος κρατικός δανεισμός. Παρά το γεγονός ότι καθένας από αυτούς τους παράγοντες έπαιξε κάποιο ρόλο στη σημερινή κρίση, δεν θεωρώ ότι οποιοσδήποτε από αυτούς αρκεί για να την εξηγήσει(π.χ το πελατειακό σύστημα είναι διαχρονικό χαρακτηριστικό του ελληνικού κράτους, τόσο σε στιγμές ακμής όσο και σε στιγμές κρίσης). Κατά τη γνώμη μου, ο βασικός παράγοντας της κρίσης της Μεταπολίτευσης, που θέτει σε κίνδυνο την ίδια τη δημοκρατία, πρέπει να αναζητηθεί στις απαρχές της περιόδου, και συγκεκριμένα από την έναρξη του δικομματισμού το 1981. Το καίριο λάθος κυρίως του ΠΑΣΟΚ και δευτερευόντως της ΝΔ, ήταν ότι θέλησαν να θεμελιώσουν την κυριαρχία τους στο ιδεολόγημα της «εθνικής ενότητας», προκειμένου να υπερβούν την προηγούμενη διαχωριστική γραμμή εθνικοφρόνων-αριστερών. Επεδίωξαν, ιδίως το ΠΑΣΟΚ, να εμφανιστούν ως κυβερνήσεις «όλων των Ελλήνων», αγνοώντας επιδεικτικά τους υφιστάμενους οικονομικούς, κοινωνικούς πολιτικούς και ιδεολογικούς φραγμούς εντός του εκλογικού σώματος, που παρέμεναν ισχυροί. Αυτοί οι φραγμοί είναι αδιαπέραστοι, και υπάρχουν σε κάθε κοινωνία. Συνεπώς, είναι ανώφελο και ανόητο να υποστηρίζει κανείς την εθνική ενότητα, γιατί αυτή δεν υπήρξε ποτέ και πουθενά στον κόσμο, αφού ακυρώνεται, όπως είπαμε από διάφορες ενδοκοινωνικές αντιθέσεις(μισθωτοί- εργοδότες, δεξιοί- αριστεροί, φιλελεύθεροι- συντηρητικοί κτλ).

Οι κοινωνίες είναι εγγενώς συγκρουσιακές, και καμία κυβέρνηση δεν μπορεί να εξαλείψει τις συγκρούσεις, αλλά μονάχα να τις διαιτητεύσει και να εξυπηρετήσει κάποια από αντιτιθέμενα συμφέροντα, ανάλογα με την κοινωνική- ιδεολογική της προέλευση. Αρκεί να θυμηθούμε ότι τον εθνικό ενθουσιασμό την επαύριο των Βαλκανικών Πολέμων, ακολούθησε ο Διχασμός, και την απελευθέρωση του 44 ο Εμφύλιος. Μετά το 1974, οι κυβερνήσεις της ΝΔ, επικαλούμενες την ανύπαρκτη ανάγκη της «εθνικής συμφιλίωσης», βρήκαν ένα ιδανικό άλλοθι, να αφήσουν ατιμώρητους μερικούς από τους πρωταγωνιστές της φυσικής και ιδεολογικής καταστολής των προηγούμενων χρόνων, που εξευτέλισε και τελικά έριξε την «δημοκρατία» της περιόδου 1950-1967. Ο ίδιος ο Κ. Καραμανλής αποτελεί αντιπροσωπευτικό παράδειγμα, από πού από ηθικός αυτουργός του οργίου βίας και νοθείας του 1961, αναγορεύτηκε σε «Εθνάρχη» και «θεμελιωτή της δημοκρατίας», ενώ άλλο παράδειγμα «ενσωμάτωσης» των πάλαι ποτέ εθνικοφρόνων αποτελεί η ποινή- χάδι που επιβλήθηκε στον διαβόητο βασανιστή της Χούντας Ευ. Μάλλιο, την οποία δεν εξέτισε καν, εως ότου απέδωσε τελικά δικαιοσύνη η 17Ν, με το δικό της βέβαια τρόπο. Σημειωτέον ότι στην κηδεία του, τον «τίμησε» μεταξύ άλλων ο αρχηγός της ΧΑ, που κατηγορήθηκε για βιαιοπραγίες κατά δημοσιογράφων, χωρίς βέβαια να τιμωρηθεί. Αυτή η τακτική ενσωμάτωσης των πρωταγωνιστών της «εθνικοφροσύνης» ακολουθήθηκε παντού, και τους επέτρεψε να διατηρήσουν καίριες θέσεις σε στρατό και αστυνομία, ελέω πάντα της «εθνικής συμφιλίωσης». Εξαιτίας του ίδιου ανεδαφικού και καταστρεπτικού ιδεολογήματος, όταν το ΠΑΣΟΚ ήρθε στην εξουσία, δεν εκμεταλλεύτηκε την πολιτική του ηγεμονία και την ιδεολογική κυριαρχία της Αριστεράς, και απέφυγε να προχωρήσει στην απαραίτητη εκκαθάριση του κρατικού μηχανισμού από τους «εθνικόφρονες» νοσταλγούς του προηγούμενου καθεστώτος, προφανώς επειδή απευθυνόταν και σε ένα σημαντικό μέρος της εκλογικής βάσης της Δεξιάς, με το οποίο δεν θέλησε ή δεν μπόρεσε να διαρρήξει τους δεσμούς του, παρά τις περί του αντιθέτου διαβεβαιώσεις.

Έτσι, η νεότευκτη δημοκρατία συνέχισε να τρέφει στο εσωτερικό της στοιχεία που ήταν από επιφυλακτικά ως απροκάλυπτα εχθρικά απέναντί της. Παρά τις τολμηρές πρωτοβουλίες της πρώτης περιόδου του ΠΑΣΟΚ προς την κατεύθυνση του κοινωνικού και πολιτικού εκδημοκρατισμού(αναγνώριση του ΕΑΜ, καθιέρωση του ΕΣΥ και του πολιτικού γάμου, καθώς και της δημοτικής και του μονοτονικού), αυτές δεν μπόρεσαν να άρουν αυτή τη θεμελιώδη αντίφαση. Συνεπώς, όταν, από τα μέσα της δεκαετίας του 80, πραγματοποιήθηκε, η συντηρητική στροφή, που έκτοτε έχει μονιμοποιηθεί και έχει ακυρώσει πολλές από τις κοινωνικές και πολιτικές κατακτήσεις της Αριστεράς, βοηθούμενη από την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού, και την ένταξη της Ελλάδας στο νεοφιλελεύθερο, αγοραίο εγχείρημα του Μάαστριχτ και αργότερα της ΟΝΕ(ιδιωτικοποιήσεις, απορρύθμιση των αγορών, περικοπές κοινωνικών δαπανών κτλ), η Δημοκρατία άρχισε σιγά- σιγά να διαβρώνεται και να χάνει το μαζικό κοινωνικό έρεισμα της πρώτης περιόδου, αφού ο πολιτικός ανταγωνισμός υποβιβάστηκε πλέον σε διαφορετικές τακτικές διαχείρισης του νεοφιλελεύθερου υποδείγματος, χωρίς ουσιαστικές ιδεολογικές και πολιτικές διαφορές. Και τότε, οι κρυμμένοι επώνυμοι και ανώνυμοι εχθροί της, που η ίδια η δημοκρατία είχε βλακωδώς ενσωματώσει και ισχυροποιήσει ως μέρος του «έθνους», βγήκαν από το καβούκι τους.

Δεν είναι τυχαίο ότι η ΧΑ έκανε τις πρώτες μαζικές εμφανίσεις της στο κλίμα εθνικιστικού παροξυσμού λόγω Μακεδονικού στις αρχές της δεκαετίας του 90, που συνέπεσε με τη μαζική είσοδο μεταναστών στη χώρα, ενώ 10 χρόνια μετά η συντηρητική και σφόδρα αντιδιαφωτιστική μερίδα της Εκκλησίας, με τη συνέργια νεοναζί και υπό την ηγεσία του τηλεστάρ Χριστόδουλου, κατάφερε να κινητοποιήσει χιλιάδες κόσμου, για το αναχρονιστικό και αποπροσανατολιστικό θέμα των ταυτοτήτων. Τα χρόνια της πλαστής ευημερίας του ευρώ, η ΧΑ εδραιώνει όλο και περισσότερο την παρουσία της, με απειλές και δολοφονικές επιθέσεις, οι οποίες ποτέ δεν καταλήγουν σε σοβαρές κυρώσεις λόγω της στενής διασύνδεσης των νεοναζί με μεγάλο μέρος του στρατού της αστυνομίας και της δικαιοσύνης(δηλαδή των βασικών δημοκρατικών, υποτίθεται, θεσμών), κάτι που επιφέρει την ανοχή ή τη συνενοχή της Πολιτείας, και ορισμένων ΜΜΕ, στη δράση της ΧΑ( ενδεικτική είναι η υπόθεση της δολοφονικής επίθεσης κατά του Δ. Κουσουρή, από τον τότε υπαρχηγό της ΧΑ, Α. Ανδρουτσόπουλο, γνωστό ως «Περίανδρο»). Γνωστά και πολλά είναι τα περιστατικά συνεργασίας νεοναζί- ΜΑΤ, κατά αριστερών διαδηλωτών, χρήσης ωμής αδικαιολόγητης βίας από τα ΜΑΤ, καθώς και το περίφημο «χουντογλέντι» αποστράτων αξιωματικών λίγα χρόνια πριν. Όλα αυτά συμπληρώνονται ιδανικά από τη νομιμοποίηση των ρατσιστικών στερεοτύπων, με τη δυναμική είσοδο του ΛΑΟΣ στην πολιτική σκηνή, ενός συνονθυλεύματος εξευγενισμένων ακροδεξιών βασιλοφρόνων και χουντικών, καθώς και από τη συστηματική στοχοποίηση του αριστερού- αντιεξουσιαστικού χώρου, ως μήτρας ταραξιών και κουκουλοφόρων από τα κυρίαρχα ΜΜΕ, παρά τα αδιάψευστα τεκμήρια ότι κάτι τέτοιο δεν ισχύει.

Είναι φανερό λοιπόν πως η μεταπολιτευτική δημοκρατία ήταν βαρύτατα άρρωστη και αυτοϋπονομευμένη πολύ πριν το Μνημόνιο και τη χρεοκοπία. Απλώς το Μνημόνιο, με τις ισοπεδωτικές και κοινωνικά άδικες πολιτικές του, επισφράγισε οριστικά το θάνατό της. Διέρρηξε πλήρως το κοινωνικό συμβόλαιο μεταξύ της μεσαίας τάξης και των δύο κομμάτων εξουσίας. Η μεσαία τάξη προλεταριοποιήθηκε ταχύτατα, (40% πτώση του μέσου εισοδήματος τα τελευταία 3 χρόνια, 27% ανεργία, 33% κάτω από το όριο της φτώχειας), και τα 2 πρώην μεγάλα κόμματα, μη μπορώντας να διαχειριστούν την κατάρρευση του συστήματος που τα ίδια δημιούργησαν, κατέφυγαν στην ενοχοποίηση των Ελλήνων, ως τεμπέληδων σπάταλων και διεφθαρμένων, έστρεψαν τη μια κοινωνική τάξη κατά της άλλης,(π.χ δημόσιοι εναντίον ιδιωτικών υπαλλήλων), και στοχοποίησαν συλλήβδην την υπεράσπιση εργασιακών και κοινωνικών δικαιωμάτων, ως «συντεχνιασμό», πίσω από τον οποίο κρύβεται δήθεν, η πανταχού παρούσα και τα πάντα πληρούσα αριστερά. Υπονόμευσαν έτσι το ίδιο το κοινωνικό τους έργο, με τη δαιμονοποίηση των αλλαγών της δεκαετίας του 80, και επένδυσαν στο φόβο, με το δίλλημα «μνημόνιο ή χάος». Ταυτοχρόνως, η κοινωνική αναταραχή οξύνθηκε, και το Σύνταγμα έγινε κουρελόχαρτο, ελέω δημοσιονομικής ανάγκης(κυβέρνηση Παπαδήμου, που αποσάρθρωσε εκλογικά ΠΑΣΟΚ, ΝΔ και ΛΑΟΣ). Τρομαγμένο μπροστά στην εφιαλτική προοπτική του μονόδρομου του μνημονίου, μεγάλο μέρος της μεσαίας τάξης, με την ακούσια συνδρομή μέρους της Αριστεράς, βρήκε καταφύγιο σε μια ανιστόρητη αντικοινοβουλευτική ρητορική και σε έναν ολέθριο και αποπροσανατολιστικό εσωστρεφή εθνικισμό, και δη αντιγερμανισμό, καθώς της διέφυγε ο διεθνής χαρακτήρας της νεοφιλελεύθερης απειλής.

Θα μπορούσε να υπάρξει πιο πρόσφορο έδαφος για την ανάδυση του μέχρι τώρα ανυπόληπτου και γραφικού ελληνικού νεοναζισμού; Σίγουρα όχι. Ανασφάλεια, οργή, αυτοενοχοποίηση, εσωστρέφεια, και οι ιδανικοί αποδιοπομπαίοι τράγοι: οι ξένοι. Και έτσι ο μισάνθρωπος, ανιστόρητος, ανεγκέφαλος και σωματώδης χρυσαυγίτης, από εκεί που ήταν ένα τίποτα, ξαφνικά παίρνει αξία, ως φορέας εύκολων λύσεων και επίδοξος δημιουργός της Νέας Ελλάδας, απαλλαγμένης από τους εγκληματίες μετανάστες, τους προδότες αριστερούς και τη διεφθαρμένη δημοκρατία. Εδώ όμως μπαίνει το αμείλικτο ερώτημα: γιατί η απελπισμένη μεσαία τάξη, διολισθαίνει τόσο εύκολα στο νεοναζισμό, την ώρα μάλιστα που αυτός δείχνει ανενδοίαστα το αποκρουστικό του πρόσωπο; Αρκεί για να το εξηγήσει η πολυδιάσπαση και η πολιτική ανωριμότητα της ελληνικής αριστεράς, ένα μέρος της οποίας παλεύει να ωριμάσει σε αντίξοες συνθήκες; Προφανώς όχι. Η ΧΑ έχει έναν ακόμη ισχυρό σύμμαχο, πέρα από όσα προαναφέρθηκαν. Την τάση των κεντρώων και κεντροδεξιών κομμάτων να επενδύουν στο ρατσισμό, όταν απειλούνται με κατάρρευση.

Στην περίπτωσή μας, η θεαματική άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ, κατέδειξε το τέλος της νεοφιλελεύθερης συναίνεσης, και τρομοκράτησε ΠΑΣΟΚ και ΝΔ, που προσπαθούν να αμυνθούν ανάγοντας τον ΣΥΡΙΖΑ σε ύψιστη εσωτερική απειλή, κατηγορώντας τον ως υποκινητή της βίας(η γνωστή «θεωρία των άκρων»), και υπονομευτή της «εθνικής προσπάθειας» για «εξορθολογισμό» και πάση θυσία παραμονή στο ευρώ(να το και πάλι το χιλιοειπωμένο παραμύθι της «εθνικής ενότητας»). Ιδίως η ΝΔ, που βρίσκεται αντιμέτωπη με τη μοίρα του ΠΑΣΟΚ, την απώλεια της εξουσίας και την οριστική περιθωριοποίηση, θέλοντας να επαναπατρίσει τους ψηφοφόρους της «αδελφής» ΧΑ, ποντάρει στον αντικομουνισμό, το διχασμό και την ξενοφοβία, «φλερτάροντας» ανοιχτά με την ακροδεξιά συμμορία. Ενδεικτική από την άποψη αυτή είναι η μονομερής αυστηροποίηση του νόμου Ραγκούση για την ιθαγένεια(του μόνου θετικού κληροδοτήματος της τριετίας που πέρασε), και η γελοία και κακόγουστη παράσταση «αποκατάστασης της νομιμότητας», με τη συνδρομή των τραμπούκων της ΧΑ, στην Αθήνα και αλλού, που παίζεται εδώ και μερικούς μήνες σε συνέχειες(από τον «Ξένιο Δία», μέχρι την πρόσφατη «ανακατάληψη» της Βίλλα Αμαλίας), την ώρα που στους διπλανούς δρόμους κακοποιούνται και δολοφονούνται καθημερινά δεκάδες ανώνυμοι και ανυπεράσπιστοι μετανάστες, από το άτυπο παράρτημα της ΕΛΑΣ, και οι εγκληματίες μένουν ατιμώρητοι.

Τέλος, ως προς το τρίτο ερώτημα, τι θα διαδεχτεί την αποθανούσα μεταπολίτευση, αυτό παραμένει καίριο και ανοιχτό. Θα είναι ένας νέος διπολισμός ΝΔ-ΣΥΡΙΖΑ, όπως διαφαίνεται; Θα είναι μία κυβερνητική συμμαχία των δυνάμεων της προοδευτικής και ριζοσπαστικής αριστεράς, με κορμό το ΣΥΡΙΖΑ, και ενδεχόμενη σύμπραξη, της σοσιαλδημοκρατίας αν αναγεννηθεί; Θα είναι η παλινόρθωση της σκληροπυρηνικής μετεμφυλιακής Δεξιάς, που αντιπροσωπεύει σήμερα ο πρωθυπουργός και το μεγαλύτερο τμήμα της ΝΔ; Ή μήπως θα είναι μια άνοδος του νεοναζισμού στην εξουσία, που θα γυρίσει τη χώρα στο πιο σκοτεινό και απεχθές παρελθόν της; Προσωπικά, απεύχομαι τα δύο τελευταία ενδεχόμενα, και προσβλέπω στο δεύτερο, που το θεωρώ τη μόνη δημοκρατική, ανθρωπιστική, κοινωνικά δίκαιη και οικονομικά βιώσιμη διέξοδο από την κρίση, αν και αναγνωρίζω ότι απομένει ακόμη πολύς δρόμος ώστε να υλοποιηθεί γεμάτος προκλήσεις και κινδύνους. Υπάρχει βέβαια, σε σύμπλευση με το τελευταίο ενδεχόμενο, και ένα πέμπτο, εξίσου ανατριχιαστικό, αλλά δυστυχώς πιθανό και ίσως αναγκαίο: εάν οι ναζιστικές συμμορίες συνεχίσουν να δρουν ανενόχλητες, καταλαμβάνοντας ολόκληρες γειτονιές και πόλεις με την τακτική του πεζοδρομίου, και σπέρνοντας την τρομοκρατία, με την ανοχή του κράτους, τότε όλοι οι θιγόμενοι(αριστεροί, ομοφυλόφιλοι, μετανάστες, αλλόθρησκοι κτλ), θα αναγκαστούν να αυτοοργανωθούν και να απαντήσουν ακόμη και με τα ίδια μέσα, για να επιβιώσουν.

Τότε, δεν θα αρκούν οι αντιφασιστικές πορείες και οι πολιτιστικές δράσεις, που ήδη διογκώνονται σε ενθαρρυντικό βαθμό, αλλά θα είναι αναπόφευκτη η προσφυγή στη βία, όπως συμβαίνει ήδη με τις αντιεξουσιαστικές οργανώσεις. Και αυτό, ας το πούμε ανοιχτά, θα σημαίνει εμφύλιο, ο οποίος θα είναι το τίμημα ώστε να μην έχει η δημοκρατία μας τη μοίρα της δημοκρατίας της Βαϊμάρης…

1 σχόλιο:

  1. Καλο θα ηταν να εξηγουσες κιολας ποια ειναι τα αδιαψευστα τεκμηρια αθωτοτητας του ακροαριστερου χωρου ο οποιος ειναι πολυ πιο βιαιος απτην χρυση αυγη που αναφερεις.

    ΑπάντησηΔιαγραφή