.....του Ραφαήλ Παπαδόπουλου
Εισαγωγή
5. Η ηθική και πολιτική θεμελίωση της σοσιαλδημοκρατίας, ως εξισωτικής και φιλελεύθερης θεωρίας: Η αρετή της μεσότητας του «Τρίτου Δρόμου»
Εισαγωγή
Στα πλαίσια της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας και της κυριαρχίας του οικονομικού δόγματος της «ελεύθερης αγοράς», έχει ξεκινήσει, με αφορμή την παγκόσμια κρίση, μία συζήτηση για το κατά πόσο υπερεθνικοί οργανισμοί(ΔΝΤ, ΕΕ) και διεθνή οικονομικά συμφέροντα(αλλά και συμφέροντα οικονομικά ισχυρών κρατών εις βάρος ασθενέστερων) έχουν αποκτήσει τόση δύναμη, ώστε έχουν μετατρέψει τους καθιερωμένους θεσμούς πολιτικής αντιπροσώπευσης (κυβερνήσεις, κόμματα κτλ) από θεσμούς δημοκρατικής έκφρασης των απλών πολιτών σε υποχείριά τους. Η εντύπωση αυτή, καθώς ενισχύεται καθημερινά από τις εξελίξεις εντός και εκτός Ευρώπης, διαχέεται συνεχώς πλήττοντας καίρια την αξιοπιστία της φιλελεύθερης αντιπροσωπευτικής συνταγματικής δημοκρατίας, ως συστήματος ικανού να επιτύχει την κοινωνική δικαιοσύνη και ευημερία, και θέτοντας επιτακτικά ένα κρίσιμο και όσο ποτέ άλλοτε επίκαιρο ερώτημα: Είναι η πολιτική δημοκρατία(με την έννοια των κλασσικών συνταγματικών πολιτικών και ατομικών δικαιωμάτων και των αντίστοιχων αντιπροσωπευτικών θεσμών και διαδικασιών) συμβατή με την κοινωνική και οικονομική ισότητα και δικαιοσύνη; Και αν είναι, ποια πολιτική ιδεολογία και ποιο πολιτικό πρόγραμμα μπορεί να διασφαλίσει μια υγιή ισορροπία μεταξύ των δύο;
Η πρώτη αρχή, θεωρεί το ελεύθερο και αυτόβουλο άτομο ως κεντρικό και απαραίτητο κινητήριο μοχλό για την πρόοδο της κοινωνίας. Το κάθε άτομο είναι μοναδικό και διαφορετικό από τα άλλα, με τις δικές του επιθυμίες, απόψεις και δυνατότητες, τις οποίες πρέπει να έχει απόλυτη ελευθερία να τις εκφράσει και να τις υλοποιήσει, με μόνη προϋπόθεση αυτό να μην συνεπάγεται την παραβίαση του αντίστοιχου δικαιώματος των άλλων, επίσης ανεξάρτητων, ατόμων. Επειδή όμως το άτομο θεωρείται φύσει ορθολογικό και ιδιοτελές, είναι απαραίτητη μία ανώτερη εξουσία που θα το εμποδίζει να αυθαιρετεί εις βάρος άλλων, για να εξυπηρετήσει τα προσωπικά του συμφέροντα. Η εξουσία αυτή είναι το κράτος, το οποίο αντιμετωπίζεται θετικά, ως ουδέτερος διαιτητής αντιτιθέμενων συμφερόντων που εξασφαλίζει την κοινωνική ειρήνη και συνοχή, και που έχει συγκροτηθεί με την αναγνώριση και την οικειοθελή συναίνεση των κυβερνώμενων. Έτσι, η κοινωνία θεωρείται άθροισμα και σύνθεση διαφόρων ατομικών επιδιώξεων και στάσεων.
Η δεύτερη αρχή, θεωρεί ότι τα άτομα έχουν από τη φύση τους τη δυνατότητα να σκέφτονται και να επιδιώκουν ορθολογικά, αφού τους παρασχεθούν τα κατάλληλα διανοητικά και υλικά εργαλεία, την εξυπηρέτηση των προσωπικών τους στόχων. Η πεποίθηση αυτή, σχηματίστηκε και ενισχύθηκε στα πλαίσια του διαφωτιστικού κινήματος του 17ου -18ου αιώνα, όταν η εμφάνιση νέων φιλοσοφικών ιδεών και η ραγδαία ανάπτυξη των θετικών επιστημών αμφισβήτησε ευθέως την κυρίαρχη στο
Μεσαίωνα θεοκρατική και υπερφυσική αντίληψη του κόσμου, η οποία θεωρούσε τον επίγειο κόσμο ως τόπο δυστυχίας και έκπτωσης του ανθρώπου εξαιτίας του προπατορικού αμαρτήματος και πρέσβευε ότι η σωτηρία θα δινόταν μόνο από το Θεό στην μεταθανάτια ζωή. Αντίθετα, η νέα εκκοσμικευμένη αντίληψη του Διαφωτισμού, υποστήριζε τη δυνατότητα του ανθρώπου να αλλάξει τον επίγειο κόσμο προς το καλύτερο, προσαρμόζοντάς τον στις ανάγκες του, με τη βοήθεια της
επιστήμης και του Λόγου(δηλαδή της λογικής).
Ο συνδυασμός των αρχών της ατομικής ελευθερίας και του ορθολογισμού είχε ριζοσπαστικά ανατρεπτικές συνέπειες στην πολιτική σκέψη και τις μορφές διακυβέρνησης, τόσο στο ατομικό όσο και στο συλλογικό επίπεδο. Σε ατομικό επίπεδο προβλήθηκαν και στη συνέχεια καθιερώθηκαν ορισμένα ατομικά δικαιώματα, που θεωρήθηκαν πανανθρώπινα, φυσικά και αναπαλλοτρίωτα, αφού χωρίς αυτά ήταν αδύνατο το άτομο να αναπτύξει αυτόνομα την προσωπικότητά του και να πετύχει την ευημερία. Τα σημαντικότερα από αυτά ήταν η ελευθερία της έκφρασης, ο σεβασμός στην ανθρώπινη ζωή και την προσωπική ελευθερία, καθώς και το δικαίωμα της ατομικής ιδιοκτησίας. Σε συλλογικό επίπεδο, οι σημαντικότερες πολιτικές μεταβολές του τέλους του 18ου αιώνα (με κυριότερους σταθμούς την Αμερικανική και τη Γαλλική Επανάσταση), ήταν η καθιέρωση αντιπροσωπευτικών δημοκρατικών συστημάτων διακυβέρνησης, στο πλαίσιο της εξισωτικής πολιτικής κοινότητας του έθνους-κράτους(βασισμένων στην αρχή της λαϊκής κυριαρχίας, δηλαδή στην ανάδειξη των κυβερνώντων από το λαό, που είναι το σύνολο των ενήλικων ελεύθερων πολιτών, μέσα από εκλογικές διαδικασίες ανά τακτά χρονικά διαστήματα) και το δικαίωμα συμμετοχής των πολιτών σε συλλογικές οργανώσεις, που διεκδικούν πολιτικά ή άλλα αιτήματα. Σημαντικότερη μορφή τέτοιας συλλογικής οργάνωσης είναι τα κόμματα, που, ιδεοτυπικά, εκφράζοντας διαφορετικά και πολλές φορές αλληλοσυγκρουόμενα κοινωνικά συμφέροντα, με συνεκτικό δεσμό ορισμένες πολιτικές αρχές και αξίες, ανταγωνίζονται ελεύθερα για την κατάληψη της πολιτικής εξουσίας, ώστε να εφαρμόσουν στην πράξη τις ιδέες τους ως κυβέρνηση. Φορέας έκφρασης των αιτημάτων για ατομικά και πολιτικά δικαιώματα ήταν η αναδυόμενη τότε, στα πλαίσια του εμπορικού καπιταλισμού, αστική τάξη εμπόρων, ιδιοκτητών και κεφαλαιούχων, που εκτόπισε το φεουδαρχικό σύστημα παραγωγής. Η θεσμική έκφραση και κατοχύρωση των δικαιωμάτων αυτών(εκλογές, ελευθερία του Τύπου κτλ) συνιστά την πολιτική δημοκρατία.
Η πολιτική δημοκρατία, που σταδιακά κατέστη το πρότυπο πολιτικής οργάνωσης των κρατών στην Ευρώπη και την Αμερική κατά τους τελευταίους δύο αιώνες, αποτελεί μορφή έκφρασης των θεμελιωδών αξιωμάτων της ιδεολογίας του φιλελευθερισμού, στο πεδίο της πολιτικής αντιπροσώπευσης και διακυβέρνησης. Ο φιλελευθερισμός, ως πολιτική ιδεολογία, βασίζεται στις αρχές της ατομικής ελευθερίας-αυτονομίας και της πίστης στον ορθό λόγο.
Η πρώτη αρχή, θεωρεί το ελεύθερο και αυτόβουλο άτομο ως κεντρικό και απαραίτητο κινητήριο μοχλό για την πρόοδο της κοινωνίας. Το κάθε άτομο είναι μοναδικό και διαφορετικό από τα άλλα, με τις δικές του επιθυμίες, απόψεις και δυνατότητες, τις οποίες πρέπει να έχει απόλυτη ελευθερία να τις εκφράσει και να τις υλοποιήσει, με μόνη προϋπόθεση αυτό να μην συνεπάγεται την παραβίαση του αντίστοιχου δικαιώματος των άλλων, επίσης ανεξάρτητων, ατόμων. Επειδή όμως το άτομο θεωρείται φύσει ορθολογικό και ιδιοτελές, είναι απαραίτητη μία ανώτερη εξουσία που θα το εμποδίζει να αυθαιρετεί εις βάρος άλλων, για να εξυπηρετήσει τα προσωπικά του συμφέροντα. Η εξουσία αυτή είναι το κράτος, το οποίο αντιμετωπίζεται θετικά, ως ουδέτερος διαιτητής αντιτιθέμενων συμφερόντων που εξασφαλίζει την κοινωνική ειρήνη και συνοχή, και που έχει συγκροτηθεί με την αναγνώριση και την οικειοθελή συναίνεση των κυβερνώμενων. Έτσι, η κοινωνία θεωρείται άθροισμα και σύνθεση διαφόρων ατομικών επιδιώξεων και στάσεων.
Η δεύτερη αρχή, θεωρεί ότι τα άτομα έχουν από τη φύση τους τη δυνατότητα να σκέφτονται και να επιδιώκουν ορθολογικά, αφού τους παρασχεθούν τα κατάλληλα διανοητικά και υλικά εργαλεία, την εξυπηρέτηση των προσωπικών τους στόχων. Η πεποίθηση αυτή, σχηματίστηκε και ενισχύθηκε στα πλαίσια του διαφωτιστικού κινήματος του 17ου -18ου αιώνα, όταν η εμφάνιση νέων φιλοσοφικών ιδεών και η ραγδαία ανάπτυξη των θετικών επιστημών αμφισβήτησε ευθέως την κυρίαρχη στο
Μεσαίωνα θεοκρατική και υπερφυσική αντίληψη του κόσμου, η οποία θεωρούσε τον επίγειο κόσμο ως τόπο δυστυχίας και έκπτωσης του ανθρώπου εξαιτίας του προπατορικού αμαρτήματος και πρέσβευε ότι η σωτηρία θα δινόταν μόνο από το Θεό στην μεταθανάτια ζωή. Αντίθετα, η νέα εκκοσμικευμένη αντίληψη του Διαφωτισμού, υποστήριζε τη δυνατότητα του ανθρώπου να αλλάξει τον επίγειο κόσμο προς το καλύτερο, προσαρμόζοντάς τον στις ανάγκες του, με τη βοήθεια της
επιστήμης και του Λόγου(δηλαδή της λογικής).
Ο συνδυασμός των αρχών της ατομικής ελευθερίας και του ορθολογισμού είχε ριζοσπαστικά ανατρεπτικές συνέπειες στην πολιτική σκέψη και τις μορφές διακυβέρνησης, τόσο στο ατομικό όσο και στο συλλογικό επίπεδο. Σε ατομικό επίπεδο προβλήθηκαν και στη συνέχεια καθιερώθηκαν ορισμένα ατομικά δικαιώματα, που θεωρήθηκαν πανανθρώπινα, φυσικά και αναπαλλοτρίωτα, αφού χωρίς αυτά ήταν αδύνατο το άτομο να αναπτύξει αυτόνομα την προσωπικότητά του και να πετύχει την ευημερία. Τα σημαντικότερα από αυτά ήταν η ελευθερία της έκφρασης, ο σεβασμός στην ανθρώπινη ζωή και την προσωπική ελευθερία, καθώς και το δικαίωμα της ατομικής ιδιοκτησίας. Σε συλλογικό επίπεδο, οι σημαντικότερες πολιτικές μεταβολές του τέλους του 18ου αιώνα (με κυριότερους σταθμούς την Αμερικανική και τη Γαλλική Επανάσταση), ήταν η καθιέρωση αντιπροσωπευτικών δημοκρατικών συστημάτων διακυβέρνησης, στο πλαίσιο της εξισωτικής πολιτικής κοινότητας του έθνους-κράτους(βασισμένων στην αρχή της λαϊκής κυριαρχίας, δηλαδή στην ανάδειξη των κυβερνώντων από το λαό, που είναι το σύνολο των ενήλικων ελεύθερων πολιτών, μέσα από εκλογικές διαδικασίες ανά τακτά χρονικά διαστήματα) και το δικαίωμα συμμετοχής των πολιτών σε συλλογικές οργανώσεις, που διεκδικούν πολιτικά ή άλλα αιτήματα. Σημαντικότερη μορφή τέτοιας συλλογικής οργάνωσης είναι τα κόμματα, που, ιδεοτυπικά, εκφράζοντας διαφορετικά και πολλές φορές αλληλοσυγκρουόμενα κοινωνικά συμφέροντα, με συνεκτικό δεσμό ορισμένες πολιτικές αρχές και αξίες, ανταγωνίζονται ελεύθερα για την κατάληψη της πολιτικής εξουσίας, ώστε να εφαρμόσουν στην πράξη τις ιδέες τους ως κυβέρνηση. Φορέας έκφρασης των αιτημάτων για ατομικά και πολιτικά δικαιώματα ήταν η αναδυόμενη τότε, στα πλαίσια του εμπορικού καπιταλισμού, αστική τάξη εμπόρων, ιδιοκτητών και κεφαλαιούχων, που εκτόπισε το φεουδαρχικό σύστημα παραγωγής. Η θεσμική έκφραση και κατοχύρωση των δικαιωμάτων αυτών(εκλογές, ελευθερία του Τύπου κτλ) συνιστά την πολιτική δημοκρατία.
2. Ορθόδοξος Μαρξισμός και κινηματική
αντικαπιταλιστική Αριστερά: Από την πολιτική στην κοινωνική δημοκρατία.
Ο θρίαμβος της και η ευρεία αναγνώριση της αστικής τάξης, ως εκφραστή του πολιτικού φιλελευθερισμού και των επιτευγμάτων της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, που εισήγαγε τις μάζες στην ενεργό πολιτική, αλλάζοντας τον ρου της Ιστορίας εις βάρος της δεσποτικής απόλυτης μοναρχίας, του φεουδαρχισμού και του θρησκευτικού σκοταδισμού, ήταν εφήμερη. Η αξιοπιστία και η λαϊκή υποστήριξη προς τη νέα «αστική» τάξη πραγμάτων, άρχισε να κλονίζεται σοβαρά από τα μέσα του 19ου αιώνα, και ειδικότερα μετά από τις μεγάλες αποτυχημένες ευρωπαϊκές επαναστάσεις του 1848. Δύο παράγοντες συνέβαλαν καθοριστικά σε αυτό το γεγονός: α)Η παλινόρθωση και η συντηρητική στροφή της μοναρχικής διακυβέρνησης σε όλη την Ευρώπη μετά την οριστική ήττα του Ναπολέοντα το 1815 και β)Η ραγδαία εκβιομηχάνιση της οικονομίας και η ανάδειξη του δευτερογενούς τομέα και παράλληλα μίας ολοένα και πιο πολυάριθμης και πολιτικά αυτόνομης και συνειδητοποιημένης εργατικής τάξης σε πανευρωπαϊκό επίπεδο.
Ο παροδικός εκτροχιασμός της Γαλλικής Επανάστασης σε ένα βίαιο και αυταρχικό καθεστώς υπό την ριζοσπαστική πτέρυγα των Ιακωβίνων, με ηγέτη το Ροβεσπιέρο, δημιούργησε φόβο και συντηρητικοποίησε τους μετριοπαθείς αστούς, ενώ παράλληλα πρόσφερε επιχειρήματα στους ιδεολογικούς και πολιτικούς αντιπάλους της Επανάστασης( από τον μετριοπαθή συντηρητικό Edmund Burke μέχρι τον ακραιφνή φιλομοναρχικό και αντιδραστικό Joseph De Maistre), σχετικά με τις καταστροφικές συνέπειες των επαναστάσεων γενικά. Έτσι, μετά την ήττα της επαναστατικής Γαλλίας του Ναπολέοντα, η Ιερά Συμμαχία των νικητριών ευρωπαϊκών δυνάμεων, στράφηκε προς τα δεξιά και αποκατέστησε τη μοναρχία σε όλη την Ευρώπη. Ο μοναρχικός θεσμός, σε συνδυασμό με την συνταγματική κατοχύρωση κάποιων από της αρχές της Επανάστασης(κυρίως ατομικών δικαιωμάτων) και την αυξανόμενη έμφαση στο νόμο, την τάξη και την ασφάλεια, μέσω της πολλές φορές βίαιης καταστολής μαζικών κοινωνικοπολιτικών αγώνων, με αποκορύφωμα τα γεγονότα του 1848, θεωρήθηκαν ως εγγυήσεις για την αποτροπή ενός επαναστατικού κοινωνικού «χάους», όπως την περίοδο της Γαλλικής Τρομοκρατίας. Αυτή η νέα στάση είχε μάλιστα την ενεργό υποστήριξη πολλών φιλελεύθερων διανοητών και πολιτικών, που είχαν παλαιότερα ενστερνιστεί τις αρχές της Επανάστασης, όπως ο Alexis De Tocqueville.
Την ίδια περίοδο, δηλαδή το πρώτο μισό του 19ου αιώνα, η ραγδαία εκβιομηχάνιση της οικονομίας αποσάρθρωσε σταδιακά την παραδοσιακή αγροτική οικονομία, αρχικά στην Αγγλία και στη συνέχεια σταδιακά και στην ηπειρωτική Ευρώπη. Αυτό αποτέλεσε σφοδρό οικονομικό πλήγμα για την αυτάρκη οικονομία της υπαίθρου, και την μικρή αγροτική παραγωγή, καθώς δόθηκε όλο και μεγαλύτερη έμφαση στη μαζική και τυποποιημένη παραγωγή, με τη συνδρομή των νέων μηχανών και άλλων τεχνολογικών επιτευγμάτων της εποχής. Οι πρώην αγρότες μετανάστευσαν μαζικά στις πόλεις προς αναζήτηση βιοπορισμού. Η συνακόλουθη ταχύτατη διόγκωση του πληθυσμού των αστικών κέντρων, όπου βρίσκονταν τα πρώτα εργοστάσια, έθεσε επιτακτικά το ζήτημα των συνθηκών υγιεινής, διαβίωσης και εργασίας του νέου αυτού «αστικού» προλεταριάτου.
Η πρώτη συστηματοποιημένη φιλοσοφική και πολιτική ανάδειξη του «κοινωνικού ζητήματος», το οποίο οξύνθηκε ακόμα περισσότερο στα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ου αιώνα, ήταν η οικονομική και πολιτική σκέψη του Karl Marx, όπως αυτή αναδεικνύεται μέσα από το Κεφάλαιο και το Κομμουνιστικό Μανιφέστο. Ο Μαρξισμός έχει ως βασικό χαρακτηριστικό την υιοθέτηση του ιστορικού υλισμού, της αντίληψης δηλαδή ότι όλων των ειδών οι σχέσεις και οι ιδέες σε μία κοινωνία(πολιτικές, κοινωνικές, θρησκευτικές, πνευματικές κτλ), τις οποίες ονομάζει εποικοδόμημα, είναι άμεση συνέπεια της οικονομικής βάσης, δηλαδή του συστήματος παραγωγής, που καθορίζει τις οικονομικές και κοινωνικές σχέσεις εξουσίας μεταξύ των κοινωνικών τάξεων(με άλλα λόγια, σε κάθε σύστημα παραγωγής, όποια κοινωνική τάξη κατέχει τα μέσα παραγωγής, όπως μηχανές, εργοστάσια κτλ, ελέγχει τον παραγόμενο πλούτο και άρα εκμεταλλεύεται και εξουσιάζει τις άλλες τάξεις). Τα συστήματα παραγωγής, διαδέχτηκαν το ένα το άλλο στην ανθρώπινη ιστορία (κάθε φορά που ένα σύστημα έφτανε στην πλήρη ανάπτυξη του, διήλθε από μία κρίση υπερσυσσώρευσης και ανισοκατανομής του πλούτου, κατέρρεε και αντικαθίσταντο από το επόμενο). Το κάθε ένα από αυτά τα συστήματα αντιπροσωπεύει μία τελειότερη μορφή οικονομικής ανάπτυξης και κοινωνικής δικαιοσύνης από το προηγούμενο. Τα συστήματα αυτά υπήρξαν κατά σειρά, ο πρωτόγονος κομμουνισμός, η δουλοκτητική κοινωνία της αρχαιότητας, η μεσαιωνική φεουδαρχία και ο σύγχρονος καπιταλισμός. Όλα χαρακτηρίστηκαν από ανταγωνισμό μεταξύ της άρχουσας τάξης που κατέχει τα μέσα παραγωγής και των κοινωνικών τάξεων που εκμεταλλεύεται οικονομικά.
Για τον Marx, στον καπιταλισμό, η κυρίαρχη τάξη που κατέχει τα μέσα παραγωγής είναι η αστική τάξη των εμπόρων και των ιδιοκτητών, η οποία κατέστη πολιτικά και οικονομικά κυρίαρχη με την Αμερικανική και τη Γαλλική Επανάσταση, στις οποίες πρωταγωνίστησε ανατρέποντας τον προγενέστερο φεουδαρχισμό. Η αστική πολιτική συνταγματική δημοκρατία είναι λοιπόν παράγωγο αστικών επαναστάσεων. Στα πλαίσια της, η αστική τάξη, ως κάτοχος των μέσων παραγωγής, εκμεταλλεύεται την πολύ πιο πολυάριθμη εργατική τάξη(το προλεταριάτο), η οποία δεν κατέχει τίποτε εκτός από την ικανότητα να εργάζεται και να παράγει πλούτο. Την ικανότητα αυτή την εκμισθώνει στους αστούς, οποίοι έτσι αυξάνουν την οικονομική(και άρα την πολιτική) εξουσία τους πάνω στην εργατική τάξη μέσω της οικειοποίησης της υπεραξίας της εργασίας της(δηλαδή, αμείβοντας τους εργάτες λιγότερο από την αξία του πλούτου που παράγουν, οι αστοί καρπώνονται αυτή τη διαφορά). Εξαιτίας αυτής ακριβώς της εκμετάλλευσης, ο πλήρως ανεπτυγμένος καπιταλισμός είναι προορισμένος να ανατραπεί από τον κομμουνισμό, το τελευταίο και τελειότερο σύστημα παραγωγής. Καθώς οι συνθήκες ζωής και η οικονομική εξαθλίωση και εξάρτηση της εργατικής τάξης επιδεινώνονται συνεχώς, οι εργάτες θα αποκτήσουν ταξική συνείδηση(θα καταλάβουν ότι αποτελούν ενιαία κοινωνική τάξη με κοινά οικονομικά συμφέροντα και θύματα εκμετάλλευσης) και θα επαναστατήσουν κατά της εκμεταλλεύτριας αστικής τάξης, από την οποία θα αφαιρέσουν τα μέσα παραγωγής και άρα την πολιτική εξουσία. Στην ιδανική κομμουνιστική κοινωνία, τα μέσα παραγωγής θα είναι συλλογικά ιδιοκτησία της κοινωνίας, θα καταργηθεί η ατομική ιδιοκτησία και η εκμετάλλευση, και, σύμφωνα με το δόγμα «από τον καθένα σύμφωνα με τις δυνατότητές του, στον καθένα σύμφωνα με τις ανάγκες του», ο άνθρωπος θα χειραφετηθεί ολοκληρωτικά, χωρίς να υφίσταται την αλλοτρίωση από την εργασία που συνεπάγεται ο καπιταλισμός(στον οποίο οι προλετάριοι παρήγαγαν προϊόντα όχι για τις δικές τους ανάγκες, αλλά για τον πλουτισμό των αστών).
Στα πλαίσια αυτής της ανάλυσης του καπιταλισμού, ο Marx επικρίνει την αστικά ατομικά και πολιτικά δικαιώματα της Αμερικανικής και της Γαλλικής Επανάστασης, ως ανεπαρκή για την κοινωνική χειραφέτηση του ανθρώπου, δηλαδή την απαλλαγή από την οικονομική εκμετάλλευση και τον ανταγωνισμό. Μάλιστα, θεωρεί ότι λειτουργούν μεροληπτικά και παραπλανητικά, αφού, δημιουργώντας μία ψευδαίσθηση ισότητας και δικαιοσύνης, αποκρύπτουν το γεγονός της οικονομικής εκμετάλλευσης του προλεταριάτου από την αστική τάξη. Η πολιτική δημοκρατία που αυτά συναποτελούν, στηρίζει το φιλελεύθερο συνταγματικό κράτος ως πρότυπο πολιτικής οργάνωσης, το οποίο όμως στην ουσία εξυπηρετεί τα συμφέροντα της οικονομικά κυρίαρχης αστικής τάξης εις βάρος της εργατικής. Εδώ το κράτος δεν αντιμετωπίζεται ως εγγυητής της αρμονίας και ουδέτερος διαιτητής μεταξύ ατομικών ή συλλογικών συμφερόντων, αλλά ως μηχανισμός διαιώνισης της κυριαρχίας της άρχουσας τάξης και της εκμετάλλευσης των υπολοίπων. Έτσι, στην αταξική κομμουνιστική κοινωνία, όπου δεν θα υπάρχει ταξικός ανταγωνισμός αλλά κοινωνική ιδιοκτησία, απόλυτη οικονομική ισότητα και συνεργασία μεταξύ των ατόμων(δηλαδή μία ιδανική κοινωνική, και όχι απλά πολιτική, δημοκρατία, που θα παρέχει στον καθένα τα υλικά μέσα για να ολοκληρωθεί ως άτομο, αναπτύσσοντας ολόπλευρα τις ικανότητές του), το κράτος, όπως και οι δυνάμεις καταστολής, σταδιακά θα καταστεί άχρηστο και θα «μαραθεί», αφού δεν θα υπάρχει πλέον οικονομική εκμετάλλευση που θα γεννά κοινωνικές συγκρούσεις και προβλήματα προς επίλυση.
Μία αντίστοιχη κριτική, επίσης στηρίζεται πάνω στην αντιπαραβολή της «ψευδεπίγραφης» και «ανεπαρκούς» πολιτικής δημοκρατίας(η οποία έχει ως βάση την αρνητική ελευθερία του κλασσικού φιλελευθερισμού, δηλαδή την ύπαρξη ατομικών και πολιτικών δικαιωμάτων, συνταγματικά κατοχυρωμένων, τα οποία περιορίζουν την δυνατότητα παρέμβασης του κράτους στην ιδιωτική ζωή και τις επιλογές του κάθε ατόμου) με την αυθεντική κοινωνική δημοκρατία, που, εξασφαλίζοντας την οικονομική ισότητα και τους υλικούς πόρους που είναι απαραίτητοι για την αξιοπρεπή διαβίωση του καθενός, πραγματώνει τη θετική ελευθερία, δηλαδή τη δυνατότητα του ανθρώπου να αναπτύξει όλα τα χαρίσματα και τις δυνατότητες του σε όλους τους τομείς της κοινωνικής ζωής. Αυτού του είδους η κριτική διατυπώνεται από τα σύγχρονα κινήματα αναρχικού και αριστερού ριζοσπαστικού χαρακτήρα, που προκρίνουν τη μαζική συμμετοχή των πολιτών στην λήψη αποφάσεων, μέσω μορφών άμεσης δημοκρατίας(λαϊκές συνελεύσεις, δημοψηφίσματα κτλ). Η οπτική αυτή, που αντιτίθεται στην οικονομική διάσταση της παγκοσμιοποίησης(δηλαδή την παγκόσμια κυριαρχία του οικονομικού
προτύπου του καπιταλισμού της ελεύθερης αγοράς), τονίζει ότι οι συμβατικοί πολιτικοί θεσμοί της έμμεσης αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας (κοινοβούλιο, κόμματα, εκλογές, ΜΜΕ κτλ), είναι απόλυτα ταυτισμένοι και εξαρτημένοι από τη νέα οικονομική ολιγαρχία (τράπεζες και «μεγάλο κεφάλαιο») και έχουν διαβρωθεί και διαφθαρεί βαθιά και ανεπανόρθωτα, ώστε έχουν ξεφύγει πλέον από κάθε δημοκρατικό πλαίσιο, μην αντιπροσωπεύοντας τις ανάγκες και τις επιθυμίες του κοινωνικού συνόλου, ως θα όφειλαν. Η λύση που προτείνεται είναι είτε οι μαζικές πολιτικές κινητοποιήσεις και η λαϊκή αυτοοργάνωση , για να ασκηθεί πίεση στους κυβερνητικούς θεσμούς, ώστε να αναγκαστούν να ευθυγραμμιστούν με τα κοινωνικά αιτήματα(κινήματα ανένταχτων πολιτών όπως οι «αγανακτισμένοι» σε Ευρώπη και ΗΠΑ), είτε ακόμα και η βίαιη ανατροπή των πολιτικών αυτών θεσμών, που εμποδίζουν την έλευση της πραγματικής δημοκρατίας και ισότητας(μαρξιστικά
και αναρχικά κινήματα).
Ο παροδικός εκτροχιασμός της Γαλλικής Επανάστασης σε ένα βίαιο και αυταρχικό καθεστώς υπό την ριζοσπαστική πτέρυγα των Ιακωβίνων, με ηγέτη το Ροβεσπιέρο, δημιούργησε φόβο και συντηρητικοποίησε τους μετριοπαθείς αστούς, ενώ παράλληλα πρόσφερε επιχειρήματα στους ιδεολογικούς και πολιτικούς αντιπάλους της Επανάστασης( από τον μετριοπαθή συντηρητικό Edmund Burke μέχρι τον ακραιφνή φιλομοναρχικό και αντιδραστικό Joseph De Maistre), σχετικά με τις καταστροφικές συνέπειες των επαναστάσεων γενικά. Έτσι, μετά την ήττα της επαναστατικής Γαλλίας του Ναπολέοντα, η Ιερά Συμμαχία των νικητριών ευρωπαϊκών δυνάμεων, στράφηκε προς τα δεξιά και αποκατέστησε τη μοναρχία σε όλη την Ευρώπη. Ο μοναρχικός θεσμός, σε συνδυασμό με την συνταγματική κατοχύρωση κάποιων από της αρχές της Επανάστασης(κυρίως ατομικών δικαιωμάτων) και την αυξανόμενη έμφαση στο νόμο, την τάξη και την ασφάλεια, μέσω της πολλές φορές βίαιης καταστολής μαζικών κοινωνικοπολιτικών αγώνων, με αποκορύφωμα τα γεγονότα του 1848, θεωρήθηκαν ως εγγυήσεις για την αποτροπή ενός επαναστατικού κοινωνικού «χάους», όπως την περίοδο της Γαλλικής Τρομοκρατίας. Αυτή η νέα στάση είχε μάλιστα την ενεργό υποστήριξη πολλών φιλελεύθερων διανοητών και πολιτικών, που είχαν παλαιότερα ενστερνιστεί τις αρχές της Επανάστασης, όπως ο Alexis De Tocqueville.
Την ίδια περίοδο, δηλαδή το πρώτο μισό του 19ου αιώνα, η ραγδαία εκβιομηχάνιση της οικονομίας αποσάρθρωσε σταδιακά την παραδοσιακή αγροτική οικονομία, αρχικά στην Αγγλία και στη συνέχεια σταδιακά και στην ηπειρωτική Ευρώπη. Αυτό αποτέλεσε σφοδρό οικονομικό πλήγμα για την αυτάρκη οικονομία της υπαίθρου, και την μικρή αγροτική παραγωγή, καθώς δόθηκε όλο και μεγαλύτερη έμφαση στη μαζική και τυποποιημένη παραγωγή, με τη συνδρομή των νέων μηχανών και άλλων τεχνολογικών επιτευγμάτων της εποχής. Οι πρώην αγρότες μετανάστευσαν μαζικά στις πόλεις προς αναζήτηση βιοπορισμού. Η συνακόλουθη ταχύτατη διόγκωση του πληθυσμού των αστικών κέντρων, όπου βρίσκονταν τα πρώτα εργοστάσια, έθεσε επιτακτικά το ζήτημα των συνθηκών υγιεινής, διαβίωσης και εργασίας του νέου αυτού «αστικού» προλεταριάτου.
Η πρώτη συστηματοποιημένη φιλοσοφική και πολιτική ανάδειξη του «κοινωνικού ζητήματος», το οποίο οξύνθηκε ακόμα περισσότερο στα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ου αιώνα, ήταν η οικονομική και πολιτική σκέψη του Karl Marx, όπως αυτή αναδεικνύεται μέσα από το Κεφάλαιο και το Κομμουνιστικό Μανιφέστο. Ο Μαρξισμός έχει ως βασικό χαρακτηριστικό την υιοθέτηση του ιστορικού υλισμού, της αντίληψης δηλαδή ότι όλων των ειδών οι σχέσεις και οι ιδέες σε μία κοινωνία(πολιτικές, κοινωνικές, θρησκευτικές, πνευματικές κτλ), τις οποίες ονομάζει εποικοδόμημα, είναι άμεση συνέπεια της οικονομικής βάσης, δηλαδή του συστήματος παραγωγής, που καθορίζει τις οικονομικές και κοινωνικές σχέσεις εξουσίας μεταξύ των κοινωνικών τάξεων(με άλλα λόγια, σε κάθε σύστημα παραγωγής, όποια κοινωνική τάξη κατέχει τα μέσα παραγωγής, όπως μηχανές, εργοστάσια κτλ, ελέγχει τον παραγόμενο πλούτο και άρα εκμεταλλεύεται και εξουσιάζει τις άλλες τάξεις). Τα συστήματα παραγωγής, διαδέχτηκαν το ένα το άλλο στην ανθρώπινη ιστορία (κάθε φορά που ένα σύστημα έφτανε στην πλήρη ανάπτυξη του, διήλθε από μία κρίση υπερσυσσώρευσης και ανισοκατανομής του πλούτου, κατέρρεε και αντικαθίσταντο από το επόμενο). Το κάθε ένα από αυτά τα συστήματα αντιπροσωπεύει μία τελειότερη μορφή οικονομικής ανάπτυξης και κοινωνικής δικαιοσύνης από το προηγούμενο. Τα συστήματα αυτά υπήρξαν κατά σειρά, ο πρωτόγονος κομμουνισμός, η δουλοκτητική κοινωνία της αρχαιότητας, η μεσαιωνική φεουδαρχία και ο σύγχρονος καπιταλισμός. Όλα χαρακτηρίστηκαν από ανταγωνισμό μεταξύ της άρχουσας τάξης που κατέχει τα μέσα παραγωγής και των κοινωνικών τάξεων που εκμεταλλεύεται οικονομικά.
Για τον Marx, στον καπιταλισμό, η κυρίαρχη τάξη που κατέχει τα μέσα παραγωγής είναι η αστική τάξη των εμπόρων και των ιδιοκτητών, η οποία κατέστη πολιτικά και οικονομικά κυρίαρχη με την Αμερικανική και τη Γαλλική Επανάσταση, στις οποίες πρωταγωνίστησε ανατρέποντας τον προγενέστερο φεουδαρχισμό. Η αστική πολιτική συνταγματική δημοκρατία είναι λοιπόν παράγωγο αστικών επαναστάσεων. Στα πλαίσια της, η αστική τάξη, ως κάτοχος των μέσων παραγωγής, εκμεταλλεύεται την πολύ πιο πολυάριθμη εργατική τάξη(το προλεταριάτο), η οποία δεν κατέχει τίποτε εκτός από την ικανότητα να εργάζεται και να παράγει πλούτο. Την ικανότητα αυτή την εκμισθώνει στους αστούς, οποίοι έτσι αυξάνουν την οικονομική(και άρα την πολιτική) εξουσία τους πάνω στην εργατική τάξη μέσω της οικειοποίησης της υπεραξίας της εργασίας της(δηλαδή, αμείβοντας τους εργάτες λιγότερο από την αξία του πλούτου που παράγουν, οι αστοί καρπώνονται αυτή τη διαφορά). Εξαιτίας αυτής ακριβώς της εκμετάλλευσης, ο πλήρως ανεπτυγμένος καπιταλισμός είναι προορισμένος να ανατραπεί από τον κομμουνισμό, το τελευταίο και τελειότερο σύστημα παραγωγής. Καθώς οι συνθήκες ζωής και η οικονομική εξαθλίωση και εξάρτηση της εργατικής τάξης επιδεινώνονται συνεχώς, οι εργάτες θα αποκτήσουν ταξική συνείδηση(θα καταλάβουν ότι αποτελούν ενιαία κοινωνική τάξη με κοινά οικονομικά συμφέροντα και θύματα εκμετάλλευσης) και θα επαναστατήσουν κατά της εκμεταλλεύτριας αστικής τάξης, από την οποία θα αφαιρέσουν τα μέσα παραγωγής και άρα την πολιτική εξουσία. Στην ιδανική κομμουνιστική κοινωνία, τα μέσα παραγωγής θα είναι συλλογικά ιδιοκτησία της κοινωνίας, θα καταργηθεί η ατομική ιδιοκτησία και η εκμετάλλευση, και, σύμφωνα με το δόγμα «από τον καθένα σύμφωνα με τις δυνατότητές του, στον καθένα σύμφωνα με τις ανάγκες του», ο άνθρωπος θα χειραφετηθεί ολοκληρωτικά, χωρίς να υφίσταται την αλλοτρίωση από την εργασία που συνεπάγεται ο καπιταλισμός(στον οποίο οι προλετάριοι παρήγαγαν προϊόντα όχι για τις δικές τους ανάγκες, αλλά για τον πλουτισμό των αστών).
Στα πλαίσια αυτής της ανάλυσης του καπιταλισμού, ο Marx επικρίνει την αστικά ατομικά και πολιτικά δικαιώματα της Αμερικανικής και της Γαλλικής Επανάστασης, ως ανεπαρκή για την κοινωνική χειραφέτηση του ανθρώπου, δηλαδή την απαλλαγή από την οικονομική εκμετάλλευση και τον ανταγωνισμό. Μάλιστα, θεωρεί ότι λειτουργούν μεροληπτικά και παραπλανητικά, αφού, δημιουργώντας μία ψευδαίσθηση ισότητας και δικαιοσύνης, αποκρύπτουν το γεγονός της οικονομικής εκμετάλλευσης του προλεταριάτου από την αστική τάξη. Η πολιτική δημοκρατία που αυτά συναποτελούν, στηρίζει το φιλελεύθερο συνταγματικό κράτος ως πρότυπο πολιτικής οργάνωσης, το οποίο όμως στην ουσία εξυπηρετεί τα συμφέροντα της οικονομικά κυρίαρχης αστικής τάξης εις βάρος της εργατικής. Εδώ το κράτος δεν αντιμετωπίζεται ως εγγυητής της αρμονίας και ουδέτερος διαιτητής μεταξύ ατομικών ή συλλογικών συμφερόντων, αλλά ως μηχανισμός διαιώνισης της κυριαρχίας της άρχουσας τάξης και της εκμετάλλευσης των υπολοίπων. Έτσι, στην αταξική κομμουνιστική κοινωνία, όπου δεν θα υπάρχει ταξικός ανταγωνισμός αλλά κοινωνική ιδιοκτησία, απόλυτη οικονομική ισότητα και συνεργασία μεταξύ των ατόμων(δηλαδή μία ιδανική κοινωνική, και όχι απλά πολιτική, δημοκρατία, που θα παρέχει στον καθένα τα υλικά μέσα για να ολοκληρωθεί ως άτομο, αναπτύσσοντας ολόπλευρα τις ικανότητές του), το κράτος, όπως και οι δυνάμεις καταστολής, σταδιακά θα καταστεί άχρηστο και θα «μαραθεί», αφού δεν θα υπάρχει πλέον οικονομική εκμετάλλευση που θα γεννά κοινωνικές συγκρούσεις και προβλήματα προς επίλυση.
Μία αντίστοιχη κριτική, επίσης στηρίζεται πάνω στην αντιπαραβολή της «ψευδεπίγραφης» και «ανεπαρκούς» πολιτικής δημοκρατίας(η οποία έχει ως βάση την αρνητική ελευθερία του κλασσικού φιλελευθερισμού, δηλαδή την ύπαρξη ατομικών και πολιτικών δικαιωμάτων, συνταγματικά κατοχυρωμένων, τα οποία περιορίζουν την δυνατότητα παρέμβασης του κράτους στην ιδιωτική ζωή και τις επιλογές του κάθε ατόμου) με την αυθεντική κοινωνική δημοκρατία, που, εξασφαλίζοντας την οικονομική ισότητα και τους υλικούς πόρους που είναι απαραίτητοι για την αξιοπρεπή διαβίωση του καθενός, πραγματώνει τη θετική ελευθερία, δηλαδή τη δυνατότητα του ανθρώπου να αναπτύξει όλα τα χαρίσματα και τις δυνατότητες του σε όλους τους τομείς της κοινωνικής ζωής. Αυτού του είδους η κριτική διατυπώνεται από τα σύγχρονα κινήματα αναρχικού και αριστερού ριζοσπαστικού χαρακτήρα, που προκρίνουν τη μαζική συμμετοχή των πολιτών στην λήψη αποφάσεων, μέσω μορφών άμεσης δημοκρατίας(λαϊκές συνελεύσεις, δημοψηφίσματα κτλ). Η οπτική αυτή, που αντιτίθεται στην οικονομική διάσταση της παγκοσμιοποίησης(δηλαδή την παγκόσμια κυριαρχία του οικονομικού
προτύπου του καπιταλισμού της ελεύθερης αγοράς), τονίζει ότι οι συμβατικοί πολιτικοί θεσμοί της έμμεσης αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας (κοινοβούλιο, κόμματα, εκλογές, ΜΜΕ κτλ), είναι απόλυτα ταυτισμένοι και εξαρτημένοι από τη νέα οικονομική ολιγαρχία (τράπεζες και «μεγάλο κεφάλαιο») και έχουν διαβρωθεί και διαφθαρεί βαθιά και ανεπανόρθωτα, ώστε έχουν ξεφύγει πλέον από κάθε δημοκρατικό πλαίσιο, μην αντιπροσωπεύοντας τις ανάγκες και τις επιθυμίες του κοινωνικού συνόλου, ως θα όφειλαν. Η λύση που προτείνεται είναι είτε οι μαζικές πολιτικές κινητοποιήσεις και η λαϊκή αυτοοργάνωση , για να ασκηθεί πίεση στους κυβερνητικούς θεσμούς, ώστε να αναγκαστούν να ευθυγραμμιστούν με τα κοινωνικά αιτήματα(κινήματα ανένταχτων πολιτών όπως οι «αγανακτισμένοι» σε Ευρώπη και ΗΠΑ), είτε ακόμα και η βίαιη ανατροπή των πολιτικών αυτών θεσμών, που εμποδίζουν την έλευση της πραγματικής δημοκρατίας και ισότητας(μαρξιστικά
και αναρχικά κινήματα).
3. Οι προκλήσεις και οι κίνδυνοι εκφυλισμού της πολιτικής δημοκρατίας: Από την οικονομική ελευθερία και την επιχειρηματικότητα στον οικονομικό ολοκληρωτισμό της Νέας Δεξιάς
Η ιδεολογία της ελεύθερης αγοράς έχει τις ρίζες της στην οικονομική διάσταση της φιλελεύθερης ιδεολογίας. Συγκεκριμένα, η συλλογική ευημερία προκύπτει από την ελευθερία του κάθε ατόμου να επιδιώκει και να υλοποιεί τα συμφέροντά του, χωρίς καμία κρατική ή άλλη παρέμβαση, εφόσον αυτό γίνεται με σεβασμό στην ελευθερία και τα δικαιώματα των συμπολιτών του. Τα άτομα θεωρούνται ικανά να προσδιορίσουν και να πραγματώσουν τους στόχους τους με τον ορθό λόγο. Στην οικονομική σφαίρα, η λογική αυτή εκφράστηκε από τα «κλασσικά οικονομικά» των Smith και Ricardo τον 18ο αιώνα. Σύμφωνα με την αντίληψη αυτή, η οικονομική ανάπτυξη επιτυγχάνεται μέσα από ένα σύστημα ελεύθερων συναλλαγών μεταξύ ορθολογικών ατόμων, τόσο παραγωγών όσο και καταναλωτών, το οποίο, χωρίς καμία ανάγκη κρατικής παρέμβασης, βελτιώνει αυτόματα την ποιότητα και την ποσότητα των παραγόμενων προϊόντων, σύμφωνα με τις απαιτήσεις του καταναλωτικού κοινού. Συνεπώς, η «ελεύθερη αγορά», τείνει αυτόματα σε μία φυσική αρμονία(όπως οι δυνάμεις της φύσης) μέσω ενός «αόρατου χεριού», το οποίο διαχέει τον παραγόμενο πλούτο με δίκαιο τρόπο σε όλη την κοινωνία. Στα πλαίσια αυτά, οποιαδήποτε έξωθεν παρέμβαση στην ελεύθερη επιχειρηματικότητα και την ιδιωτική πρωτοβουλία, διαταράσσει αυτή την αρμονία δημιουργώντας
στρεβλώσεις.
Η οικονομική αυτή θεωρία ήταν κυρίαρχη, με τη μορφή του εμπορικού καπιταλισμού, στη δυτική Ευρώπη και τις ΗΠΑ, μέχρι την οικονομική κρίση του 1929, οπότε και εγκαταλείφθηκε σταδιακά χάριν του οικονομικού προστατευτισμού, και μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, χάριν του κενσιανισμού (της οικονομικής θεωρίας που υποστηρίζει την παρέμβαση του κράτους για την αύξηση της ενεργού ζήτησης, μέσω αυξημένων δημοσίων δαπανών, ώστε να διατηρηθεί και να ενισχυθεί η ανάπτυξη και τα κρατικά έσοδα). Στο μοντέλο αυτό στηρίχτηκε και το μεταπολεμικό κράτος πρόνοιας με παράλληλη αποδοχή των βασικών αρχών της ελεύθερης αγοράς(σοσιαλισμός της αγοράς) σε ΗΠΑ και Ευρώπη, όπου όλες οι κυβερνήσεις, σοσιαλδημοκρατικές και μη, ανέλαβαν ενεργό ρόλο στην παροχή ορισμένων απαραίτητων για τη συλλογική ευημερία κοινωνικών αγαθών(δωρεάν δημόσια υγεία παιδεία, εργατική ασφάλιση κτλ), εθνικοποιώντας κάποιους κρίσιμης σημασίας τομείς της οικονομίας(π.χ ενέργεια). Ο απότομος τερματισμός όμως της μακρόχρονης υψηλής ανάπτυξης και ευημερίας από τα μέσα της δεκαετίας του 1970, επανέφερε στο προσκήνιο τις κλασσικές οικονομικές θεωρίες περί ελεύθερης αγοράς, με μία πολύ επιθετικότερη και ριζοσπαστική μορφή: τον οικονομικό νεοφιλελευθερισμό της Νέας Δεξιάς.
Η Νέα Δεξιά, ως οικονομικό και πολιτικό δόγμα, συνδυάζει την αταλάντευτη πίστη στην απολύτως ελεύθερη οικονομική ιδιωτική πρωτοβουλία(με αιχμή του δόρατος την άκρατη εξιδανίκευση της εργατικότητας, την πειθαρχία και την επιχειρηματικότητα) με έναν κοινωνικό συντηρητισμό, που δίνει έμφαση στη δημόσια ασφάλεια την κοινωνική σταθερότητα και τις παραδοσιακές αξίες(π.χ οι ακραίοι Ρεπουμπλικάνοι του Tea Party στις ΗΠΑ). Η πολιτική της Νέας Δεξιάς, που αναδείχτηκε από τα μέσα της δεκαετίας του 1980( με την πολιτική του Reagan στις ΗΠΑ και της Thatcher στην Αγγλία), απευθύνει στο κοινωνικό κράτος κενσιανικού τύπου δύο κατηγορίες: Πρώτον, ότι η συνεχής αύξηση των δημοσίων δαπανών για τη συντήρηση του κράτους πρόνοιας εξαντλεί τους οικονομικούς πόρους του δημοσίου, και άρα είναι βλαπτική και βραχυπρόθεσμη, και δεύτερον, ότι το κράτος πρόνοιας καθιστά το άτομο νωθρό και εξαρτημένο από την κρατική συνδρομή, υπονομεύοντας την εργατικότητα και το επιχειρηματικό πνεύμα στην κοινωνία. Για τη Νέα Δεξιά, που απορρίπτει εντελώς τα συνδικάτα και τη διεκδίκηση κράτους πρόνοιας, το κράτος πρέπει να περιοριστεί σε ρόλο «νυχτοφύλακα», αναλαμβάνοντας μόνο τη δημόσια τάξη και την εθνική Άμυνα, και αφήνοντας όλα τα άλλα σε ιδιώτες(ελάχιστο κράτος). Σε μία αντίληψη που θεωρεί ότι αυτοί που προοδεύουν οικονομικά εν τέλει είναι αυτοί που πραγματικά το αξίζουν, οι εργατικοί και δημιουργικοί, φαινόμενα όπως η ανεργία και η φτώχεια, θεωρούνται περίπου φυσικά, οφειλόμενα στη νωθρότητα και την ανικανότητα αυτών που τα υφίστανται(οικονομικός δαρβινισμός, νόμος η επιβίωση του καταλληλότερου και ισχυρότερου). Η φιλοσοφική και οικονομική θεμελίωση του δόγματος της Νέας
Δεξιάς οφείλεται αντίστοιχα στις ιδέες του Robert Nozick και του Milton Friedman, ο οποίος ήταν ο ιδρυτής της περίφημης «σχολής του Σικάγου» στα μέσα της δεκαετίας του 1950.
Την κυριαρχία του οικονομικού δόγματος της ελεύθερης αγοράς στο μεγαλύτερο μέρος του πλανήτη επέτεινε και νομιμοποίησε η κατάρρευση του αντίπαλου συστήματος του κρατικού σοσιαλισμού στην ανατολική Ευρώπη το 1989-91. Η θριαμβολογία και η πίστη στην τελική κυριαρχία της φιλελεύθερης δημοκρατίας και του καπιταλισμού της αγοράς, ήταν τόσο έντονη σε Ευρώπη και ΗΠΑ, ώστε ακόμη και μετά την κρίση του 2008, που δείχνει τις αδυναμίες και τις καταστροφικές συνέπειες του απορρυθμισμένου καπιταλισμού, συνέχισε να εφαρμόζεται στην ΕΕ η ίδια πολιτική, που προκάλεσε την κρίση. Στις ΗΠΑ η κυβέρνηση Ομπάμα προσπάθησε, με όχι ιδιαίτερη επιτυχία και λυσσαλέες εσωτερικές αντιδράσεις να εισάγει στοιχειώδες κράτος πρόνοιας και να φορολογήσει τις ισχυρές οικονομικά πολυεθνικές εταιρείες και επιχειρήσεις, οι οποίες μέχρι πρότινος ήταν αφορολόγητες με το πρόσχημα της «ενθάρρυνσης της επιχειρηματικότητας». Η ακραία νεοφιλελεύθερη πολιτική που εφαρμόζεται με θρησκευτικό δογματισμό σε όλες τις χώρες της ΕΕ τα τελευταία 2 χρόνια, με την
ενεργό συνδρομή του ΔΝΤ και των κορυφαίων θεσμικών οργάνων της Ένωσης, τα οποία την επιβάλλουν εκβιαστικά υπό την επιρροή του οικονομικά ισχυρού βορρά, χρησιμοποιώντας το δίλημμα «δημοσιονομική εξυγίανση ή χρεοκοπία και διάλυση», βασίζεται στο τρίπτυχο αύξηση φόρων-δραστικός περιορισμός κράτους πρόνοιας και δημοσίων δαπανών- απορρύθμιση εργασιακών σχέσεων. Τα στοιχεία αυτά, που υποτίθεται ότι στοχεύουν στην «οικονομική εξυγίανση», την «παραγωγικότητα» και την «ανταγωνιστικότητα», έχουν φέρει τα ακριβώς αντίθετα αποτελέσματα, αφού δεν έχουν συνοδευτεί από μέτρα αναθέρμανσης της οικονομίας, ελέγχου και φορολόγησης των διεθνών ροών κεφαλαίου. Ιδιαίτερα στην Ελλάδα, η υπερφορολόγηση και η μείωση των μισθών και των συντάξεων του Δημοσίου, είναι η εύκολη και άμεση λύση, η οποία όμως διαλύει τη μεσαία τάξη, που τόσα χρόνια κινούσε την οικονομία μέσω της κατανάλωσης. Έτσι προκαλείται ύφεση, η οποία απαιτεί νέες περικοπές και φόρους για να επιτευχθούν οι μη καλυφθέντες (λόγω ύφεσης) δημοσιονομικοί στόχοι. Αυτός ο φαύλος κύκλος προκαλεί φτώχεια, ανεργία και κοινωνική απόγνωση, η οποία επιτείνεται από το γεγονός ότι οι τράπεζες δεν έχουν συμβάλλει καθόλου στο κόστος της κρίσης και αντίθετα ενισχύονται συνεχώς με νέα πακέτα βοήθειας από τα κράτη, παρά τον καίριο ρόλο του αλόγιστου τραπεζικού δανεισμού στην εκδήλωση της κρίσης, όπως επίσης επιτείνεται από πολλά κρούσματα διαφθοράς και ατιμωρησίας στην πολιτική τάξη και τον κρατικό μηχανισμό. Οι συνθήκες αυτές μπορούν εν μέρει να δικαιολογήσουν τις προαναφερθείσες κατηγορίες απλών πολιτών και ριζοσπαστικών κινημάτων της Νέας Αριστεράς κατά των συμβατικών πολιτικών θεσμών για διάβρωση, ανεπάρκεια και διαφθορά, όχι όμως και τα αιτήματα για κατάργηση και υπέρβαση των θεσμών αυτών.
στρεβλώσεις.
Η οικονομική αυτή θεωρία ήταν κυρίαρχη, με τη μορφή του εμπορικού καπιταλισμού, στη δυτική Ευρώπη και τις ΗΠΑ, μέχρι την οικονομική κρίση του 1929, οπότε και εγκαταλείφθηκε σταδιακά χάριν του οικονομικού προστατευτισμού, και μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, χάριν του κενσιανισμού (της οικονομικής θεωρίας που υποστηρίζει την παρέμβαση του κράτους για την αύξηση της ενεργού ζήτησης, μέσω αυξημένων δημοσίων δαπανών, ώστε να διατηρηθεί και να ενισχυθεί η ανάπτυξη και τα κρατικά έσοδα). Στο μοντέλο αυτό στηρίχτηκε και το μεταπολεμικό κράτος πρόνοιας με παράλληλη αποδοχή των βασικών αρχών της ελεύθερης αγοράς(σοσιαλισμός της αγοράς) σε ΗΠΑ και Ευρώπη, όπου όλες οι κυβερνήσεις, σοσιαλδημοκρατικές και μη, ανέλαβαν ενεργό ρόλο στην παροχή ορισμένων απαραίτητων για τη συλλογική ευημερία κοινωνικών αγαθών(δωρεάν δημόσια υγεία παιδεία, εργατική ασφάλιση κτλ), εθνικοποιώντας κάποιους κρίσιμης σημασίας τομείς της οικονομίας(π.χ ενέργεια). Ο απότομος τερματισμός όμως της μακρόχρονης υψηλής ανάπτυξης και ευημερίας από τα μέσα της δεκαετίας του 1970, επανέφερε στο προσκήνιο τις κλασσικές οικονομικές θεωρίες περί ελεύθερης αγοράς, με μία πολύ επιθετικότερη και ριζοσπαστική μορφή: τον οικονομικό νεοφιλελευθερισμό της Νέας Δεξιάς.
Η Νέα Δεξιά, ως οικονομικό και πολιτικό δόγμα, συνδυάζει την αταλάντευτη πίστη στην απολύτως ελεύθερη οικονομική ιδιωτική πρωτοβουλία(με αιχμή του δόρατος την άκρατη εξιδανίκευση της εργατικότητας, την πειθαρχία και την επιχειρηματικότητα) με έναν κοινωνικό συντηρητισμό, που δίνει έμφαση στη δημόσια ασφάλεια την κοινωνική σταθερότητα και τις παραδοσιακές αξίες(π.χ οι ακραίοι Ρεπουμπλικάνοι του Tea Party στις ΗΠΑ). Η πολιτική της Νέας Δεξιάς, που αναδείχτηκε από τα μέσα της δεκαετίας του 1980( με την πολιτική του Reagan στις ΗΠΑ και της Thatcher στην Αγγλία), απευθύνει στο κοινωνικό κράτος κενσιανικού τύπου δύο κατηγορίες: Πρώτον, ότι η συνεχής αύξηση των δημοσίων δαπανών για τη συντήρηση του κράτους πρόνοιας εξαντλεί τους οικονομικούς πόρους του δημοσίου, και άρα είναι βλαπτική και βραχυπρόθεσμη, και δεύτερον, ότι το κράτος πρόνοιας καθιστά το άτομο νωθρό και εξαρτημένο από την κρατική συνδρομή, υπονομεύοντας την εργατικότητα και το επιχειρηματικό πνεύμα στην κοινωνία. Για τη Νέα Δεξιά, που απορρίπτει εντελώς τα συνδικάτα και τη διεκδίκηση κράτους πρόνοιας, το κράτος πρέπει να περιοριστεί σε ρόλο «νυχτοφύλακα», αναλαμβάνοντας μόνο τη δημόσια τάξη και την εθνική Άμυνα, και αφήνοντας όλα τα άλλα σε ιδιώτες(ελάχιστο κράτος). Σε μία αντίληψη που θεωρεί ότι αυτοί που προοδεύουν οικονομικά εν τέλει είναι αυτοί που πραγματικά το αξίζουν, οι εργατικοί και δημιουργικοί, φαινόμενα όπως η ανεργία και η φτώχεια, θεωρούνται περίπου φυσικά, οφειλόμενα στη νωθρότητα και την ανικανότητα αυτών που τα υφίστανται(οικονομικός δαρβινισμός, νόμος η επιβίωση του καταλληλότερου και ισχυρότερου). Η φιλοσοφική και οικονομική θεμελίωση του δόγματος της Νέας
Δεξιάς οφείλεται αντίστοιχα στις ιδέες του Robert Nozick και του Milton Friedman, ο οποίος ήταν ο ιδρυτής της περίφημης «σχολής του Σικάγου» στα μέσα της δεκαετίας του 1950.
Την κυριαρχία του οικονομικού δόγματος της ελεύθερης αγοράς στο μεγαλύτερο μέρος του πλανήτη επέτεινε και νομιμοποίησε η κατάρρευση του αντίπαλου συστήματος του κρατικού σοσιαλισμού στην ανατολική Ευρώπη το 1989-91. Η θριαμβολογία και η πίστη στην τελική κυριαρχία της φιλελεύθερης δημοκρατίας και του καπιταλισμού της αγοράς, ήταν τόσο έντονη σε Ευρώπη και ΗΠΑ, ώστε ακόμη και μετά την κρίση του 2008, που δείχνει τις αδυναμίες και τις καταστροφικές συνέπειες του απορρυθμισμένου καπιταλισμού, συνέχισε να εφαρμόζεται στην ΕΕ η ίδια πολιτική, που προκάλεσε την κρίση. Στις ΗΠΑ η κυβέρνηση Ομπάμα προσπάθησε, με όχι ιδιαίτερη επιτυχία και λυσσαλέες εσωτερικές αντιδράσεις να εισάγει στοιχειώδες κράτος πρόνοιας και να φορολογήσει τις ισχυρές οικονομικά πολυεθνικές εταιρείες και επιχειρήσεις, οι οποίες μέχρι πρότινος ήταν αφορολόγητες με το πρόσχημα της «ενθάρρυνσης της επιχειρηματικότητας». Η ακραία νεοφιλελεύθερη πολιτική που εφαρμόζεται με θρησκευτικό δογματισμό σε όλες τις χώρες της ΕΕ τα τελευταία 2 χρόνια, με την
ενεργό συνδρομή του ΔΝΤ και των κορυφαίων θεσμικών οργάνων της Ένωσης, τα οποία την επιβάλλουν εκβιαστικά υπό την επιρροή του οικονομικά ισχυρού βορρά, χρησιμοποιώντας το δίλημμα «δημοσιονομική εξυγίανση ή χρεοκοπία και διάλυση», βασίζεται στο τρίπτυχο αύξηση φόρων-δραστικός περιορισμός κράτους πρόνοιας και δημοσίων δαπανών- απορρύθμιση εργασιακών σχέσεων. Τα στοιχεία αυτά, που υποτίθεται ότι στοχεύουν στην «οικονομική εξυγίανση», την «παραγωγικότητα» και την «ανταγωνιστικότητα», έχουν φέρει τα ακριβώς αντίθετα αποτελέσματα, αφού δεν έχουν συνοδευτεί από μέτρα αναθέρμανσης της οικονομίας, ελέγχου και φορολόγησης των διεθνών ροών κεφαλαίου. Ιδιαίτερα στην Ελλάδα, η υπερφορολόγηση και η μείωση των μισθών και των συντάξεων του Δημοσίου, είναι η εύκολη και άμεση λύση, η οποία όμως διαλύει τη μεσαία τάξη, που τόσα χρόνια κινούσε την οικονομία μέσω της κατανάλωσης. Έτσι προκαλείται ύφεση, η οποία απαιτεί νέες περικοπές και φόρους για να επιτευχθούν οι μη καλυφθέντες (λόγω ύφεσης) δημοσιονομικοί στόχοι. Αυτός ο φαύλος κύκλος προκαλεί φτώχεια, ανεργία και κοινωνική απόγνωση, η οποία επιτείνεται από το γεγονός ότι οι τράπεζες δεν έχουν συμβάλλει καθόλου στο κόστος της κρίσης και αντίθετα ενισχύονται συνεχώς με νέα πακέτα βοήθειας από τα κράτη, παρά τον καίριο ρόλο του αλόγιστου τραπεζικού δανεισμού στην εκδήλωση της κρίσης, όπως επίσης επιτείνεται από πολλά κρούσματα διαφθοράς και ατιμωρησίας στην πολιτική τάξη και τον κρατικό μηχανισμό. Οι συνθήκες αυτές μπορούν εν μέρει να δικαιολογήσουν τις προαναφερθείσες κατηγορίες απλών πολιτών και ριζοσπαστικών κινημάτων της Νέας Αριστεράς κατά των συμβατικών πολιτικών θεσμών για διάβρωση, ανεπάρκεια και διαφθορά, όχι όμως και τα αιτήματα για κατάργηση και υπέρβαση των θεσμών αυτών.
4. Η ιδεολογική οριοθέτηση της σύγχρονης σοσιαλδημοκρατίας: Το φιλελεύθερο συνταγματικό κράτος πρόνοιας απέναντι στους ολοκληρωτισμούς των δύο άκρων
Όπως έγινε φανερό παραπάνω ,η φιλελεύθερη αντιπροσωπευτική δημοκρατία, έτσι όπως αυτή εκφράστηκε και θεσμοποιήθηκε από το 18ο αιώνα μέχρι σήμερα, στηρίχτηκε σε δύο βασικές αξίες, τις οποίες προσπάθησε να συνδυάσει και εφαρμόσει παράλληλα:1) Την αξία της ατομικής ελευθερίας, η οποία βασίζεται στην υπόθεση ότι τα άτομα είναι όντα με διαφορετικές δεξιότητες, συμφέροντα και στόχους το καθένα, τα οποία έχουν την ικανότητα να επιδιώκουν ορθολογικά το προσωπικό τους συμφέρον, και πρέπει να αφήνονται ελεύθερα να το πράξουν, αν με τον τρόπο αυτό δεν καταπατούν την ελευθερία των υπολοίπων να κάνουν το ίδιο. Η αρχή αυτή δέχεται την σχετική ανισότητα μεταξύ των μελών μιας κοινωνίας, με την έννοια ότι κάθε άνθρωπος, ανάλογα με το πλήθος των ικανοτήτων του (φυσικών ή επίκτητων), μπορεί να αποκτήσει περισσότερα ή λιγότερα αγαθά και εξουσία. 2)Από τα μέσα του 20ου αιώνα προσπάθησε να ενσωματώσει, με τη μορφή του κράτους πρόνοιας, την αξία της θεμελιακής ανθρώπινης ισότητας και συνεργασίας(που έχει σοσιαλιστική προέλευση). Σύμφωνα με την αρχή αυτή, οι άνθρωποι έχουν εκ γενετής τις ίδιες ικανότητες και άρα τα ίδια δικαιώματα στην απόλαυση των συλλογικά παραγόμενων αγαθών. Η ανισότητα δεν είναι φυσική, αλλά προϊόν συγκεκριμένων κοινωνικών συνθηκών, όπως της ατομικής ιδιοκτησίας, του ιδιοτελούς ανταγωνισμού και της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο.
Οι άνθρωποι μπορούν να συνεργαστούν ανιδιοτελώς, χωρίς ανταγωνισμό, για να πετύχουν την ευτυχία και την ευημερία. Σε μια τέτοια ιδανική κοινωνία, ο συλλογικά παραγόμενος πλούτος θα είναι ιδιοκτησία όλης της κοινωνίας και άρα κοινόχρηστος, που θα διανέμεται στον καθένα ανάλογα με τις ανάγκες και τις δυνατότητές του.
Η φιλελεύθερη αντιπροσωπευτική συνταγματική δημοκρατία, ως σύστημα βασιζόμενο τόσο σε φιλελεύθερες όσο και σε σοσιαλιστικές αξίες, απειλείται σήμερα από δύο πολύ σημαντικούς κινδύνους, που αλληλοεπηρεάζονται και αλληλοτροφοδοτούνται. Οι δύο αυτοί κίνδυνοι, τους οποίους ονομάζω «ολοκληρωτισμούς των δύο άκρων» είναι οι εξής: Από τη μία, ο οικονομικός ολοκληρωτισμός, που έχει προκύψει σήμερα από την άκρατη εξιδανίκευση της ατομικής ελευθερίας της επιχειρηματικότητας και της ιδιωτικής πρωτοβουλίας στο οικονομικό πεδίο, χωρίς καμία εξωγενή(κρατική ή άλλη) εξισορροπητική-ρυθμιστική παρέμβαση, και ο οποίος θέτει σε κίνδυνο την
κοινωνική δικαιοσύνη, την αναλογική οικονομική ισότητα, ακόμα και την επιβίωση των οικονομικά αδυνάμων, με τη συνέργεια των πολιτικών θεσμών. Αντίθετα , ο πολιτικός ολοκληρωτισμός έχει προκύψει στο παρελθόν και μπορεί να προκύψει και σήμερα, από την πλήρη κατάργηση και υπέρβαση των ατομικών και πολιτικών ελευθεριών, και κυρίως του δικαιώματος στην ελευθερία της γνώμης, καθώς και την κατάργηση της διάκρισης ιδιωτικής-δημόσιας σφαίρας, με το πρόσχημα συλλογικών πολιτικών και ηθικών αξιών(π.χ ισότητα, κοινωνική δικαιοσύνη), οι οποίες αφού θα έχουν επιτευχθεί, θα έχουν καταστήσει άνευ ουσίας αυτούς τους περιορισμούς.
Ο οικονομικός ολοκληρωτισμός, ο οποίος, όπως είδαμε, εκφράζεται από την πολιτική της Νέας Δεξιάς, στα πλαίσια του απορρυθμισμένου άναρχου καπιταλισμού , αναγορεύοντας σε υπέρτατη αρχή, την «υγιή επιχειρηματικότητα» των ιδιωτών, στα πλαίσια του απολύτως ελεύθερου από κρατικές παρεμβάσεις οικονομικού ανταγωνισμού, στοχεύει στη συνεχή αύξηση του παραγόμενου από τον ιδιωτικό τομέα πλούτου, ο οποίος αφήνεται να διανεμηθεί από το «αόρατο χέρι» της ελεύθερης αγοράς, η «φυσική αρμονία» της οποίας αυτονόητα θα εξασφαλίσει μία δίκαιη διανομή. Κατά συνέπεια, η κοινωνία αναμένεται να λειτουργήσει σαν μία ιδιωτική επιχείρηση, στην οποία η εμμονή σε ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς, η μείωση του εργατικού (μισθολογικού) κόστους στο όνομα της αύξησης των κερδών, της «παραγωγικότητας» και της «ανταγωνιστικότητας» των προϊόντων της, θεωρούνται ύψιστης σημασίας σε σχέση με την οικονομική ισότητα και την επιβίωση των εργαζομένων. Η εφαρμογή της λογικής αυτής στους πολίτες μιας οποιασδήποτε χώρας, που αφήνει τους οικονομικά ασθενέστερους αβοήθητους, χωρίς εργασιακά δικαιώματα και στοιχειώδεις αποδοχές, να επιβιώσουν στη ζούγκλα του αχαλίνωτου, χωρίς όρια και ηθικούς φραγμούς, ανταγωνισμού, οδηγεί σε οικονομική εξαθλίωση, κοινωνική έκρηξη, και, από ένα σημείο και πέρα, η απόγνωση και η οργή των νεόπτωχων για την κρατική αδράνεια, βρίσκει διέξοδο στη βία, η οποία έτσι νομιμοποιείται ηθικά ως μέθοδος πολιτικής δράσης. Τραγικό παράδειγμα, είναι τα όσα γίνονται σήμερα στην Ελλάδα και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, όπου η συναίνεση όλων των αστικών πολιτικών δυνάμεων και θεσμών για την εμμονή στην ίδια εγκληματικά δογματική, ανάλγητη και αδιέξοδη πολιτική, υπό το κράτος του, καταγέλαστου πλέον, ψευτοδιλήμματος «λιτότητα ή χρεοκοπία», τους έχει καταστήσει, δικαίως, υπόλογους στα μάτια της πλειοψηφίας των χειμαζόμενων πολιτών, για το αδιέξοδο και την επικείμενη κοινωνική καταστροφή.
Αυτή ακριβώς η προϊούσα απαξίωση και περιφρόνηση της κοινωνίας για τους αντιπροσωπευτικούς πολιτικούς θεσμούς στο σύνολό τους(κοινοβούλιο, κυβέρνηση, κόμματα κτλ), είναι που προάγει έναν άλλου τύπου ολοκληρωτισμό, εξίσου επικίνδυνο με τον οικονομικό: τον πολιτικό ολοκληρωτισμό. Σε συνθήκες οικονομικής και κοινωνικής κρίσης όπως η σημερινή, όπου διαλυτικά φαινόμενα όπως η ύφεση και η ανεργία, υπονομεύουν την κοινωνική συνοχή, δημιουργώντας απαισιοδοξία και ανασφάλεια για το μέλλον, και όπου το κράτος είτε από επιλογή, είτε από αδυναμία, έχει αποποιηθεί την ευθύνη ρυθμιστικής εξισορροπητικής παρέμβασης, αναπτύσσεται μία «εξωσυστημική» ριζοσπαστική ρητορική, από κόμματα, ομάδες ή και μεμονωμένα άτομα, που σκοπό έχει να εκφράσει (και συχνά να οικειοποιηθεί για ιδιοτελείς σκοπούς), την διογκούμενη κοινωνική δυσαρέσκεια. Η ρητορική αυτή έχει 3 χαρακτηριστικά στοιχεία που την εντάσσουν στην κατηγορία του δυνάμει αυταρχικού λαϊκισμού: α) οι κοινοβουλευτικοί αντιπροσωπευτικοί θεσμοί(κυρίως τα πολιτικά κόμματα), και κατ’ επέκταση η ίδια η φιλελεύθερη δημοκρατία στιγματίζονται συλλήβδην ως διεφθαρμένοι, διχαστικοί και αναποτελεσματικοί, εφόσον προάγουν τον ατέρμονο διάλογο και την έκφραση διαφωνιών, έναντι της απαραίτητης άμεσης και αποτελεσματικής λήψης πολιτικών αποφάσεων και της κρατικής δράσης. β)ο λαός, ως ο αυθεντικός εκφραστής του έθνους, παρουσιάζεται ως θύμα μίας διεθνούς συνωμοσίας για την υποταγή της χώρας στα συμφέροντα των ισχυρών ξένων, οι οποίοι, με τη συνειδητή συνέργεια των ντόπιων υπηρετών τους, δηλαδή των πολιτικών ελίτ που ασκούν την εξουσία, καθιστούν τη χώρα υποχείριό τους και την καταδικάζουν στην υποτέλεια και το μαρασμό. Έτσι, ως εσωτερικός που πρέπει να ανατραπεί, ορίζεται το ξενόδουλο «κατεστημένο» και οι συμβατικοί πολιτικοί θεσμοί που το αναδεικνύουν. γ)Εξυμνείται παράλληλα η αυθεντική και αμεσολάβητη έκφραση της λαϊκής βούλησης και συμφερόντων, μέσω της παράκαμψης ή και κατάργησης των αρμόδιων οργάνων και διαδικασιών της έμμεσης αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, οι οποίοι διαστρεβλώνουν τη λαϊκή βούληση, και της καθιέρωσης αμεσοδημοκρατικών διαδικασιών (πχ λαϊκές συνελεύσεις). Και τα 3 αυτά στοιχεία, και ειδικά το τελευταίο, όταν καταστούν πλειοψηφικά στην κοινωνία και συνεπώς ικανά να διαμορφώσουν συνθήκες ριζικής ανατροπής των πολιτικών συσχετισμών και των μορφών διακυβέρνησης, συνδέονται με τη χαρισματική ηγεσία: δηλαδή με ένα πρόσωπο το οποίο, επειδή θεωρείται πως διαθέτει εξαιρετικές ικανότητες, αναγνωρίζεται ως το μοναδικό που μπορεί να αρθεί πάνω από τις παραδοσιακές αντιπαλότητες και διχασμούς και να οδηγήσει το έθνος ομόψυχα ενωμένο στην ανάπτυξη, την ευημερία και το μεγαλείο, εκφράζοντας, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, τα πραγματικά συμφέροντα του λαού, σε απευθείας επαφή μαζί του.
Μία τέτοια προσωπικότητα όμως, εφόσον αναγνωριστεί και επιβληθεί ως ηγετική στα πλαίσια ριζοσπαστικών πολιτικών κινητοποιήσεων(δηλαδή κινητοποιήσεων μεγάλου αριθμού πολιτών με αίτημα την ριζική αλλαγή των σχέσεων και των μορφών πολιτικής εξουσίας και αντιπροσώπευσης), πράγμα που είναι αναγκαίο αν τα κινήματα αυτά θέλουν να καταλάβουν και να ασκήσουν εξουσία(αφού κάθε κίνημα οργανώνεται , διαμορφώνεται και εμπνέεται από μία ηγεσία), ανοίγει (έστω και δυνητικά) το δρόμο προς τον ολοκληρωτισμό. Αν ο ηγέτης είναι ο αποκλειστικός γνώστης και γνήσιος εκφραστής των συμφερόντων της κοινωνίας, τότε αυτός και μόνο καθορίζει όλες τις όψεις της ζωής των πολιτών, καταργώντας τη διάκριση δημόσιου-ιδιωτικού και υποτάσσοντας απόλυτα το άτομο στην κοινωνία, προκειμένου να οδηγήσει το λαό στο ιδανικό πεπρωμένο του. Συνεπώς, κάθε διαφωνία ή κριτική στις επιλογές του ηγέτη απαγορεύεται και καταπνίγεται με όλα τα μέσα (βία, λογοκρισία, διώξεις κτλ). Ο 20ος αιώνας μας έχει προσφέρει ουκ ολίγα παραδείγματα του τι γίνεται όταν, με την επίκληση ευγενών εξισωτικών ιδανικών (όπως «εθνική αξιοπρέπεια», «δημοκρατία», «κοινωνική δικαιοσύνη», «ανθρώπινη χειραφέτηση» και άλλα πολλά), καταργούνται οι εγγυήσεις ατομικών και πολιτικών δικαιωμάτων, και κυρίως αυτές που αφορούν την κατοχύρωση της αποκλειστικά ιδιωτικής σφαίρας και των απαραβίαστων προσωπικών επιλογών, καθώς επίσης και την αναγνώριση και αποδοχή της διαφοράς, πολιτικής ή άλλης. Τα κυριότερα από αυτά τα παραδείγματα, παρά το γεγονός ότι διαφέρουν σε πολλά επίπεδα, είναι αφενός ο χιτλερικός ναζισμός(οι φυλετικές θεωρίες του οποίου οδήγησαν στα πιο μαζικά και σε πρωτόγνωρο βαθμό βάρβαρα ως προς τις μεθόδους τους εγκλήματα στην ανθρώπινη ιστορία), και αφετέρου ο υπαρκτός σοσιαλισμός της ΕΣΣΔ. Στον τελευταίο, το «μαραμένο» και τελικά «αυτοκαταργούμενο» κράτος, στα πλαίσια μίας αταξικής, συνεργατικής και μη ανταγωνιστικής κοινωνίας, μετατράπηκε, με όχημα την λενινιστική θεωρία περί «κόμματος της πρωτοπορίας»(σύμφωνα με την οποία το προλεταριάτο ήταν πολιτικά ανώριμο και ταξικά μη συνειδητοποιημένο, και άρα ήταν απαραίτητη μία ομάδα οργανωμένων και συνειδητοποιημένων ανθρώπων, προκειμένου να το οδηγήσει στην επανάσταση), σε ένα υπέρ-κράτος, μονοκομματικό, γραφειοκρατικό και πανταχού παρόν, στελεχωμένο από τα ανώτατα κομματικά κλιμάκια, το οποίο ήλεγχε, εκτός από την οικονομία(μέσω του κεντρικού σχεδιασμού), και όλες τις υπόλοιπες όψεις της κοινωνικής ζωής (με την καθιέρωση μίας επίσημης κρατικής ιδεολογίας, η οποία απαιτούσε την απόλυτη αφοσίωση θρησκευτικού τύπου, που εξασφαλιζόταν μέσω κρατικών κατασταλτικών μηχανισμών). Το σοβιετικό αυτό μοντέλο διακυβέρνησης εισήχθη και στερεοποιήθηκε από την βίαιη σταλινική προσωποπαγή δικτατορία, και ακολουθήθηκε, στις γενικές του αρχές, και παρά τις επιμέρους «φιλελεύθερες» τροποποιήσεις, μέχρι την περίοδο του Γκορμπατσόφ, οπότε, η προσπάθεια οικονομικών μεταρρυθμίσεων και εκδημοκρατισμού του συστήματος, οδήγησε στην κατάρρευσή του. Έτσι, η επίκληση εξισωτικών ιδανικών και η επαναστατική ορμή, χωρίς να συνοδεύεται από ένα πλέγμα εγγυήσεων ατομικών και πολιτικών δικαιωμάτων, οδήγησε στη μονιμοποίηση της «δικτατορίας του προλεταριάτου», και στη συνέχεια, στον εκφυλισμό της σε δικτατορία της νομενκλατούρας του κομματικού ηγέτη και των ανώτατων κομματικών στελεχών, στην παγίωση, αντί για την εξάλειψη, των κοινωνικών ανισοτήτων, και στην πολιτική και πνευματική υποδούλωση του ατόμου, αντί για την ουσιαστική του χειραφέτηση. Συνεπώς, η μαρξική κομμουνιστική κοινωνία παρέμεινε θεωρητική κατασκευή και απραγματοποίητο ιδανικό, με μόνη ίσως πρακτική ιστορική εφαρμογή, τις εβραϊκές κομμουνιστικές κοινότητες (κιμπούτς), καθώς και την Παρισινή Κομμούνα.
Οι άνθρωποι μπορούν να συνεργαστούν ανιδιοτελώς, χωρίς ανταγωνισμό, για να πετύχουν την ευτυχία και την ευημερία. Σε μια τέτοια ιδανική κοινωνία, ο συλλογικά παραγόμενος πλούτος θα είναι ιδιοκτησία όλης της κοινωνίας και άρα κοινόχρηστος, που θα διανέμεται στον καθένα ανάλογα με τις ανάγκες και τις δυνατότητές του.
Η φιλελεύθερη αντιπροσωπευτική συνταγματική δημοκρατία, ως σύστημα βασιζόμενο τόσο σε φιλελεύθερες όσο και σε σοσιαλιστικές αξίες, απειλείται σήμερα από δύο πολύ σημαντικούς κινδύνους, που αλληλοεπηρεάζονται και αλληλοτροφοδοτούνται. Οι δύο αυτοί κίνδυνοι, τους οποίους ονομάζω «ολοκληρωτισμούς των δύο άκρων» είναι οι εξής: Από τη μία, ο οικονομικός ολοκληρωτισμός, που έχει προκύψει σήμερα από την άκρατη εξιδανίκευση της ατομικής ελευθερίας της επιχειρηματικότητας και της ιδιωτικής πρωτοβουλίας στο οικονομικό πεδίο, χωρίς καμία εξωγενή(κρατική ή άλλη) εξισορροπητική-ρυθμιστική παρέμβαση, και ο οποίος θέτει σε κίνδυνο την
κοινωνική δικαιοσύνη, την αναλογική οικονομική ισότητα, ακόμα και την επιβίωση των οικονομικά αδυνάμων, με τη συνέργεια των πολιτικών θεσμών. Αντίθετα , ο πολιτικός ολοκληρωτισμός έχει προκύψει στο παρελθόν και μπορεί να προκύψει και σήμερα, από την πλήρη κατάργηση και υπέρβαση των ατομικών και πολιτικών ελευθεριών, και κυρίως του δικαιώματος στην ελευθερία της γνώμης, καθώς και την κατάργηση της διάκρισης ιδιωτικής-δημόσιας σφαίρας, με το πρόσχημα συλλογικών πολιτικών και ηθικών αξιών(π.χ ισότητα, κοινωνική δικαιοσύνη), οι οποίες αφού θα έχουν επιτευχθεί, θα έχουν καταστήσει άνευ ουσίας αυτούς τους περιορισμούς.
Ο οικονομικός ολοκληρωτισμός, ο οποίος, όπως είδαμε, εκφράζεται από την πολιτική της Νέας Δεξιάς, στα πλαίσια του απορρυθμισμένου άναρχου καπιταλισμού , αναγορεύοντας σε υπέρτατη αρχή, την «υγιή επιχειρηματικότητα» των ιδιωτών, στα πλαίσια του απολύτως ελεύθερου από κρατικές παρεμβάσεις οικονομικού ανταγωνισμού, στοχεύει στη συνεχή αύξηση του παραγόμενου από τον ιδιωτικό τομέα πλούτου, ο οποίος αφήνεται να διανεμηθεί από το «αόρατο χέρι» της ελεύθερης αγοράς, η «φυσική αρμονία» της οποίας αυτονόητα θα εξασφαλίσει μία δίκαιη διανομή. Κατά συνέπεια, η κοινωνία αναμένεται να λειτουργήσει σαν μία ιδιωτική επιχείρηση, στην οποία η εμμονή σε ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς, η μείωση του εργατικού (μισθολογικού) κόστους στο όνομα της αύξησης των κερδών, της «παραγωγικότητας» και της «ανταγωνιστικότητας» των προϊόντων της, θεωρούνται ύψιστης σημασίας σε σχέση με την οικονομική ισότητα και την επιβίωση των εργαζομένων. Η εφαρμογή της λογικής αυτής στους πολίτες μιας οποιασδήποτε χώρας, που αφήνει τους οικονομικά ασθενέστερους αβοήθητους, χωρίς εργασιακά δικαιώματα και στοιχειώδεις αποδοχές, να επιβιώσουν στη ζούγκλα του αχαλίνωτου, χωρίς όρια και ηθικούς φραγμούς, ανταγωνισμού, οδηγεί σε οικονομική εξαθλίωση, κοινωνική έκρηξη, και, από ένα σημείο και πέρα, η απόγνωση και η οργή των νεόπτωχων για την κρατική αδράνεια, βρίσκει διέξοδο στη βία, η οποία έτσι νομιμοποιείται ηθικά ως μέθοδος πολιτικής δράσης. Τραγικό παράδειγμα, είναι τα όσα γίνονται σήμερα στην Ελλάδα και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, όπου η συναίνεση όλων των αστικών πολιτικών δυνάμεων και θεσμών για την εμμονή στην ίδια εγκληματικά δογματική, ανάλγητη και αδιέξοδη πολιτική, υπό το κράτος του, καταγέλαστου πλέον, ψευτοδιλήμματος «λιτότητα ή χρεοκοπία», τους έχει καταστήσει, δικαίως, υπόλογους στα μάτια της πλειοψηφίας των χειμαζόμενων πολιτών, για το αδιέξοδο και την επικείμενη κοινωνική καταστροφή.
Αυτή ακριβώς η προϊούσα απαξίωση και περιφρόνηση της κοινωνίας για τους αντιπροσωπευτικούς πολιτικούς θεσμούς στο σύνολό τους(κοινοβούλιο, κυβέρνηση, κόμματα κτλ), είναι που προάγει έναν άλλου τύπου ολοκληρωτισμό, εξίσου επικίνδυνο με τον οικονομικό: τον πολιτικό ολοκληρωτισμό. Σε συνθήκες οικονομικής και κοινωνικής κρίσης όπως η σημερινή, όπου διαλυτικά φαινόμενα όπως η ύφεση και η ανεργία, υπονομεύουν την κοινωνική συνοχή, δημιουργώντας απαισιοδοξία και ανασφάλεια για το μέλλον, και όπου το κράτος είτε από επιλογή, είτε από αδυναμία, έχει αποποιηθεί την ευθύνη ρυθμιστικής εξισορροπητικής παρέμβασης, αναπτύσσεται μία «εξωσυστημική» ριζοσπαστική ρητορική, από κόμματα, ομάδες ή και μεμονωμένα άτομα, που σκοπό έχει να εκφράσει (και συχνά να οικειοποιηθεί για ιδιοτελείς σκοπούς), την διογκούμενη κοινωνική δυσαρέσκεια. Η ρητορική αυτή έχει 3 χαρακτηριστικά στοιχεία που την εντάσσουν στην κατηγορία του δυνάμει αυταρχικού λαϊκισμού: α) οι κοινοβουλευτικοί αντιπροσωπευτικοί θεσμοί(κυρίως τα πολιτικά κόμματα), και κατ’ επέκταση η ίδια η φιλελεύθερη δημοκρατία στιγματίζονται συλλήβδην ως διεφθαρμένοι, διχαστικοί και αναποτελεσματικοί, εφόσον προάγουν τον ατέρμονο διάλογο και την έκφραση διαφωνιών, έναντι της απαραίτητης άμεσης και αποτελεσματικής λήψης πολιτικών αποφάσεων και της κρατικής δράσης. β)ο λαός, ως ο αυθεντικός εκφραστής του έθνους, παρουσιάζεται ως θύμα μίας διεθνούς συνωμοσίας για την υποταγή της χώρας στα συμφέροντα των ισχυρών ξένων, οι οποίοι, με τη συνειδητή συνέργεια των ντόπιων υπηρετών τους, δηλαδή των πολιτικών ελίτ που ασκούν την εξουσία, καθιστούν τη χώρα υποχείριό τους και την καταδικάζουν στην υποτέλεια και το μαρασμό. Έτσι, ως εσωτερικός που πρέπει να ανατραπεί, ορίζεται το ξενόδουλο «κατεστημένο» και οι συμβατικοί πολιτικοί θεσμοί που το αναδεικνύουν. γ)Εξυμνείται παράλληλα η αυθεντική και αμεσολάβητη έκφραση της λαϊκής βούλησης και συμφερόντων, μέσω της παράκαμψης ή και κατάργησης των αρμόδιων οργάνων και διαδικασιών της έμμεσης αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, οι οποίοι διαστρεβλώνουν τη λαϊκή βούληση, και της καθιέρωσης αμεσοδημοκρατικών διαδικασιών (πχ λαϊκές συνελεύσεις). Και τα 3 αυτά στοιχεία, και ειδικά το τελευταίο, όταν καταστούν πλειοψηφικά στην κοινωνία και συνεπώς ικανά να διαμορφώσουν συνθήκες ριζικής ανατροπής των πολιτικών συσχετισμών και των μορφών διακυβέρνησης, συνδέονται με τη χαρισματική ηγεσία: δηλαδή με ένα πρόσωπο το οποίο, επειδή θεωρείται πως διαθέτει εξαιρετικές ικανότητες, αναγνωρίζεται ως το μοναδικό που μπορεί να αρθεί πάνω από τις παραδοσιακές αντιπαλότητες και διχασμούς και να οδηγήσει το έθνος ομόψυχα ενωμένο στην ανάπτυξη, την ευημερία και το μεγαλείο, εκφράζοντας, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, τα πραγματικά συμφέροντα του λαού, σε απευθείας επαφή μαζί του.
Μία τέτοια προσωπικότητα όμως, εφόσον αναγνωριστεί και επιβληθεί ως ηγετική στα πλαίσια ριζοσπαστικών πολιτικών κινητοποιήσεων(δηλαδή κινητοποιήσεων μεγάλου αριθμού πολιτών με αίτημα την ριζική αλλαγή των σχέσεων και των μορφών πολιτικής εξουσίας και αντιπροσώπευσης), πράγμα που είναι αναγκαίο αν τα κινήματα αυτά θέλουν να καταλάβουν και να ασκήσουν εξουσία(αφού κάθε κίνημα οργανώνεται , διαμορφώνεται και εμπνέεται από μία ηγεσία), ανοίγει (έστω και δυνητικά) το δρόμο προς τον ολοκληρωτισμό. Αν ο ηγέτης είναι ο αποκλειστικός γνώστης και γνήσιος εκφραστής των συμφερόντων της κοινωνίας, τότε αυτός και μόνο καθορίζει όλες τις όψεις της ζωής των πολιτών, καταργώντας τη διάκριση δημόσιου-ιδιωτικού και υποτάσσοντας απόλυτα το άτομο στην κοινωνία, προκειμένου να οδηγήσει το λαό στο ιδανικό πεπρωμένο του. Συνεπώς, κάθε διαφωνία ή κριτική στις επιλογές του ηγέτη απαγορεύεται και καταπνίγεται με όλα τα μέσα (βία, λογοκρισία, διώξεις κτλ). Ο 20ος αιώνας μας έχει προσφέρει ουκ ολίγα παραδείγματα του τι γίνεται όταν, με την επίκληση ευγενών εξισωτικών ιδανικών (όπως «εθνική αξιοπρέπεια», «δημοκρατία», «κοινωνική δικαιοσύνη», «ανθρώπινη χειραφέτηση» και άλλα πολλά), καταργούνται οι εγγυήσεις ατομικών και πολιτικών δικαιωμάτων, και κυρίως αυτές που αφορούν την κατοχύρωση της αποκλειστικά ιδιωτικής σφαίρας και των απαραβίαστων προσωπικών επιλογών, καθώς επίσης και την αναγνώριση και αποδοχή της διαφοράς, πολιτικής ή άλλης. Τα κυριότερα από αυτά τα παραδείγματα, παρά το γεγονός ότι διαφέρουν σε πολλά επίπεδα, είναι αφενός ο χιτλερικός ναζισμός(οι φυλετικές θεωρίες του οποίου οδήγησαν στα πιο μαζικά και σε πρωτόγνωρο βαθμό βάρβαρα ως προς τις μεθόδους τους εγκλήματα στην ανθρώπινη ιστορία), και αφετέρου ο υπαρκτός σοσιαλισμός της ΕΣΣΔ. Στον τελευταίο, το «μαραμένο» και τελικά «αυτοκαταργούμενο» κράτος, στα πλαίσια μίας αταξικής, συνεργατικής και μη ανταγωνιστικής κοινωνίας, μετατράπηκε, με όχημα την λενινιστική θεωρία περί «κόμματος της πρωτοπορίας»(σύμφωνα με την οποία το προλεταριάτο ήταν πολιτικά ανώριμο και ταξικά μη συνειδητοποιημένο, και άρα ήταν απαραίτητη μία ομάδα οργανωμένων και συνειδητοποιημένων ανθρώπων, προκειμένου να το οδηγήσει στην επανάσταση), σε ένα υπέρ-κράτος, μονοκομματικό, γραφειοκρατικό και πανταχού παρόν, στελεχωμένο από τα ανώτατα κομματικά κλιμάκια, το οποίο ήλεγχε, εκτός από την οικονομία(μέσω του κεντρικού σχεδιασμού), και όλες τις υπόλοιπες όψεις της κοινωνικής ζωής (με την καθιέρωση μίας επίσημης κρατικής ιδεολογίας, η οποία απαιτούσε την απόλυτη αφοσίωση θρησκευτικού τύπου, που εξασφαλιζόταν μέσω κρατικών κατασταλτικών μηχανισμών). Το σοβιετικό αυτό μοντέλο διακυβέρνησης εισήχθη και στερεοποιήθηκε από την βίαιη σταλινική προσωποπαγή δικτατορία, και ακολουθήθηκε, στις γενικές του αρχές, και παρά τις επιμέρους «φιλελεύθερες» τροποποιήσεις, μέχρι την περίοδο του Γκορμπατσόφ, οπότε, η προσπάθεια οικονομικών μεταρρυθμίσεων και εκδημοκρατισμού του συστήματος, οδήγησε στην κατάρρευσή του. Έτσι, η επίκληση εξισωτικών ιδανικών και η επαναστατική ορμή, χωρίς να συνοδεύεται από ένα πλέγμα εγγυήσεων ατομικών και πολιτικών δικαιωμάτων, οδήγησε στη μονιμοποίηση της «δικτατορίας του προλεταριάτου», και στη συνέχεια, στον εκφυλισμό της σε δικτατορία της νομενκλατούρας του κομματικού ηγέτη και των ανώτατων κομματικών στελεχών, στην παγίωση, αντί για την εξάλειψη, των κοινωνικών ανισοτήτων, και στην πολιτική και πνευματική υποδούλωση του ατόμου, αντί για την ουσιαστική του χειραφέτηση. Συνεπώς, η μαρξική κομμουνιστική κοινωνία παρέμεινε θεωρητική κατασκευή και απραγματοποίητο ιδανικό, με μόνη ίσως πρακτική ιστορική εφαρμογή, τις εβραϊκές κομμουνιστικές κοινότητες (κιμπούτς), καθώς και την Παρισινή Κομμούνα.
5. Η ηθική και πολιτική θεμελίωση της σοσιαλδημοκρατίας, ως εξισωτικής και φιλελεύθερης θεωρίας: Η αρετή της μεσότητας του «Τρίτου Δρόμου»
Στα αμέσως προηγούμενα προσδιορίστηκε η σοσιαλδημοκρατία και το κράτος πρόνοιας με αρνητικό τρόπο. Εκφράστηκαν δηλαδή τα δύο «ακραία» πολιτικά και οικονομικά συστήματα (αφενός ο οικονομικός νεοφιλελευθερισμός και αφετέρου ο πολιτικός ολοκληρωτισμός) στα οποία αντιτίθεται και από τα οποία τηρεί ίσες αποστάσεις, επιδιώκοντας να πετύχει τη «χρυσή τομή» μεταξύ τους, με το συνδυασμό ορισμένων από τα χαρακτηριστικά τους. Ο θετικός προσδιορισμός της σοσιαλδημοκρατίας, δηλαδή το σε τι συνίσταται και πού αποσκοπεί, καθορίζεται επομένως από τη στάση της απέναντι στην ελευθερία και στο αίτημα για κοινωνικοοικονομική ισότητα και δικαιοσύνη, και από τον τρόπο με τον οποίο συμβιβάζει αυτά τα δύο.
Ως προς το ζήτημα της ελευθερίας και αυτονομίας των ατόμων, αυτό αποτελεί το βασικό πυρήνα της σοσιαλδημοκρατικής σκέψης και πολιτικής πρακτικής. Η καθιέρωση και η σθεναρή υποστήριξη ορισμένων θεμελιωδών ατομικών και πολιτικών δικαιωμάτων, τα οποία καθορίζουν μία ελάχιστη, απαραβίαστη από το κράτος και την κοινωνία, σφαίρα ελεύθερων ατομικών επιλογών, όπως επίσης διασφαλίζουν και τη δυνατότητα συλλογικών μορφών διεκδίκησης αιτημάτων και υπεράσπισης συμφερόντων( σεβασμός στην ανθρώπινη ζωή και περιουσία, ελευθερία της έκφρασης και αποδοχή της πολιτικής κριτικής και διαφωνίας, αντιπροσωπευτικό δημοκρατικό σύστημα διακυβέρνησης,
πολυκομματισμός, ελεύθερος και ανοιχτός εκλογικός ανταγωνισμός), είναι συνεπώς απαραίτητη προϋπόθεση οποιουδήποτε περαιτέρω κοινωνικού ή οικονομικού «εκδημοκρατισμού». Αυτό επιβεβαιώνεται από την κοινή λογική, δεδομένου ότι σε συνθήκες απουσίας των εγγυήσεων των ατομικών και πολιτικών δικαιωμάτων, τα οικονομικά ασθενέστερα κατώτερα κοινωνικά στρώματα (χειρώνακτες εργάτες, χαμηλόμισθοι, χαμηλοσυνταξιούχοι κτλ) δε θα έχουν νόμιμα αναγνωρισμένα μέσα(απεργίες, διαδηλώσεις, ελεύθερα ΜΜΕ, εκλογικές διαδικασίες), για να εκφράσουν τη δυσαρέσκειά τους και να διεκδικήσουν τη βελτίωση της θέσης τους.
Υπάρχουν ορισμένοι αυτοαποκαλούμενοι «δημοκράτες», οι οποίοι, στο όνομα της «ισότητας» και της «λαϊκής κυριαρχίας» , εντός και εκτός Ελλάδος, προτείνουν απερίσκεπτα και ελαφρά τη καρδία τη βίαιη κατάλυση των αντιπροσωπευτικών πολιτικών θεσμών(κοινοβούλιο, Σύνταγμα, κόμματα κτλ), από την (δικαιολογημένα) εξοργισμένη μάζα των πολιτών που συμπιέζονται οικονομικά, ωθούμενοι πολλές φορές στην εξαθλίωση, αντιμέτωποι με την κρατική αδυναμία ή αδιαφορία. Αυτοί οι
«δημοκράτες», που ενίοτε φτάνουν στο σημείο να μιλήσουν ακόμα και για θανάτωση πολιτικών προς παραδειγματισμό(!), ας έχουν υπ όψη τους τα εξής:
1) Η βία, ως μέθοδος πολιτικής δράσης, είναι δικαιολογημένη ως ύστατη λύση μόνο σε απολυταρχικά ή δικτατορικά καθεστώτα, όπου οι καταπιεζόμενοι δεν έχουν διαθέσιμα μη βίαια μέσα αντίδρασης, κάτι που δεν ισχύει σε μια φιλελεύθερη αντιπροσωπευτική δημοκρατία, της οποίας οι θεσμοί και οι διαδικασίες προσφέρουν αρκετά μέσα μη βίαιης έκφρασης των αιτημάτων των πολιτών.
2) Η βία, από τη στιγμή που θα νομιμοποιηθεί στα μάτια των πολιτών, και μάλιστα πολιτών εξοργισμένων από το πολιτικό σύστημα, χωρίς να υπάρχει πλαίσιο που καθορίζει τις επιτρεπτές μορφές πολιτικής δράσης, είναι βέβαιο ότι θα γενικευτεί και θα στραφεί κατά δικαίων και αδίκων, αφού είναι τυφλή, χωρίς όρια και ορθολογισμό , δημιουργώντας συνθήκες ανασφάλειας και τρομοκρατίας για τους ανυπεράσπιστους και αθώους ανθρώπους (βλ. το παράδειγμα των Ιακωβίνων στη Γαλλική Επανάσταση, που αναφέρθηκε παραπάνω).
3) Η κατάλυση των συμβατικών πολιτικών θεσμών και συνεπώς της πολιτικής δημοκρατίας, στο όνομα ενός ανώτερου ιδανικού, όχι μόνο δεν θα αμβλύνει τις οικονομικές ανισότητες, αλλά, όπως εξήγησα προηγουμένως και όπως δείχνει και το παράδειγμα της ΕΣΣΔ, θα τις γιγαντώσει, μέσω της απαγόρευσης της κριτικής και οποιασδήποτε διεκδίκησης από τη νέα τάξη πραγμάτων(δηλαδή το νέο καθεστώς).
Η στάση της σοσιαλδημοκρατίας απέναντι στο εξίσου σημαντικό ζήτημα της ισότητας(οικονομικής και κοινωνικής), συνδέεται άμεσα με τη στάση της απέναντι στην ελευθερία(ατομική και συλλογική) και τα συνακόλουθα δικαιώματα. Γιατί, η υπεράσπιση και η στερέωση της πολιτικής δημοκρατίας και των θεσμών που την ενσαρκώνουν(η οποία είναι, όπως είδαμε, πρώτιστος και κρίσιμος στόχος του σοσιαλδημοκρατικού ρεύματος σκέψης), έχει να κάνει με το βαθμό εμπιστοσύνης και υποστήριξης που απολαμβάνουν οι θεσμοί αυτοί στην κοινωνία, η οποία τους εξουσιοδοτεί να την αντιπροσωπεύουν και να επιλύουν τα προβλήματα που προκύπτουν. Συνεπώς, για να αντιμετωπιστεί η κρίση εμπιστοσύνης απέναντι στους κλασσικούς αντιπροσωπευτικούς θεσμούς, θα πρέπει η πολιτική εξουσία να αποδείξει ότι είναι ικανή να επιλύσει τις κοινωνικές και οικονομικές συγκρούσεις με αποτελεσματικό και δίκαιο τρόπο.
Για να επιτευχθεί ο παραπάνω στόχος, η σοσιαλδημοκρατία στηρίζεται σε δύο βασικούς πυλώνες: α)Την αποδοχή, την προστασία και, πολλές φορές την ενθάρρυνση του ελεύθερου οικονομικού ανταγωνισμού, της ιδιωτικής πρωτοβουλίας και της υγιούς επιχειρηματικότητας, στο βαθμό που αυτή παράγει πλούτο και καθιστά τα παραγόμενα αγαθά διαθέσιμα στο καταναλωτικό κοινό, σε λογικές τιμές, μέσω του νόμου της προσφοράς και της ζήτησης. Βεβαίως, η αποδοχή αυτών των βασικών αρχών του καπιταλισμού καθιστά θεμιτή και την επιδίωξη ενός ορισμένου ποσοστού κέρδους από τους ανεξάρτητους επιχειρηματίες, το οποίο προκύπτει από αυτές τις ελεύθερες συναλλαγές μεταξύ παραγωγών και καταναλωτών. β)Παράλληλα ωστόσο, είναι φανερό ότι ένα σύστημα ελεύθερων συναλλαγών και ιδιωτικών επιχειρήσεων με στόχο την μεγιστοποίηση της κερδοφορίας, δεν εξασφαλίζει από μόνο του την αύξηση του παραγόμενου πλούτου ούτε, πολύ περισσότερο, την δίκαιη κατανομή του με τρόπο ώστε να εξασφαλίζεται η κοινωνική ειρήνη και ευημερία. Οι σχέσεις και η ισορροπία μεταξύ των κοινωνικών τάξεων με διαφορετικά οικονομικά ή άλλα συμφέροντα είναι μεταβαλλόμενες και επηρεάζονται από πολλές άλλες παραμέτρους, πέρα από την ατομική ορθολογική επιδίωξη του κέρδους, όπως για παράδειγμα οικονομικές κρίσεις, πολέμους, φυσικές καταστροφές, διασπάσεις ή ενοποιήσεις κρατών κτλ. Τα κοινωνικά προβλήματα και οι έκτακτες καταστάσεις που προκαλούν αυτοί οι αστάθμητοι παράγοντες (φτώχεια, ανεργία, επισιτιστικές και στεγαστικές κρίσεις, εθνοτικές συγκρούσεις και άλλα πολλά) απαιτούν άμεση και συνεχή μέριμνα για την έγκαιρη αντιμετώπισή τους. Και ο μόνος θεσμός που διαθέτει όλα τα απαιτούμενα μέσα και την κοινωνική νομιμοποίηση να επιτελέσει αυτό το σταθεροποιητικό έργο είναι το κράτος. Για να μπορέσει οποιοδήποτε οικονομικό σύστημα να είναι βιώσιμο και σταθερό θα πρέπει να μπορεί να συντηρεί και να εξασφαλίζει αξιοπρεπείς συνθήκες διαβίωσης και προοπτική κοινωνικής ανόδου σε αυτούς που παράγουν προϊόντα και υπηρεσίες, τόσο στον ιδιωτικό όσο και στο δημόσιο τομέα, ώστε το εργατικό αυτό δυναμικό να είναι περισσότερο καινοτόμο και παραγωγικό, χωρίς να αντιμετωπίζει καθημερινά το άγχος της επιβίωσης. Στα πλαίσια αυτά, υπάρχουν, πέρα από τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα, ορισμένα κοινωνικά δικαιώματα(τα οποία καθιερώθηκαν και πολλαπλασιάστηκαν μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο), τα οποία, όπως είπαμε προηγουμένως, θεωρούνται ευρέως απολύτως απαραίτητα για τον καθένα προκειμένου να ζει αξιοπρεπώς, να έχει προοπτικές κοινωνικής ανόδου και να μπορεί να συμμετέχει ενεργά στην παραγωγική διαδικασία(τα λεγόμενα «κοινωνικά» ή «δημόσια» αγαθά). Τα σημαντικότερα από αυτά είναι η υγεία, η παιδεία και η εργασία, και ο σχετικός «κατάλογος» μεγαλώνει όλο και πιο πολύ καθώς οι κοινωνικές ανάγκες και απαιτήσεις αυξάνονται σε έναν κόσμο πολύπλοκο, παγκοσμιοποιημένο και τεχνολογικά αναπτυσσόμενο. Τέτοια αγαθά, λόγω ακριβώς της πρωταρχικής τους σημασίας για την κοινωνική συνοχή και την ευημερία, δεν μπορεί να αφήνονται στην ιδιωτική αγορά και να αποτελούν αντικείμενο συναλλαγής και διαπραγμάτευσης με στόχο το κέρδος, αλλά θα πρέπει να παρέχονται δωρεάν από το κράτος σε όλους ανεξαιρέτως τους πολίτες, με ειδικές διευκολύνσεις για όσους είναι ιδιαίτερα ευάλωτοι(οικονομικά και κοινωνικά), για διαφόρους λόγους(φυσική κατάσταση, οικονομική ή άλλη συγκυρία, ηλικία κτλ).
Το σύνολο των οικονομικών πόρων, των θεσμών και των υπηρεσιών που διαθέτει το κράτος προκειμένου να επιτελέσει επιτυχώς την λειτουργία αυτή(δηλαδή την παροχή στους πολίτες κάποιων κορυφαίων κοινωνικών αγαθών, με ευνοϊκότερες ρυθμίσεις για τις ευπαθείς ομάδες όπως ηλικιωμένοι, άνεργοι, άτομα με ειδικές ανάγκες κτλ) ονομάζεται «κοινωνικό κράτος». Το κοινωνικό κράτος είναι η προμετωπίδα και η εξισωτική όψη της σοσιαλδημοκρατίας και περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, τη δημόσια υγεία, τη δημόσια δωρεάν εκπαίδευση όλων των βαθμίδων, τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας, δεσμευτικά για τους εργοδότες κατώτατα όρια μισθών και συντάξεων, αποζημιώσεις απόλυσης, ανώτατα όρια επιτρεπτών απολύσεων στις επιχειρήσεις, αποζημιώσεις απόλυσης, επιδόματα ανεργίας και αναπηρίας, δωρεάν στέγαση και σίτιση παιδιών και ανήμπορων
ηλικιωμένων ή ατόμων με διανοητικά προβλήματα, φοροαπαλλαγές και ειδική φορολόγηση για υπερχρεωμένους δανειολήπτες, για δάνεια πρώτης κατοικίας και για απομακρυσμένες ή παραμεθόριες περιοχές(π.χ νησιά). Ο παρεμβατικός ρόλος του κράτους δεν πρέπει όμως να εξαντλείται στις παραπάνω ζωτικής σημασίας λειτουργίες. Το κράτος οφείλει επίσης να χρηματοδοτεί, να προωθεί και να ενθαρρύνει την ανάπτυξη νέων τεχνολογιών την έρευνα και την καινοτομία, είτε μέσω κρατικών(π.χ πανεπιστήμια), είτε μέσω ιδιωτικών θεσμών(π.χ επιχειρήσεις, σωματεία κτλ). Επιπλέον, είναι αναγκαίο το κράτος να φορολογεί τους πολίτες αναλογικά, σύμφωνα με το μέγεθος της περιουσίας και το εισόδημα του καθένα, ώστε να υπάρχει δικαιοσύνη, εμπιστοσύνη στο κράτος, και καμία κοινωνική ομάδα να μην φορολογείται υπερβολικά(όπως οι μικροαστοί και μικρομεσαίοι επιχειρηματίες, μισθωτοί και συνταξιούχοι στην Ελλάδα) ή ελάχιστα(όπως οι αγρότες και πάλι στη χώρα μας). Τέλος, σε περιόδους οικονομικής ύφεσης, το κράτος πρέπει να παρεμβαίνει για να ενισχύσει την απασχόληση και τη ζήτηση προϊόντων ώστε να αυξηθεί η κατανάλωση και μαζί μ’ αυτήν η ανάπτυξη και τα δημόσια φορολογικά έσοδα.
Όλα αυτά, εκτός από τις δομές κοινωνικού κράτους που προαναφέρθηκαν, προϋποθέτουν τα εξής: επεκτατική δημοσιονομική πολιτική(αυξήσεις μισθών, κίνητρα για προσλήψεις στον ιδιωτικό τομέα κτλ) και συνεπώς οικονομική ευρωστία, καλά οργανωμένο και αποτελεσματικό σύστημα φοροεισπρακτικών μηχανισμών κι ελέγχου των κοινωνικών δαπανών, ώστε να διασφαλίζεται ότι οι παροχές κατευθύνονται σε πολίτες που έχουν πραγματικά ανάγκη(με τη χρήση νέων τεχνολογιών, και ιδιαίτερα του διαδικτύου), αύξηση των δημοσίων δαπανών σε τομείς όπως η έρευνα, η εκπαίδευση(κυρίως μέσω υποτροφιών και σχολείων δεύτερης ευκαιρίας) η τέχνη και ο πολιτισμός. Τελευταία, αλλά όχι λιγότερο σημαντική προϋπόθεση, είναι η ύπαρξη, σε όλους τους τομείς, ενός σταθερού και σαφούς πλαισίου νόμων(από τη χρηματοδότηση των κομμάτων, που θα πρέπει να προέρχεται αποκλειστικά από τις εισφορές των μελών τους, μέχρι την υποχρεωτική τοποθέτηση φίλτρων στα εργοστάσια για την προστασία του περιβάλλοντος και την προσβασιμότητα των δημοσίων κτιρίων, σε πόλεις και στην επαρχία, καθώς επίσης και των μέσων μαζικής μεταφοράς, στα ΑΜΕΑ), και η θέσπιση αυστηρών κυρώσεων για τους δημόσιους λειτουργούς που παραβαίνουν τους κανονισμούς. Αυτές θα κυμαίνονται, ανάλογα με την παράβαση, από επιβολή προστίμων, μέχρι δήμευση περιουσιακών στοιχείων, στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων και ισόβια κάθειρξη).
Το μοντέλο του κοινωνικού κράτους(σοσιαλισμός της αγοράς), με βάση την οικονομική θεωρία του Κέυνς, κυριάρχησε σε όλη τη δυτική Ευρώπη και τις ΗΠΑ μεταπολεμικά μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1970(οπότε αντικαταστάθηκε σταδιακά από το μοντέλο τoυ laissez-faire, δηλαδή της αυτορρυθμιζόμενης ελεύθερης αγοράς), και επέφερε εντυπωσιακά αποτελέσματα, με πρωτοφανή έκρηξη της κατανάλωσης, της οικονομικής δραστηριότητας, των ρυθμών ανάπτυξης, και συνολικά της ευημερίας, με παράλληλη άνοδο του βιοτικού και μορφωτικού επιπέδου των κοινωνιών. Τα επιτεύγματα αυτά του κευνσιανού μοντέλου υπονομεύτηκαν και θεωρήθηκαν παράγοντες «σπατάλης» και «αεργίας», όταν το μοντέλο αυτό αντικαταστάθηκε από τη νεοφιλελεύθερη ορθοδοξία, η οποία δαιμονοποίησε την κρατική παρέμβαση και όλες τις κοινωνικές παροχές και τους ελέγχους που προέρχονταν από το δημόσιο, επειδή δήθεν διατάραζαν την «υγιή» και «αρμονική» λειτουργία του ιδιωτικού τομέα και των αγορών. Η αποτυχία και τα αποτελέσματα της οικονομικής αυτής φιλοσοφίας είναι πλέον αδιαμφισβήτητα: Αυτονόμηση του τραπεζικού και χρηματοπιστωτικού τομέα από την πραγματική οικονομία χωρίς κανένα έλεγχο, πλασματική ευημερία βασιζόμενη σε επισφαλή και εύκολο δανεισμό, ανάληψη των τραπεζικών χρεών από τα κράτη, λιτότητα, περικοπή κοινωνικών δαπανών, ανεργία, ύφεση, ανασφάλεια και κοινωνικές αναταραχές. Ωστόσο, οι ίδιοι άνθρωποι που πρέσβευαν την τελευταία 20ετία τον οικονομικό νεοφιλελευθερισμό σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, και είναι οι κύριοι υπεύθυνοι για την κρίση που προκάλεσε η κατάρρευσή του καλούνται να την αντιμετωπίσουν, δέσμιοι των ιδεολογικών τους αδιεξόδων και των στενών οικονομικών και πολιτικών τους συμφερόντων. Ταυτοχρόνως, όσοι τόλμησαν να επισημάνουν την αναγκαιότητα κρατικής παρέμβασης και διατήρησης του κοινωνικού κράτους υπό δημόσιο έλεγχο, ώστε η οικονομία να είναι, ελεύθερη μεν, αλλά λειτουργική και μακροπρόθεσμα βιώσιμη, στιγματίζονταν συλλήβδην ως απολογητές της ΕΣΣΔ και του «κρατισμού», σε αντιδιαστολή με την «φιλελεύθερη» Δύση και τον αμιγή καπιταλισμό. Το φάντασμα όμως του «κρατισμού» και του «κομμουνιστικού κινδύνου» που διακινεί συστηματικά η νεοφιλελεύθερη οικονομική και πολιτική ελίτ της ΕΕ, προκειμένου να αποκρύψει την αποτυχία και τα αδιέξοδά της, δεν είναι πλέον πειστικό, ενώ η επιχειρούμενη νεκρανάσταση του νεοφιλελευθερισμού σε όλη την Ευρώπη, μέσω της επιβολής προγραμμάτων λιτότητας και ιδιωτικοποιήσεων, με πρόσχημα την «χρεοκοπία» και την «ανταγωνιστικότητα», απειλεί να τινάξει στον αέρα ολόκληρο το εγχείρημα της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Η μόνη περίπτωση μακροπρόθεσμης επιβίωσης της ΟΝΕ αλλά και της ίδιας της ΕΕ, είναι η επιστροφή στο κευνσιανό παράδειγμα, μέσω της ενεργοποίησης της ΕΚΤ ώστε να χρηματοδοτηθεί η ανάπτυξη και η τόνωση της ζήτησης στις χώρες της Νότιας Ευρώπης. Αυτό όμως απαιτεί ένα μεγάλο άλμα προς μία πραγματικά υπερεθνική πολιτική ένωση, ένα «ευρωπαϊκό κράτος», που θα εξαλείψει σταδιακά τις οικονομικές και πολιτικές ανισορροπίες μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών με την εκχώρηση σημαντικού τμήματος «εθνικής κυριαρχίας» από όλα τα κράτη –μέλη, στο πρότυπο των ΗΠΑ. Όμως, η σημερινή ευρωπαϊκή ηγεσία είναι καταφανώς απρόθυμη και ανίκανη για μία πρωτοβουλία τέτοιου βεληνεκούς, και το μέλλον της ευρωπαϊκής ενοποίησης διαγράφεται δυσοίωνο.
Ως προς το ζήτημα της ελευθερίας και αυτονομίας των ατόμων, αυτό αποτελεί το βασικό πυρήνα της σοσιαλδημοκρατικής σκέψης και πολιτικής πρακτικής. Η καθιέρωση και η σθεναρή υποστήριξη ορισμένων θεμελιωδών ατομικών και πολιτικών δικαιωμάτων, τα οποία καθορίζουν μία ελάχιστη, απαραβίαστη από το κράτος και την κοινωνία, σφαίρα ελεύθερων ατομικών επιλογών, όπως επίσης διασφαλίζουν και τη δυνατότητα συλλογικών μορφών διεκδίκησης αιτημάτων και υπεράσπισης συμφερόντων( σεβασμός στην ανθρώπινη ζωή και περιουσία, ελευθερία της έκφρασης και αποδοχή της πολιτικής κριτικής και διαφωνίας, αντιπροσωπευτικό δημοκρατικό σύστημα διακυβέρνησης,
πολυκομματισμός, ελεύθερος και ανοιχτός εκλογικός ανταγωνισμός), είναι συνεπώς απαραίτητη προϋπόθεση οποιουδήποτε περαιτέρω κοινωνικού ή οικονομικού «εκδημοκρατισμού». Αυτό επιβεβαιώνεται από την κοινή λογική, δεδομένου ότι σε συνθήκες απουσίας των εγγυήσεων των ατομικών και πολιτικών δικαιωμάτων, τα οικονομικά ασθενέστερα κατώτερα κοινωνικά στρώματα (χειρώνακτες εργάτες, χαμηλόμισθοι, χαμηλοσυνταξιούχοι κτλ) δε θα έχουν νόμιμα αναγνωρισμένα μέσα(απεργίες, διαδηλώσεις, ελεύθερα ΜΜΕ, εκλογικές διαδικασίες), για να εκφράσουν τη δυσαρέσκειά τους και να διεκδικήσουν τη βελτίωση της θέσης τους.
Υπάρχουν ορισμένοι αυτοαποκαλούμενοι «δημοκράτες», οι οποίοι, στο όνομα της «ισότητας» και της «λαϊκής κυριαρχίας» , εντός και εκτός Ελλάδος, προτείνουν απερίσκεπτα και ελαφρά τη καρδία τη βίαιη κατάλυση των αντιπροσωπευτικών πολιτικών θεσμών(κοινοβούλιο, Σύνταγμα, κόμματα κτλ), από την (δικαιολογημένα) εξοργισμένη μάζα των πολιτών που συμπιέζονται οικονομικά, ωθούμενοι πολλές φορές στην εξαθλίωση, αντιμέτωποι με την κρατική αδυναμία ή αδιαφορία. Αυτοί οι
«δημοκράτες», που ενίοτε φτάνουν στο σημείο να μιλήσουν ακόμα και για θανάτωση πολιτικών προς παραδειγματισμό(!), ας έχουν υπ όψη τους τα εξής:
1) Η βία, ως μέθοδος πολιτικής δράσης, είναι δικαιολογημένη ως ύστατη λύση μόνο σε απολυταρχικά ή δικτατορικά καθεστώτα, όπου οι καταπιεζόμενοι δεν έχουν διαθέσιμα μη βίαια μέσα αντίδρασης, κάτι που δεν ισχύει σε μια φιλελεύθερη αντιπροσωπευτική δημοκρατία, της οποίας οι θεσμοί και οι διαδικασίες προσφέρουν αρκετά μέσα μη βίαιης έκφρασης των αιτημάτων των πολιτών.
2) Η βία, από τη στιγμή που θα νομιμοποιηθεί στα μάτια των πολιτών, και μάλιστα πολιτών εξοργισμένων από το πολιτικό σύστημα, χωρίς να υπάρχει πλαίσιο που καθορίζει τις επιτρεπτές μορφές πολιτικής δράσης, είναι βέβαιο ότι θα γενικευτεί και θα στραφεί κατά δικαίων και αδίκων, αφού είναι τυφλή, χωρίς όρια και ορθολογισμό , δημιουργώντας συνθήκες ανασφάλειας και τρομοκρατίας για τους ανυπεράσπιστους και αθώους ανθρώπους (βλ. το παράδειγμα των Ιακωβίνων στη Γαλλική Επανάσταση, που αναφέρθηκε παραπάνω).
3) Η κατάλυση των συμβατικών πολιτικών θεσμών και συνεπώς της πολιτικής δημοκρατίας, στο όνομα ενός ανώτερου ιδανικού, όχι μόνο δεν θα αμβλύνει τις οικονομικές ανισότητες, αλλά, όπως εξήγησα προηγουμένως και όπως δείχνει και το παράδειγμα της ΕΣΣΔ, θα τις γιγαντώσει, μέσω της απαγόρευσης της κριτικής και οποιασδήποτε διεκδίκησης από τη νέα τάξη πραγμάτων(δηλαδή το νέο καθεστώς).
Η στάση της σοσιαλδημοκρατίας απέναντι στο εξίσου σημαντικό ζήτημα της ισότητας(οικονομικής και κοινωνικής), συνδέεται άμεσα με τη στάση της απέναντι στην ελευθερία(ατομική και συλλογική) και τα συνακόλουθα δικαιώματα. Γιατί, η υπεράσπιση και η στερέωση της πολιτικής δημοκρατίας και των θεσμών που την ενσαρκώνουν(η οποία είναι, όπως είδαμε, πρώτιστος και κρίσιμος στόχος του σοσιαλδημοκρατικού ρεύματος σκέψης), έχει να κάνει με το βαθμό εμπιστοσύνης και υποστήριξης που απολαμβάνουν οι θεσμοί αυτοί στην κοινωνία, η οποία τους εξουσιοδοτεί να την αντιπροσωπεύουν και να επιλύουν τα προβλήματα που προκύπτουν. Συνεπώς, για να αντιμετωπιστεί η κρίση εμπιστοσύνης απέναντι στους κλασσικούς αντιπροσωπευτικούς θεσμούς, θα πρέπει η πολιτική εξουσία να αποδείξει ότι είναι ικανή να επιλύσει τις κοινωνικές και οικονομικές συγκρούσεις με αποτελεσματικό και δίκαιο τρόπο.
Για να επιτευχθεί ο παραπάνω στόχος, η σοσιαλδημοκρατία στηρίζεται σε δύο βασικούς πυλώνες: α)Την αποδοχή, την προστασία και, πολλές φορές την ενθάρρυνση του ελεύθερου οικονομικού ανταγωνισμού, της ιδιωτικής πρωτοβουλίας και της υγιούς επιχειρηματικότητας, στο βαθμό που αυτή παράγει πλούτο και καθιστά τα παραγόμενα αγαθά διαθέσιμα στο καταναλωτικό κοινό, σε λογικές τιμές, μέσω του νόμου της προσφοράς και της ζήτησης. Βεβαίως, η αποδοχή αυτών των βασικών αρχών του καπιταλισμού καθιστά θεμιτή και την επιδίωξη ενός ορισμένου ποσοστού κέρδους από τους ανεξάρτητους επιχειρηματίες, το οποίο προκύπτει από αυτές τις ελεύθερες συναλλαγές μεταξύ παραγωγών και καταναλωτών. β)Παράλληλα ωστόσο, είναι φανερό ότι ένα σύστημα ελεύθερων συναλλαγών και ιδιωτικών επιχειρήσεων με στόχο την μεγιστοποίηση της κερδοφορίας, δεν εξασφαλίζει από μόνο του την αύξηση του παραγόμενου πλούτου ούτε, πολύ περισσότερο, την δίκαιη κατανομή του με τρόπο ώστε να εξασφαλίζεται η κοινωνική ειρήνη και ευημερία. Οι σχέσεις και η ισορροπία μεταξύ των κοινωνικών τάξεων με διαφορετικά οικονομικά ή άλλα συμφέροντα είναι μεταβαλλόμενες και επηρεάζονται από πολλές άλλες παραμέτρους, πέρα από την ατομική ορθολογική επιδίωξη του κέρδους, όπως για παράδειγμα οικονομικές κρίσεις, πολέμους, φυσικές καταστροφές, διασπάσεις ή ενοποιήσεις κρατών κτλ. Τα κοινωνικά προβλήματα και οι έκτακτες καταστάσεις που προκαλούν αυτοί οι αστάθμητοι παράγοντες (φτώχεια, ανεργία, επισιτιστικές και στεγαστικές κρίσεις, εθνοτικές συγκρούσεις και άλλα πολλά) απαιτούν άμεση και συνεχή μέριμνα για την έγκαιρη αντιμετώπισή τους. Και ο μόνος θεσμός που διαθέτει όλα τα απαιτούμενα μέσα και την κοινωνική νομιμοποίηση να επιτελέσει αυτό το σταθεροποιητικό έργο είναι το κράτος. Για να μπορέσει οποιοδήποτε οικονομικό σύστημα να είναι βιώσιμο και σταθερό θα πρέπει να μπορεί να συντηρεί και να εξασφαλίζει αξιοπρεπείς συνθήκες διαβίωσης και προοπτική κοινωνικής ανόδου σε αυτούς που παράγουν προϊόντα και υπηρεσίες, τόσο στον ιδιωτικό όσο και στο δημόσιο τομέα, ώστε το εργατικό αυτό δυναμικό να είναι περισσότερο καινοτόμο και παραγωγικό, χωρίς να αντιμετωπίζει καθημερινά το άγχος της επιβίωσης. Στα πλαίσια αυτά, υπάρχουν, πέρα από τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα, ορισμένα κοινωνικά δικαιώματα(τα οποία καθιερώθηκαν και πολλαπλασιάστηκαν μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο), τα οποία, όπως είπαμε προηγουμένως, θεωρούνται ευρέως απολύτως απαραίτητα για τον καθένα προκειμένου να ζει αξιοπρεπώς, να έχει προοπτικές κοινωνικής ανόδου και να μπορεί να συμμετέχει ενεργά στην παραγωγική διαδικασία(τα λεγόμενα «κοινωνικά» ή «δημόσια» αγαθά). Τα σημαντικότερα από αυτά είναι η υγεία, η παιδεία και η εργασία, και ο σχετικός «κατάλογος» μεγαλώνει όλο και πιο πολύ καθώς οι κοινωνικές ανάγκες και απαιτήσεις αυξάνονται σε έναν κόσμο πολύπλοκο, παγκοσμιοποιημένο και τεχνολογικά αναπτυσσόμενο. Τέτοια αγαθά, λόγω ακριβώς της πρωταρχικής τους σημασίας για την κοινωνική συνοχή και την ευημερία, δεν μπορεί να αφήνονται στην ιδιωτική αγορά και να αποτελούν αντικείμενο συναλλαγής και διαπραγμάτευσης με στόχο το κέρδος, αλλά θα πρέπει να παρέχονται δωρεάν από το κράτος σε όλους ανεξαιρέτως τους πολίτες, με ειδικές διευκολύνσεις για όσους είναι ιδιαίτερα ευάλωτοι(οικονομικά και κοινωνικά), για διαφόρους λόγους(φυσική κατάσταση, οικονομική ή άλλη συγκυρία, ηλικία κτλ).
Το σύνολο των οικονομικών πόρων, των θεσμών και των υπηρεσιών που διαθέτει το κράτος προκειμένου να επιτελέσει επιτυχώς την λειτουργία αυτή(δηλαδή την παροχή στους πολίτες κάποιων κορυφαίων κοινωνικών αγαθών, με ευνοϊκότερες ρυθμίσεις για τις ευπαθείς ομάδες όπως ηλικιωμένοι, άνεργοι, άτομα με ειδικές ανάγκες κτλ) ονομάζεται «κοινωνικό κράτος». Το κοινωνικό κράτος είναι η προμετωπίδα και η εξισωτική όψη της σοσιαλδημοκρατίας και περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, τη δημόσια υγεία, τη δημόσια δωρεάν εκπαίδευση όλων των βαθμίδων, τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας, δεσμευτικά για τους εργοδότες κατώτατα όρια μισθών και συντάξεων, αποζημιώσεις απόλυσης, ανώτατα όρια επιτρεπτών απολύσεων στις επιχειρήσεις, αποζημιώσεις απόλυσης, επιδόματα ανεργίας και αναπηρίας, δωρεάν στέγαση και σίτιση παιδιών και ανήμπορων
ηλικιωμένων ή ατόμων με διανοητικά προβλήματα, φοροαπαλλαγές και ειδική φορολόγηση για υπερχρεωμένους δανειολήπτες, για δάνεια πρώτης κατοικίας και για απομακρυσμένες ή παραμεθόριες περιοχές(π.χ νησιά). Ο παρεμβατικός ρόλος του κράτους δεν πρέπει όμως να εξαντλείται στις παραπάνω ζωτικής σημασίας λειτουργίες. Το κράτος οφείλει επίσης να χρηματοδοτεί, να προωθεί και να ενθαρρύνει την ανάπτυξη νέων τεχνολογιών την έρευνα και την καινοτομία, είτε μέσω κρατικών(π.χ πανεπιστήμια), είτε μέσω ιδιωτικών θεσμών(π.χ επιχειρήσεις, σωματεία κτλ). Επιπλέον, είναι αναγκαίο το κράτος να φορολογεί τους πολίτες αναλογικά, σύμφωνα με το μέγεθος της περιουσίας και το εισόδημα του καθένα, ώστε να υπάρχει δικαιοσύνη, εμπιστοσύνη στο κράτος, και καμία κοινωνική ομάδα να μην φορολογείται υπερβολικά(όπως οι μικροαστοί και μικρομεσαίοι επιχειρηματίες, μισθωτοί και συνταξιούχοι στην Ελλάδα) ή ελάχιστα(όπως οι αγρότες και πάλι στη χώρα μας). Τέλος, σε περιόδους οικονομικής ύφεσης, το κράτος πρέπει να παρεμβαίνει για να ενισχύσει την απασχόληση και τη ζήτηση προϊόντων ώστε να αυξηθεί η κατανάλωση και μαζί μ’ αυτήν η ανάπτυξη και τα δημόσια φορολογικά έσοδα.
Όλα αυτά, εκτός από τις δομές κοινωνικού κράτους που προαναφέρθηκαν, προϋποθέτουν τα εξής: επεκτατική δημοσιονομική πολιτική(αυξήσεις μισθών, κίνητρα για προσλήψεις στον ιδιωτικό τομέα κτλ) και συνεπώς οικονομική ευρωστία, καλά οργανωμένο και αποτελεσματικό σύστημα φοροεισπρακτικών μηχανισμών κι ελέγχου των κοινωνικών δαπανών, ώστε να διασφαλίζεται ότι οι παροχές κατευθύνονται σε πολίτες που έχουν πραγματικά ανάγκη(με τη χρήση νέων τεχνολογιών, και ιδιαίτερα του διαδικτύου), αύξηση των δημοσίων δαπανών σε τομείς όπως η έρευνα, η εκπαίδευση(κυρίως μέσω υποτροφιών και σχολείων δεύτερης ευκαιρίας) η τέχνη και ο πολιτισμός. Τελευταία, αλλά όχι λιγότερο σημαντική προϋπόθεση, είναι η ύπαρξη, σε όλους τους τομείς, ενός σταθερού και σαφούς πλαισίου νόμων(από τη χρηματοδότηση των κομμάτων, που θα πρέπει να προέρχεται αποκλειστικά από τις εισφορές των μελών τους, μέχρι την υποχρεωτική τοποθέτηση φίλτρων στα εργοστάσια για την προστασία του περιβάλλοντος και την προσβασιμότητα των δημοσίων κτιρίων, σε πόλεις και στην επαρχία, καθώς επίσης και των μέσων μαζικής μεταφοράς, στα ΑΜΕΑ), και η θέσπιση αυστηρών κυρώσεων για τους δημόσιους λειτουργούς που παραβαίνουν τους κανονισμούς. Αυτές θα κυμαίνονται, ανάλογα με την παράβαση, από επιβολή προστίμων, μέχρι δήμευση περιουσιακών στοιχείων, στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων και ισόβια κάθειρξη).
Το μοντέλο του κοινωνικού κράτους(σοσιαλισμός της αγοράς), με βάση την οικονομική θεωρία του Κέυνς, κυριάρχησε σε όλη τη δυτική Ευρώπη και τις ΗΠΑ μεταπολεμικά μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1970(οπότε αντικαταστάθηκε σταδιακά από το μοντέλο τoυ laissez-faire, δηλαδή της αυτορρυθμιζόμενης ελεύθερης αγοράς), και επέφερε εντυπωσιακά αποτελέσματα, με πρωτοφανή έκρηξη της κατανάλωσης, της οικονομικής δραστηριότητας, των ρυθμών ανάπτυξης, και συνολικά της ευημερίας, με παράλληλη άνοδο του βιοτικού και μορφωτικού επιπέδου των κοινωνιών. Τα επιτεύγματα αυτά του κευνσιανού μοντέλου υπονομεύτηκαν και θεωρήθηκαν παράγοντες «σπατάλης» και «αεργίας», όταν το μοντέλο αυτό αντικαταστάθηκε από τη νεοφιλελεύθερη ορθοδοξία, η οποία δαιμονοποίησε την κρατική παρέμβαση και όλες τις κοινωνικές παροχές και τους ελέγχους που προέρχονταν από το δημόσιο, επειδή δήθεν διατάραζαν την «υγιή» και «αρμονική» λειτουργία του ιδιωτικού τομέα και των αγορών. Η αποτυχία και τα αποτελέσματα της οικονομικής αυτής φιλοσοφίας είναι πλέον αδιαμφισβήτητα: Αυτονόμηση του τραπεζικού και χρηματοπιστωτικού τομέα από την πραγματική οικονομία χωρίς κανένα έλεγχο, πλασματική ευημερία βασιζόμενη σε επισφαλή και εύκολο δανεισμό, ανάληψη των τραπεζικών χρεών από τα κράτη, λιτότητα, περικοπή κοινωνικών δαπανών, ανεργία, ύφεση, ανασφάλεια και κοινωνικές αναταραχές. Ωστόσο, οι ίδιοι άνθρωποι που πρέσβευαν την τελευταία 20ετία τον οικονομικό νεοφιλελευθερισμό σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, και είναι οι κύριοι υπεύθυνοι για την κρίση που προκάλεσε η κατάρρευσή του καλούνται να την αντιμετωπίσουν, δέσμιοι των ιδεολογικών τους αδιεξόδων και των στενών οικονομικών και πολιτικών τους συμφερόντων. Ταυτοχρόνως, όσοι τόλμησαν να επισημάνουν την αναγκαιότητα κρατικής παρέμβασης και διατήρησης του κοινωνικού κράτους υπό δημόσιο έλεγχο, ώστε η οικονομία να είναι, ελεύθερη μεν, αλλά λειτουργική και μακροπρόθεσμα βιώσιμη, στιγματίζονταν συλλήβδην ως απολογητές της ΕΣΣΔ και του «κρατισμού», σε αντιδιαστολή με την «φιλελεύθερη» Δύση και τον αμιγή καπιταλισμό. Το φάντασμα όμως του «κρατισμού» και του «κομμουνιστικού κινδύνου» που διακινεί συστηματικά η νεοφιλελεύθερη οικονομική και πολιτική ελίτ της ΕΕ, προκειμένου να αποκρύψει την αποτυχία και τα αδιέξοδά της, δεν είναι πλέον πειστικό, ενώ η επιχειρούμενη νεκρανάσταση του νεοφιλελευθερισμού σε όλη την Ευρώπη, μέσω της επιβολής προγραμμάτων λιτότητας και ιδιωτικοποιήσεων, με πρόσχημα την «χρεοκοπία» και την «ανταγωνιστικότητα», απειλεί να τινάξει στον αέρα ολόκληρο το εγχείρημα της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Η μόνη περίπτωση μακροπρόθεσμης επιβίωσης της ΟΝΕ αλλά και της ίδιας της ΕΕ, είναι η επιστροφή στο κευνσιανό παράδειγμα, μέσω της ενεργοποίησης της ΕΚΤ ώστε να χρηματοδοτηθεί η ανάπτυξη και η τόνωση της ζήτησης στις χώρες της Νότιας Ευρώπης. Αυτό όμως απαιτεί ένα μεγάλο άλμα προς μία πραγματικά υπερεθνική πολιτική ένωση, ένα «ευρωπαϊκό κράτος», που θα εξαλείψει σταδιακά τις οικονομικές και πολιτικές ανισορροπίες μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών με την εκχώρηση σημαντικού τμήματος «εθνικής κυριαρχίας» από όλα τα κράτη –μέλη, στο πρότυπο των ΗΠΑ. Όμως, η σημερινή ευρωπαϊκή ηγεσία είναι καταφανώς απρόθυμη και ανίκανη για μία πρωτοβουλία τέτοιου βεληνεκούς, και το μέλλον της ευρωπαϊκής ενοποίησης διαγράφεται δυσοίωνο.
6.Επίλογος: η «χρυσή τομή» μεταξύ ισότητας και ελευθερίας.
Η επισκόπηση των αρχών και των στόχων της σύγχρονης σοσιαλδημοκρατίας που επιχειρήθηκε παραπάνω, ελπίζω με συντομία και σαφήνεια, καταδεικνύει δύο τελικά συμπεράσματα, πάνω στα οποία θα πρέπει να αναδομηθεί η κεντροαριστερά σε παγκόσμιο επίπεδο. Το πρώτο είναι ότι, όπως έχει δείξει με τρόπο τραγικό η σημερινή κρίση, καμία οικονομία, έστω και παγκοσμιοποιημένη, δεν μπορεί να λειτουργήσει τελείως ελεύθερη αφ’ εαυτής, μέσω του υποτιθέμενου «αόρατου χεριού» της αγοράς, κατά το πρότυπο μίας ιδιωτικής επιχείρησης. Η παγκόσμια οικονομία κινείται από τον πληθυσμό και τα διάφορα κοινωνικά στρώματα. Για να δημιουργηθούν οι σύγχρονες κοινωνίες και να συμβιώσουν αρμονικά, συμβιβάζοντας τα αντιτιθέμενα ατομικά και συλλογικά συμφέροντα, ήταν απαραίτητοι ορισμένοι κοινά αποδεκτοί κανόνες και η παρέμβαση μίας ανώτερης, επίσης κοινά αποδεκτής αρχής, που θα επιβάλλει και θα διαμορφώνει αυτούς τους κανόνες. Η αρχή στην οποία έχει ανατεθεί ο κρίσιμος αυτός ρόλος είναι το κράτος. Όπως στην κοινωνία, έτσι και στην οικονομία(που είναι προϊόν κοινωνικής εργασίας και συσχετισμών δύναμης), το κράτος οφείλει να παρεμβαίνει μέχρι ενός σημείου, σεβόμενο την οικονομική ελευθερία και την ιδιωτική πρωτοβουλία, ώστε να διασφαλίζει την ισομερή κατανομή των παραγόμενων πόρων στο κοινωνικό σύνολο και τη δυνατότητα του κάθε ατόμου να απολαμβάνει κάποια στοιχειώδη κοινωνικά και οικονομικά αγαθά, απαραίτητα για την επιβίωση και την συμμετοχή του στην παραγωγική διαδικασία. Για το λόγο αυτό, το κοινωνικό κράτος, που διασφαλίζει σε όλους δωρεάν πρόσβαση στην υγεία, την παιδεία καθώς και εργασιακή ασφάλεια και κατώτατες απολαβές που επιτρέπουν στους εργαζομένους μία αξιοπρεπή διαβίωση, έχει αποδειχθεί ιστορικά ως η αποτελεσματικότερη μορφή κρατικής παρέμβασης σε συνθήκες ελεύθερης οικονομίας. Τα ελάχιστα αυτά, εγγυημένα από το κράτος, οικονομικά και κοινωνικά δικαιώματα, διασφαλίζουν την πραγματική κοινωνική ισότητα και δικαιοσύνη, και συμβάλλουν στο να επιλύονται οι κοινωνικές συγκρούσεις ειρηνικά, με την προϋπόθεση βέβαια ότι ελέγχεται αυστηρά η ορθολογική και δίκαιη κατανομή των παροχών αυτών(ώστε π.χ να μην παίρνουν επίδομα τυφλότητας άνθρωποι οι οποίοι πάνε να το παραλάβουν… οδηγώντας(!)), και τίθενται συγκεκριμένα εισοδηματικά και περιουσιακά κριτήρια για τους δικαιούχους.
Το δεύτερο συμπέρασμα είναι ότι, για να υπάρξει στοιχειώδης οικονομική και κοινωνική δικαιοσύνη, αξιοπρεπές βιοτικό επίπεδο και ισότητα ευκαιριών κοινωνικής ανόδου, είναι απαραίτητες οι συνθήκες πολιτικής αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, δηλαδή ένα σύνολο συνταγματικά κατοχυρωμένων ατομικών και πολιτικών ελευθεριών. Μόνο υπό αυτές τις συνθήκες μπορούν να υπάρξουν διεκδικήσεις για οικονομική και κοινωνική ισότητα, και να ασκηθεί εποικοδομητική και αποτελεσματική πίεση στους εκάστοτε κυβερνώντες. Η κοινοβουλευτική(ή προεδρική) αστική δημοκρατία, με τους θεσμούς και τις διαδικασίες της, έχει επιβεβαιωθεί ιστορικά ως το μόνο πολιτικό σύστημα το οποίο υποχρεώνει την πολιτική εξουσία να λαμβάνει υπόψη τα αιτήματα και τις ανάγκες των πολιτών, στους οποίους λογοδοτεί τακτικά μέσω των εκλογών. Αυτό βεβαίως δεν σημαίνει ότι τα αντιπροσωπευτικά δημοκρατικά συστήματα λειτουργούν πάντα ικανοποιητικά και χωρίς παθογένειες(διαφθορά, μαύρο χρήμα κτλ), ούτε ότι αρκεί η τυπική ύπαρξη και λειτουργία των αντιπροσωπευτικών θεσμών, για να εξασφαλίσει μια υγιή και πραγματική δημοκρατία. Είναι όμως το απαραίτητο υπόστρωμα πάνω στο οποίο μπορούν να δοθούν αγώνες για ισότητα και ευημερία. Η κατάλυση των αστικών δημοκρατικών ατομικών και πολιτικών ελευθεριών με πρόσχημα την ανεμπόδιστη πάλη για ισότητα και ευημερία, φέρνει ακριβώς το αντίθετο αποτέλεσμα, αυταρχισμό και όξυνση των ανισοτήτων. Με άλλα λόγια, ενώ μπορεί να υπάρξει πολιτική δημοκρατία χωρίς να υπάρχει ουσιαστική κοινωνική δημοκρατία, και δίκαιη κατανομή του πλούτου(όπως σωστά επισήμανε ο Μαρξ, και όπως συμβαίνει σήμερα σε Ελλάδα και Ευρώπη, υπό την επικυριαρχία της
νεοφιλελεύθερης ορθοδοξίας), το αντίστροφο(δηλαδή κοινωνική δικαιοσύνη και ευημερία σε συνθήκες απουσίας ατομικών-πολιτικών ελευθεριών), είναι εξ’ ορισμού αδύνατο.
Το δεύτερο συμπέρασμα είναι ότι, για να υπάρξει στοιχειώδης οικονομική και κοινωνική δικαιοσύνη, αξιοπρεπές βιοτικό επίπεδο και ισότητα ευκαιριών κοινωνικής ανόδου, είναι απαραίτητες οι συνθήκες πολιτικής αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, δηλαδή ένα σύνολο συνταγματικά κατοχυρωμένων ατομικών και πολιτικών ελευθεριών. Μόνο υπό αυτές τις συνθήκες μπορούν να υπάρξουν διεκδικήσεις για οικονομική και κοινωνική ισότητα, και να ασκηθεί εποικοδομητική και αποτελεσματική πίεση στους εκάστοτε κυβερνώντες. Η κοινοβουλευτική(ή προεδρική) αστική δημοκρατία, με τους θεσμούς και τις διαδικασίες της, έχει επιβεβαιωθεί ιστορικά ως το μόνο πολιτικό σύστημα το οποίο υποχρεώνει την πολιτική εξουσία να λαμβάνει υπόψη τα αιτήματα και τις ανάγκες των πολιτών, στους οποίους λογοδοτεί τακτικά μέσω των εκλογών. Αυτό βεβαίως δεν σημαίνει ότι τα αντιπροσωπευτικά δημοκρατικά συστήματα λειτουργούν πάντα ικανοποιητικά και χωρίς παθογένειες(διαφθορά, μαύρο χρήμα κτλ), ούτε ότι αρκεί η τυπική ύπαρξη και λειτουργία των αντιπροσωπευτικών θεσμών, για να εξασφαλίσει μια υγιή και πραγματική δημοκρατία. Είναι όμως το απαραίτητο υπόστρωμα πάνω στο οποίο μπορούν να δοθούν αγώνες για ισότητα και ευημερία. Η κατάλυση των αστικών δημοκρατικών ατομικών και πολιτικών ελευθεριών με πρόσχημα την ανεμπόδιστη πάλη για ισότητα και ευημερία, φέρνει ακριβώς το αντίθετο αποτέλεσμα, αυταρχισμό και όξυνση των ανισοτήτων. Με άλλα λόγια, ενώ μπορεί να υπάρξει πολιτική δημοκρατία χωρίς να υπάρχει ουσιαστική κοινωνική δημοκρατία, και δίκαιη κατανομή του πλούτου(όπως σωστά επισήμανε ο Μαρξ, και όπως συμβαίνει σήμερα σε Ελλάδα και Ευρώπη, υπό την επικυριαρχία της
νεοφιλελεύθερης ορθοδοξίας), το αντίστροφο(δηλαδή κοινωνική δικαιοσύνη και ευημερία σε συνθήκες απουσίας ατομικών-πολιτικών ελευθεριών), είναι εξ’ ορισμού αδύνατο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου