....του Θωμά Καλοκύρη
Θεσσαλονίκη. Η πανσέληνος.
Ο Αύγουστος.
Το αχνό ηλιοβασίλεμα
πάνω απ’ τα φώτα της πόλης και κάτω από μια πανορώσα οντότητα - το ολόγιομο
φεγγάρι. Το φεγγάρι, που παρόλη τη λαμπρότητα του είναι εκεί για να μας θυμίσει
πως το φως του είναι δανεικό. Πώς δανεικό είναι κι αυτό.
Η ανάμνηση γίνεται
τόση ισχυρή κάτω απ’ το περίβλημα της νοσταλγίας. Όχι μία στιγμή, όχι μια
σκηνή. Δεν είναι αυτές που με καθηλώνουν. Είναι ένα παλιό γνώριμο συναίσθημα,
παραχθέν από ένα συνονθύλευμα στιγμών. Στιγμών, συγκινήσεων, σκέψεων, στίχων,
λέξεων. Γεμάτο από «αν», από «ίσως», από σταγόνες του τότε. Είναι στιγμές που
ζούμε στο παρελθόν μας. Όχι σε συγκεκριμένες στιγμές, όχι σε συγκεκριμένες
σκηνές. Στο αόριστο συναίσθημα που μένει εκεί, μόνο αυτό στη θέση των χαμένων
στιγμών. Των περασμένων. Εκείνων που χάθηκαν για πάντα.
Τα φώτα της πόλης. Η
πανσέληνος. Ο Αύγουστος.
Μια μελωδία. Μία
μυρωδιά. Ένα βλέμμα. Μικρά ερεθίσματα που αναβιώνουν τις χαμένες στιγμές. Τις
στιγμές που, τόσο στιγμιαία, ακόμη κι συ το πίστεψες. Πως δε χαθήκαν τελικά.
Τα φώτα της πόλης. Η
πανσέληνος. Ο Αύγουστος.
Η στυφνή γεύση του
τσιγάρου στο στόμα. Η μυρωδιά της νύχτας. Η ζωή, η ζωή παντού. Είναι στιγμές
που το πιστεύεις. Ακόμη κι εσύ που κάθεσαι σ’ ένα μουντό γραφείο, ευχόμενος να
ζούσες αλλιώς. Πώς για να ζήσεις πρέπει να ονειρεύεσαι. Να είσαι απεγνωσμένα
ρομαντικός. Κάθε ανάσα σου να πλάθει στίχους, προορισμένους να χαθούν με το πιο
αμυδρό φύσημα του αέρα. Γιατί έτσι η ζωή αντιστέκεται. Τη θαυμάζεις. Γιατί έτσι
η στιγμή στέκεται. Τη γεύεσαι.
Τα φώτα της πόλης. Η
πανσέληνος. Ο Αύγουστος.
Ένα τριαντάφυλλο στο
μαύρο καναπέ. Ένα κολιέ, το δικό της κολιέ. Λίγοι στίχοι. Μερικές ανάσες. Πόσες
ανάσες ανά δευτερόλεπτο στοχάζονται τον κόσμο άραγε; Των ανθρώπων κι όλων των
ζωντανών, των φυτών, ακόμη και η νύχτα –μπορείς να το νιώσεις; - ανασαίνει.
Ακόμη κι εσύ που δε το σκέφτηκες ποτέ, που δε τ’ ονειρεύτηκες ποτέ, που δε τ΄
έζησες ποτέ. Νιώθω και τη δική σου ανάσα.
Εκφράσου, φώναξε
δυνατά, χάρισε λέξεις, χάρισε στιγμές, χάρισε σκέψεις, είναι ότι πιο πολύτιμο
δημιούργησες ποτέ σου · η αγάπη γύρω σου. Ας ενωθούν οι σκέψεις μας κι οι
λέξεις μας - όλων των ανθρώπων. Τ’ όνειρα κι οι διαψεύσεις μας ας γίνουν ένα,
μοναδικά κι αθάνατα. Όπως οι αναπνοές μας. Σ’ ένα κόσμο που κάθε τι μέσα του
και γύρω του αναπνέει, φώναξε το. Κι ας το ξέρουν όλοι. Είμαστε ζωντανοί.
Ονειρευόμαστε. Αναπνέουμε. Ας είναι αυτό το πιο ισχυρό μας όπλο.
Τα φώτα της πόλης. Η
πανσέληνος. Ο Αύγουστος.
Ο παππούς μου στο
νοσοκομείο. Αδύναμος. Το νιώθω. Νιώθω την αναπνοή του. Μαζί με τη νύχτα. Κι
όταν σταματήσει να αναπνέει θα το νιώσω. Η νύχτα όχι. Ο κόσμος όχι.
Τα φώτα της πόλης. Η
πανσέληνος. Ο Αύγουστος.
Είσαι ρομαντικός.
Ακόμη κι εσύ που δε το σκέφτηκες ποτέ σου. Που τις νύχτες ονειρεύεσαι λεφτά,
αυτοκίνητα, δόξα, αγοραίο σεξ. Γιατί αναπνέεις. Κι εγώ νιώθω την αναπνοή σου.
Μαζί με την νύχτα. Κι όταν σταματήσεις να αναπνέεις ίσως κάποιοι θα το νιώσουν.
Εγώ όχι. Όχι η νύχτα. Ο κόσμος όχι.
Τα φώτα της πόλης. Η
πανσέληνος. Ο Αύγουστος.
Είμαι ρομαντικός.
Ακόμη κι εγώ που τη μέρα αγωνίζομαι για λεφτά, δόξα, φήμη. Γιατί θέλω να αποπνέω
δύναμη, ασφάλεια.. Κι έτσι να νιώθω τη ζεστασιά της ανθρώπινης αποδοχής. Όμως,
συχνά το ξεχνάω. Πως αναπνέω. Γι’ αυτό το γράφω. Για να το σκεφτώ. Για να το
ζήσω. Αναπνέω. Κι εσύ νιώθεις την αναπνοή μου. Κι όταν σταματήσω να αναπνέω
ίσως κάποιοι θα το νιώσουν. Εσύ όχι. Όχι η νύχτα. Ο κόσμος όχι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου