.....του Ραφαήλ Παπαδόπουλου
Αναντίρρητα, η θρησκεία είναι ένας από τους σημαντικότερους παράγοντες που έχουν καθορίσει τον ρου της ανθρώπινης ιστορίας από αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι τις μέρες μας. Και παρά τον υποτιθέμενο αυστηρό διαχωρισμό Εκκλησίας- Κράτους(δηλαδή πολιτικής και θρησκευτικής εξουσίας) που έχει λάβει χώρα σχεδόν σε όλη την Ευρώπη μετά τη Γαλλική Επανάσταση, και τον οποίο επικαλούνται τόσο πολιτικοί όσο και θρησκευτικοί παράγοντες κάθε φορά που προκύπτει κάποιο σχετικό ζήτημα, μία πιο προσεκτική ματιά στην ιστορική διαδρομή και τις καταβολές του θρησκευτικού φαινομένου, αποκαλύπτει την ουσιωδώς πολιτική του φύση.
Θα επιχειρήσω τώρα να δείξω ότι κάθε θρησκεία, με προεξέχουσες τις δύο μεγάλες μονοθεϊστικές(Χριστιανισμός και Ισλάμ) ενέχει στα ίδια της τα δόγματα, μία εξουσιαστική (και δυνάμει αυταρχική) αντίληψη. Η πίστη στην ύπαρξη ενός ανώτερου όντος, παντοδύναμου που μπορεί να επηρεάσει την ανθρώπινη μοίρα ανεξαρτήτως των φυσικών νόμων και κάνει χρήση της παντοδυναμίας του, συνδέεται άμεσα με την αδυναμία του ανθρώπου να εξηγήσει και να αντιμετωπίσει με τον ορθό λόγο γεγονότα και καταστάσεις που τον αφορούν(παλαιότερα ήταν π.χ τα φυσικά φαινόμενα ενώ σήμερα μπορεί να είναι μία απροσδόκητη και ανεξήγητη φυσική καταστροφή ή η απώλεια ενός αγαπημένου προσώπου). Η αδυναμία αυτή, πραγματική ή φανταστική, ωθεί τον άνθρωπο, απελπισμένο, να αναζητήσει καταφύγιο και βοήθεια από το Υπέρτατο Ον. Επειδή όμως ο άνθρωπος δεν μπορεί να έρθει σε επαφή με μία εξωκοσμική πνευματική οντότητα, την διαμεσολάβηση αναλαμβάνει ο επίγειος θεράπων της, ο ιερέας. Έτσι, η θρησκευτική εξουσία μετατρέπεται από θεϊκή (και άρα πνευματική) σε ανθρώπινη(και άρα πολιτική). Ο άνθρωπος απευθύνεται στον εκπρόσωπο της επουράνιας εξουσίας για να του λύσει τα προβλήματα που αδυνατεί η αδιαφορεί να λύσει η επίγεια(κυβέρνηση ή επιστημονικό προσωπικό) και τον υπακούει χωρίς αντίρρηση προκειμένου να πετύχει το στόχο του.
Η θρησκευτική εξουσία, έχοντας επίγνωση της πλεονεκτικής της θέσης σε σχέση με τις άλλες μορφές εξουσίας, έχει προσπαθήσει διαχρονικά να εδραιώσει την κυριαρχία της επί του αδύναμου ποιμνίου. Για το σκοπό αυτό, χρησιμοποιεί κυρίως δύο εργαλεία. Πρώτο, τη θέσπιση και την επιβολή ενός πολύ συγκεκριμένου κώδικα ζωής και συμπεριφοράς στους πιστούς,(π.χ η μπούργκα στις ισλαμικές χώρες και η καταδίκη της αυτοχειρίας στο χριστιανισμό) που συνάδει με τις αρχές της κάθε θρησκείας, τις οποίες καθορίζει η ίδια η εξουσία αυθαίρετα και ιδιοτελώς, και ο οποίος πρέπει να τηρείται απαρέγκλιτα, υπό το φόβο της τιμωρίας που μπορεί να φτάνει από τον αφορισμό μέχρι και τα βασανιστήρια και την πυρά(κυρίως στο Μεσαίωνα και την Αναγέννηση). Το δεύτερο εργαλείο, εξίσου αποτελεσματικό, αφορά στη μεταθανάτια αμοιβή ή τιμωρία του πιστού ανάλογα με τις πράξεις του στην επίγεια ζωή. Και εδώ, οι αρμόδιοι δεν υστέρησαν σε επινοητικότητα (από τα πανέμορφα παραδείσια τοπία μέχρι την αιώνια φωτιά της Κόλασης)
Όπως έδειξα προηγουμένως, η θρησκευτική εξουσία στηρίζει την επιρροή της στους ανθρώπους σε προβλήματα που δεν μπορούν να επιλυθούν ορθολογικά από την πολιτική και την επιστήμη, αγνοώντας και περιφρονώντας τον φυσικό κόσμο και την ανεξάρτητη ανθρώπινη δράση. Τέτοια προβλήματα υπήρξαν και υπάρχουν ως και σήμερα άφθονα, γι' αυτό και η θρησκεία εξασφαλίζει ένα αυτόνομο πεδίο δράσης, αμείωτο και απρόσβλητο από τις άλλες εξουσίες, στο οποίο είναι απολύτως κυρίαρχη. Έτσι εξηγείται πως η θρησκεία όχι μόνο κατάφερε να παραμείνει αλώβητη από όλα τα καθεστώτα στην παγκόσμια ιστορία(ακόμα και από αυτό που συνειδητά και λυσσαλέα την πολέμησε, τον υπαρκτό σοσιαλισμό) αλλά επηρέασε και επηρεάζει σημαντικά, αν και πιο συγκαλυμμένα από ότι παλαιότερα την κοινωνική και πολιτική ζωή σε πολλά μέρη του κόσμου Το τζιχάντ και οι Σταυροφορίες είναι πόλεμοι που υποκινήθηκαν από τις κατά τόπους θρησκευτικές εξουσίες, αν και είχαν άλλα κίνητρα. Στη σύγχρονη εποχή, πολλά καθεστώτα στις ισλαμικές χώρες είναι θεοκρατικά(π.χ Ιράν) ενώ στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ πολλά πολιτικά ζητήματα αντιμετωπίζονται με όρους θρησκευτικής πίστης (π.χ ένα από τα κύρια επιχειρήματα των πολεμίων της θανατικής ποινής είναι ότι δεν μπορείς να πάρεις κάτι που δεν μπορείς να δώσεις, εννοώντας ότι την ανθρώπινη ζωή την δίνει και την παίρνει μόνο ο Θεός, κάτι που διαψεύδει η καθημερινή εμπειρία). Η αλληλεπίδραση κρατικής-θρησκευτικής εξουσίας εξηγεί επίσης τον πολιτικά συντηρητικό ρόλο της Εκκλησίας σε πολλές περιπτώσεις, όπως η καταδίκη των ιδεών του Διαφωτισμού που καταργούν, μέσω των επιστημονικών και πνευματικών επιτευγμάτων του 18ου-19ου αιώνα τη θεοκρατική σκέψη, καθώς και η καταδίκη της Ελληνικής Επανάστασης, ως προϊόντος των νέων ιδεών. Αργότερα, η ίδια η εκκλησία, ως Εκκλησία της Ελλάδος, ανεξάρτητη πλέον από το οικουμενικό πατριαρχείο, υιοθέτησε τα εθνικά οράματα που πρωτύτερα απέρριπτε μετά βδελυγμίας. Δεν είναι τυχαίο ότι αυτό συνέβη από τη δεκαετία του 1870, όταν εμφανίστηκαν και άλλοι βαλκανικοί εθνικισμοί, ανταγωνιστικοί του ελληνικού(βουλγαρικός, σερβικός, ρουμανικός), οπότε το ζήτημα της εθνικής ολοκλήρωσης έγινε πολιτικά κυρίαρχο, κάτι που η θρησκευτική εξουσία δεν μπορούσε να αγνοήσει. Έτσι, με μία εντυπωσιακή στροφή, όχι μόνο συνέδραμε το κράτος στην εθνική υπόθεση,(Μακεδονικός αγώνας) αλλά, παραποιώντας την ιστορία, παρουσίασε την εκκλησία διαχρονικά και αταλάντευτα μαχόμενη για τους εθνικούς στόχους. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι η θρησκευτική εξουσία δεν έχει χρησιμοποιηθεί για προοδευτικούς σκοπούς, ανάλογα με τις ιδέες και τις επιδιώξεις του εκάστοτε φορέα της. Αυτό όμως δεν την καθιστά λιγότερο ιδιοτελή, επιδέξια και ενίοτε σκληρή και άδικη, από οποιαδήποτε άλλη εξουσία.
Κλείνοντας, ωφέλιμο είναι να επισημανθούν δύο καίριες αντιφάσεις στη βάση της Χριστιανικής παράδοσης, που πηγάζουν από την προσπάθεια των εκπροσώπων της να συγκαλύψουν την εξουσιαστική της διάσταση για να νομιμοποιηθούν ευκολότερα στα μάτια των απλών ανθρώπων, πράγμα που το Ισλάμ δεν επιχείρησε ποτέ. Πρώτον, μία θρησκεία αγάπης και συγχώρεσης, όπως διατείνεται ότι είναι ο Χριστιανισμός, είναι ασυμβίβαστη με το φόβητρο του αιώνιου μαρτυρίου, αφού στην πράξη καταργεί την απόλυτη ελευθερία επιλογής του ανθρώπου, στην οποία υποτίθεται ότι βασίζεται. Οι πιστοί δεν ζούνε σε έναν κόσμο φτιαγμένο κατά τα πρότυπα της τέλειας αρετής, μάλλον το αντίθετο. Η προσπάθεια υποκατάστασης της ηθικής σχετικότητας, η οποία χαρακτηρίζει τις ανθρώπινες κοινωνίες, από τους απόλυτους, άκαμπτους και απαράβατους κανόνες της χριστιανικής ηθικής(π.χ καταδίκη και περιορισμός των σαρκικών σχέσεων άνδρα- γυναίκας με αποκλειστικό σκοπό την τεκνοποιία) είναι παράλογη και εκ των προτέρων καταδικασμένη. Η δεύτερη αντίφαση έχει να κάνει με το συνδυασμό αγαθότητας και παντοδυναμίας του Θεού με την παράλληλη αδιαμφισβήτητη κυριαρχία της αδικίας και της εκμετάλλευσης στις ανθρώπινες σχέσεις. Αυτός ο διάτρητος συνδυασμός καταρρίπτεται ολοσχερώς από δύο αυταπόδεικτες υποθέσεις του Ντέιβιντ Χιούμ , τις οποίες παραθέτω αυτολεξεί <<Αν ο Θεός βλέπει το κακό και με τη θέλησή του το επιτρέπει, τότε δεν είναι αγαθός. Αν βλέπει το κακό και δεν μπορεί να το αποτρέψει, δεν είναι παντοδύναμος>>.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου