Κυριακή 22 Απριλίου 2012

Εκλογικές αλχημείες

.....του Ραφαήλ Παπαδόπουλου



    Εν όψει εκλογών, έχει φουντώσει η συζήτηση για τους συσχετισμούς δυνάμεων που θα προκύψουν στην επόμενη Βουλή, και αν αυτοί θα επιτρέψουν το σχηματισμό μίας «βιώσιμης» και «σταθερής» κυβέρνησης.

Γύρω από το διακύβευμα αυτό, τα δύο (μέχρι πρότινος) μεγάλα κόμματα ερίζουν για το αν αυτή η κυβέρνηση θα πρέπει να είναι αυτοδύναμη ή συνεργατική, διεκδικώντας και τα δύο πειστήρια «υπευθυνότητας» και «εθνικής ευθύνης». Ελπίδα τους είναι πως η απόγνωση, η έλλειψη προοπτικής και κυρίως, ο φόβος για το μέλλον(που συστηματικά καλλιεργούν μέσω τρομοκρατικών διχαστικών διλημμάτων, με τη βοήθεια της πλειοψηφίας των ΜΜΕ), θα οδηγήσει και πάλι τους πολίτες στη λογική του «μη χείρον βέλτιστον», λειτουργώντας γι ακόμη μια φορά ως κολυμβήθρα του Σιλωάμ, για τα εγκληματικά τους λάθη και την προκλητική τους αλαζονεία. Με ρητορικά τεχνάσματα χειρίστης ποιότητας, επιχειρούν να διεκδικήσουν και πάλι την εξουσία, στην διαχείριση της οποίας απέτυχαν οικτρά, επικαλούμενοι την «κρισιμότητα της στιγμής» και παραβλέποντας το γεγονός ότι έχουν τερματίσει τον κύκλο της κυριαρχίας τους, αφού δεν εκπροσωπούν πλέον κανένα κοινωνικό αίτημα και προσδοκία. Εξάλλου τα ίδια αυτά κόμματα συνετέλεσαν καθοριστικά στην εξαθλίωση και την περιθωριοποίηση της, άλλοτε κραταιής, μεσαίας τάξης, που αποτελούσε το πολιτικό και εκλογικό τους έρεισμα.

Τι είναι αυτό που επιτρέπει στο ΠΑΣΟΚ και τη ΝΔ, ενώ δεν εκφράζουν κανένα όραμα και καμία ελπίδα ανάκαμψης και αποκατάστασης της κοινωνικής δικαιοσύνης της συνοχής, να συνεχίζουν να διεκδικούν την εξουσία, και μάλιστα με αξιώσεις; Η προσκόλληση στο «έμπειρο» και «δοκιμασμένο» πολιτικό προσωπικό των κομμάτων εξουσίας για την υπέρβαση της κρίσης , αν και εν μέρει αποτελεί μία εξήγηση, δεν είναι σίγουρα ικανοποιητική και επαρκής. Γιατί πίσω από αυτήν βρίσκεται κάτι πιο κρίσιμο: το εκλογικό σύστημα, δηλαδή ο τρόπος με τον οποίο υπολογίζονται οι έδρες που λαμβάνει το κάθε κόμμα στη Βουλή, βάσει του ποσοστού ψήφων επί του εκλογικού σώματος, που καταγράφει στις εκλογές.

Στην ελληνική περίπτωση, το εκλογικό σύστημα, με την ψευδεπίγραφη ονομασία «ενισχυμένη αναλογική», συμβάλλει ώστε, μέσω μίας σειράς προϋποθέσεων και περιορισμών, να νοθεύεται απροκάλυπτα η λαϊκή βούληση, και να μπορούν τα δύο κόμματα, με εξαιρετικά χαμηλά ποσοστά, να συγκεντρώνουν ευρείες κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες, διαιωνίζοντας το μονοπώλιο της κοινοβουλευτικής εκπροσώπησης, και εξασφαλίζοντας τα προνόμια που αυτό συνεπάγεται(αυξημένη κρατική και ειδική εκλογική χρηματοδότηση, αυξημένος χρόνος τηλεοπτικής προβολής κτλ). Οι δύο περισσότερο προκλητικές αντιδημοκρατικές διατάξεις, που καθιστούν το σύστημα ουσιαστικά πλειοψηφικό, με υποεκπροσώπηση των μικρών και υπερεκπροσώπηση των μεγαλύτερων κομμάτων, είναι δύο; 1) Το πριμ 50 εδρών στο πρώτο σε ψήφους κόμμα και 2)η αποθάρρυνση των εκλογικών συνασπισμών μικρότερων κομμάτων, αφού για να λάβει ένας συνασπισμός κομμάτων το πριμ εδρών, θα πρέπει ο μέσος όρος του(ποσοστό του συνασπισμού, δια τον αριθμό των συνεργαζόμενων κομμάτων), να είναι μεγαλύτερος από το ποσοστό του πρώτου σε ψήφους αυτοτελούς κόμματος. Έτσι, το (θεωρητικό) απαραίτητο ποσοστό για να εξασφαλίσει ένα κόμμα αυτοδυναμία(50% των εδρών συν μία), είναι μόλις 40,4%, ενώ πιθανόν ένα αυτοτελές κόμμα με πολύ μικρότερο αριθμό ψήφων να καταλάβει πολύ περισσότερες κοινοβουλευτικές έδρες από έναν συνασπισμό κομμάτων! Όλα αυτά, με την συναίνεση ΠΑΣΟΚ-ΝΔ, και με την ανούσια δικαιολογία της «κυβερνητικής- πολιτικής σταθερότητας», είναι που επιτρέπουν στα δύο κόμματα να διεκδικούν κυρίαρχο ρόλο στη διακυβέρνηση της χώρας, ενώ, σύμφωνα με τα τελευταία δημοσκοπικά ευρήματα, δεν συγκεντρώνουν αθροιστικά ούτε το 1/3 των προτιμήσεων των εκλογέων.

Τέτοιου τύπου εκλογικές αλχημείες, είναι προφανές ότι όχι μόνο δεν εξασφαλίζουν, αλλά υπονομεύουν την σταθερότητα και την (μακροπρόθεσμη) επιβίωση της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, αφού ουσιαστικά καταργούν την δεσμευτική εξάρτηση των εκλεγμένων βουλευτών από τη λαϊκή βούληση. Αυτό είναι εξαιρετικά επικίνδυνο, ιδιαίτερα σε περιόδους κρίσης εμπιστοσύνης στο πολιτικό σύστημα. Μία τέτοια κρίση διάγει σήμερα το ελληνικό πολιτικό και κομματικό σύστημα. Κατά συνέπεια, πρώτη και απαραίτητη προϋπόθεση για την αντιμετώπισή της, είναι η αποκατάσταση της γνήσιας έκφρασης της βούλησης των πολιτών, με την καθιέρωση ενός πραγματικά αναλογικού εκλογικού συστήματος. Αυτό σημαίνει την κατάργηση του πριμ των 50 εδρών στο πρώτο κόμμα, καθώς επίσης και την ισότιμη, χωρίς προϋποθέσεις, εκπροσώπηση των συνασπισμών κομμάτων, με ταυτόχρονη όμως διατήρηση του ορίου εισόδου στη Βουλή(3% των έγκυρων ψηφοδελτίων).

Αυτή η ουσιαστική αλλαγή θα άνοιγε το δρόμο, για τον τερματισμό της μονοπωλιακής άσκησης της εξουσίας από τα μεγάλα κόμματα, θα ενίσχυε τον πλουραλισμό και την δημοκρατική νομιμοποίηση του συστήματος, αφού περισσότερες ιδεολογικές και πολιτικές τάσεις θα εκπροσωπούνταν κοινοβουλευτικά. Παρά τους κινδύνους που ενέχει ο πιθανός κατακερματισμός του πολιτικού σκηνικού(με κυριότερο την ενίσχυση εξτρεμιστικών κομμάτων), αυτοί αποτελούν το τίμημα της πραγματικής δημοκρατίας, ενώ τα οφέλη που συνεπάγεται ο κατακερματισμός αυτός, είναι μεσοπρόθεσμα πολύ σημαντικότερα και αναγκαία για την άρση του αδιεξόδου. Αναφέρω συνοπτικά δύο από αυτά, ιδιαίτερα κρίσιμα στη σημερινή συγκυρία: Πρώτον, τα λεγόμενα «κόμματα διαμαρτυρίας», που μέχρι σήμερα αποκλείονται από την εξουσία, εισπράττοντας, επιτυχώς ή όχι, την κοινωνική δυσαρέσκεια από τις κυβερνητικές αποφάσεις, θα συμμετείχαν στην εξουσία και θα υποχρεώνονταν να θέσουν σε εφαρμογή τις ιδέες τους, ανανεώνοντας προγράμματα και πρόσωπα, αναλαμβάνοντας πολιτική ευθύνη και συμβάλλοντας στην αποσαφήνιση των ιδεολογικών και πολιτικών διαφορών και δίνοντας ξανά περιεχόμενο στην πολιτική αντιπαράθεση . Δεύτερον, θα εδραιωνόταν ένα πραγματικό κλίμα συνεργασίας μεταξύ των κομμάτων και πολιτικής σύνθεσης, επιβεβλημένο από το εκλογικό σώμα, και όχι κατασκευασμένο για να αποτρέψει την κατάρρευση κρατικοποιημένων κομματικών ελίτ, όπως συμβαίνει σήμερα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου