.....της Πηνελόπης Ζουμπουλάκη
Πώς άρχισαν τα πράγματα μη με ρωτάς.
Γιατί ούτε που θυμάμαι.
Το μόνο που θυμάμαι είναι
ότ' είδα τα μάτια σου να αστράφτουν από μακριά
λάμψεις οικείες, θαλπωρότροφες, αδάμαστες μες το εξημέρωμά τους
τόσο όμορφες, που έμεινα έκπληκτη για το πώς ταίριαζαν
με το λιγοστό φως στα φαναράκια του διερευνητικού μου βλέμματος.
Τέτοια γλυκιά αντίθεση και, όμως, τέτοια απαράλλαχτη πηγή φωτός
στους φωτισμένους κόσμους μας.
Κι έτσι σιώπησα.
Δεν είναι πως δεν ήθελα να σου μιλήσω.
Μα, όπως σου 'πα, προτιμούσα τη σιωπή.
Πώς να επιτρέψω σε μερικές μικρούλες νεογνωριμιακές λεξούλες
να ανακόψουν τη ροή μιας τέτοιας έξαφνης φωτοχυσίας
στη μέση του δικού μου πουθενά;
Γι' αυτό σιώπησα
κι αρκέστηκα να σε παρατηρώ
και να αφουγκράζομαι
πώς ανεπαίσθητα κι αβίαστα κυλούσε η σκέψη
πάνω στους πρωτάκουστους μη προσχεδιασμένους στίχους
των αυθόρμητων εκφράσεων του προσώπου σου,
σε κάθε ελαφρύ ανασήκωμα του γέλιου ή των ματιών σου
ή του αχθοσκεπτοφόρου μετώπου σου,
που απ' το ασήκωτο των σκέψεων
ρυτίδιαζε και έπαιρνε άλλα χρώματα σε κάθε συνοφρύωμα.
Κι έτσι προσπέρασα, δήθεν αδιάφορα, αυτό που τόσο ήθελα να γνωρίσω.
Σε απόλαυσα αρκετά εξ' αποστάσεως τη μέρα εκείνη
κι άλλωστε
κάποι' άλλη συντροφιά έτρεφε τη συζήτησή σας,
αυτήν που διακαώς -δεν- ήθελα να διακόψω.
Την επομένη, "Γεια" μου έτεινες το χέρι.
Ήθελες να μου συστηθείς, το θεωρούσες απαραίτητο
μα εγώ
σε ήξερα
και στο 'πα νομίζω πως σε είχα καταλάβει
-μετά κατάλαβα ότι προδώθηκα που στο 'πα-
μα αυτό δεν έχει σημασία τώρα πια,
τώρα που έχω φτάσει ως εδώ, τώρα που πια γνωρίζεις.
Τι σημασία έχει να κρυφτώ;
Ένα ολόκληρο απόγευμα, προφάσεως του καφέ,
μέχρι το βράδυ, προφάσεως της ορέξεως για περπάτημα,
κι ύστερα ως το σπίτι μου
νομίζω πως κατάλαβες εκείνα που δεν τόλμησα να πω
εκείνα που δεν τόλμησες ούτε κι εσύ
μέσα σου ν' αντικρύσεις.
Φθαρμένα σταχ(τ)υολογήματα, που έπεφταν
γιατί από κάτω ξεφυτρώναν άλλοι καταπράσινοι βλαστοί
πραγματικής δια(συγκατα)θέσεως για αγάπη.
Για πόσο πια, για πόσο θα επιμένεις
να διατηρείς μές στην καρδιά σου ξεραμένα φύλλα,
τα νεκρά φύλλα της υπερηφάνειας;
Έφυγαν πια, δεν πρόκειται να ξανανθίσουν.
Κοίταξέ με...
Γιατί δε μου μιλάς, γιατί με αποφεύγεις
-όταν εκείνη είναι μπροστά-
γιατί νομίζεις πως όσα δεν κρύβονται
μπορείς εσύ μεμιάς να κρύψεις;
Κι έτσι το βλέμμα σου αποσύρεις όταν εγώ το ψάχνω
κι όταν το βρίσκω επιτέλους, τότε εσύ χάνεσαι μέσα στο πλήθος;
Δε θα πω άλλα, θα αρκεστώ σ' αυτά.
Γιατί θα καταλάβεις με τον καιρό
ότι μπορώ να περιμένω, ότι μπορώ
να καταλάβω, να αφουγκραστώ, να αγκαλιάσω
και να σκύψω τρυφερά πάνω απ' τους νεογιλούς βλαστούς μου
ώσπου να δυναμώσουν
και να διεκδικήσουν λίγο παραπάνω φως
για να ωριμάσουν υγιώς κάτω απ' τα θαύματα φωτός
της ολόδικής σου συμπράξεως στο καινεσιουργό φυτώριό μας.
(Σημείωση: Δια παρακλήσεως μιας φίλης αυτό το ποίημα εμπνευσμένο, στη ζωή της βασισμένο και εξαιρετικά αφιερωμένο)
εξαιρετικό, Πηνελόπη. Μου άρεσε πάρα πολύ!
ΑπάντησηΔιαγραφήΆννα Αγγελοπούλου