Τετάρτη 12 Σεπτεμβρίου 2012

ακόμη γυρίζω (μέρος β’)


Γυρνώντας πια, αρχίσαμε να μετράμε πτώματα (κυριολεκτικά) και να μιλάμε με τους φίλους μας τα ζόμπι. Πόσες ειδήσεις μπορείς να καταναλώσεις όταν ακόμη στις φλέβες σου κυλάει θαλασσινό νερό; Πόσο λιγότερη αντοχή έχεις ν’ αντιμετωπίσεις την ιδέα ότι ένας άνθρωπος σέρνεται δεμένος πάνω σ’ ένα αυτοκίνητο; Φυσικά, είναι ένα τεράστιο ψέμα ότι πας κάπου για κάμποσο και γεμίζουν οι «μπαταρίες». Αυτό που μπορούμε να πούμε ότι συμβαίνει είναι ότι κλέβεις εικόνες από μια ζωή που ίσως, που θα μπορούσε, που κάποτε δεν ντρεπόμαστε να μιλήσουμε γι’ αυτή. Τώρα, σφίγγουμε με τη μέγιστη ανακούφιση τον λίγο, τον ελάχιστο μισθό. Γυρνάς και καταπιάνεσαι με την αριθμητική ( βάλε κάτω τους λογαριασμούς), ενώ λίγες ώρες πριν, περπατώντας σε σκοτεινό δρόμο, νόμισες πως έβλεπες πιο καθαρά απ’ ότι σε κεντρική λεωφόρο παραμονή Χριστουγέννων. Γυρνάς με μια ατέλειωτη επιφύλαξη και ίσως γυρνάς κάποτε και λίγο πιο υποψιασμένος ή λίγο πιο φτερωτός. Αυτό όμως σε δυο βδομάδες θα το ‘χεις χάσει. Αναπόφευκτα. Δεν θα σε σώσουν τα βιβλία, οι μουσικές, οι φίλοι. Η πραγματικότητα πάντα θα ακούγεται πιο δυνατά.



Γυρνάς και κάνεις συνεχώς τη συζήτηση που κάνει με τον εαυτό του ο old boy «Πώς μπορείς να είσαι ευτυχισμένος στο ελληνικό φθινόπωρο του 2012;» και «Τι σημασία έχει το πόσο δυνατός είσαι ή από το πού μπορείς να αντλήσεις αισιοδοξία, όταν ο κόσμος χαλάει γύρω σου;»
Πώς μπορείς όχι να είσαι ευτυχισμένος, αλλά πώς μπορείς έστω να συνεχίσεις χωρίς να γκρεμοτσακίζεσαι σε κάθε στροφή; Το ερώτημα δεν είναι ρητορικό και ζητά εναγωνίως απάντηση. Μάλιστα γίνεται δυσκολότερο, αφού δεν έχεις να αντιμετωπίσεις μόνο το ότι χαλάει ο κόσμος, υλικά, οικονομικά και λοιπά. Έχεις να αντιμετωπίσεις πιθανότατα – όπως τουλάχιστον υποψιάζεσαι, ακόμη και στις καλοκαιρινές διακοπές – μια γενική διολίσθηση. Μια κατηφόρα που στο πλάι της έχει πραγματικό φασισμό, πραγματικούς νεκρούς, πραγματικό ξαναγράψιμο της ιστορίας, πραγματική αηδία για την κοινωνία όπως κάθε μέρα διαμορφώνεται.

Ανυπολόγιστη γκρίνια, απίθανη μιζέρια μου τρώνε τα σωθικά. Το πιο γλυκό ποτό τώρα θα ήταν μια δήλωση παραίτησης, μια παραδοχή της ήττας σε όλα τα επίπεδα και μετά απλά η καθημερινή μάχη για την προσωπική επιβίωση.



Εκείνη ακριβώς την ώρα δεν θα βάλω το ποτήρι στα χείλη μου. Ας μην ξαναλέω τα γνωστά και χιλιοειπωμένα. Τα βιβλία μου, οι φίλοι, τα τραγούδια (που κι αυτά τίθενται εν εμφιβόλω βέβαια μετά την ολομέτωπη επίθεση που δέχονται όταν παριστάνουν τα χαλιά στις συγκεντρώσεις των φασιστών ), τα λόγια καρδιάς που επιμένουν να σε σηκώνουν μετά από κάθε πτώση. (Να που τα είπα).

Πιθανά να μην μπορούμε πια να βάλουμε φρένο. Κι όμως αν ο καθένας γράφει ή συμμετέχει σε κινήσεις και ομάδες ή δημιουργεί όπως μπορεί ή διαδηλώνει ή κάνει ότι μπορεί τέλος πάντων, δεν το κάνει γιατί περιμένει το αποτέλεσμα. Δεν το κάνει μόνο και μόνο γιατί πρέπει να πετύχει κάτι, με την έννοια ότι αν του έλεγε κάποιο μέντιουμ ότι η προσπάθειά του θα είναι αναποτελεσματική, αυτό δεν θα τον έκανε να σταματήσει. Οι πράξεις του καθενός δείχνουν ποιός είναι. Η ιδεολογία, ο τρόπος συμπεριφοράς, οι ενέργειες δεν είναι απλά μέσα για να επιτευχθεί μια διαφορετική μορφή οργάνωσης της κοινωνίας ή ένας καλύτερος μισθός. Η ιδεολογία είναι η χαρά, η ομορφιά των ιδεών, το βαθύτερο όνειρο του καθενός. Οι πράξεις του είναι ο εαυτός του, η γύμνια μπροστά στον καθρέφτη.

Όλα αυτά τα απαράδεκτα κοελικά δεν τα λέω για να χρυσώσω το χάπι. Τα λέω ως ένα κάποιο αντιστάθμισμα στην επελαύνουσα μιζέρια. Δεν μπορείς να κλείνεις τα μάτια στην πραγματικότητα, αλλά δεν μπορείς να την αφήνεις να σε καταπιεί. Μπορείς να παλέψεις με το μαχαίρι στα δόντια, με μανία, με λύσσα για να την ανατρέψεις και μακάρι. Αλλά αυτή η μάχη τείνει να σε κάνει να ξεχάσεις τι είναι αυτό που σε έσπρωξε σε αυτή. Δεν είναι το μίσος για τους φασίστες. Δεν είναι η ακρίβεια του φροντιστηρίου που έσπρωξε να δημιουργηθεί μια κίνηση αλληλεγγύης από καθηγητές. Είναι η αγάπη για τη ζωή. Είναι εκείνη η φαντασία που κάποτε είχαμε για το πώς μπορούν να ζουν οι άνθρωποι.

Μέσα στην βροχή των σκατών που μας βομβαρδίζουν καθημερινά, μπροστά στο κακό που έρχεται, μου φαίνεται ότι (πολλοί από μας) ξεχνιόμαστε. Υποκύπτουμε σε μια ατέλειωτη μιζέρια και μια ανόητη ηττοπάθεια, λες και οι ενέργειές μας εξαρτώνται από το αν η πρώην πασοκίλα θα θελήσει επιτέλους να σταματήσει τη λεηλασία κι όχι απλά να αλλάξει τους τρόπους της. Δεν είναι ήττα να μπαίνεις στη μέση για να σωθεί ένας μετανάστης. Δεν είναι ήττα μια συλλογική κουζίνα. Δεν είναι ήττα να κατεβαίνεις στο δρόμο. Δεν είναι ήττα να τσακωνόμαστε για την πολιτική κατάσταση. Ήττα είναι να δεχτείς το φασισμό αμαχητί. Ήττα είναι να κρίνεις τις ιδέες σου ή τον κόσμο με βάση το φριχτό αποτέλεσμα που βλέπεις κάθε μέρα έξω.

Υπάρχει κάτι ζωντανό. Υπάρχει κάτι ελεύθερο, όμορφο, συγκινητικό. Υπάρχει μια γλυκιά υπόγεια μελωδία που συνδέει ένα σωρό ανθρώπους και χώρους. Υπάρχει, είμαι σίγουρος. Το είδα και το βλέπω. Ακόμη και στη χειρότερη μάχη, ακόμη και στο σκοτωμό, βλέπω ανθρώπους να τρέχουν να βοηθήσουν εξαιτίας αυτής της ωραίας ιδέας που έχουν για τη ζωή και τους άλλους.

Το είδα και μπορώ μόνο να υποκλίνομαι σε αυτούς που επιμένουν να προστατεύουν τους μετανάστες, που επιμένουν να βοηθάνε τις πουτάνες, που επιμένουν να διαβάζουν και να γράφουν για τους αδύναμους, που επιμένουν να προσπαθούν σε ένα ατομικιστικό και κυνικό σύμπαν να αναζητούν αδιάκοπα συντρόφους παντού. «Τους βγάζω το καπέλο που δεν φοράω και σφίγγω το χέρι τους, που δεν βρίσκω πουθενά» που έλεγε και μια ψυχή.

Ας μεθάμε, ας γελάμε και ας μαχόμαστε όπως μπορεί ο καθένας. Δεν τελειώνει η αγάπη για τη ζωή, ούτε και οι ωραίοι άνθρωποι.












http://tovytio.wordpress.com/2012/09/07/back_to_the_dead/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου