Τα καλοκαίρια νιώθω λίγο λιγότερο ευρωπαίος.
Μ’ αρέσει περισσότερο η κρυμμένη αγριάδα του Σουνίου, ο επαρχιακός δρόμος που καταλήγει σ’ ένα δυνατό καφέ στη Ζάτουνα κοιτάζοντας μόνο τα απέναντι βουνά.
Κάθε καλοκαίρι τα μάτια μου παύουν να λειτουργούν σαν παραμορφωτικοί καθρέφτες και γίνονται επιτέλους διάφανες αυλαίες. Τ’ ανοίγω κι αντί για φανάρια και τροχονόμους, βλέπω ένα κερασμένο καρπούζι στη Δονούσα μέσα σε μια κόκκινη λεκάνη. Αντί για οπλισμένους στολάνθρωπους στην Ιπποκράτους και ουρές στα ΑΤΜ, βλέπω τα στενά γύρω απ’ το μιναρέ στην Κομοτηνή.
Νιώθω τον αέρα που δε σ’ αφήνει να περπατήσεις στην Αμοργό. Τη γεύση του παστού στον Ταΰγετο. Ακούω την τραγουδιστή φωνή της κυρίας Μ. στην Πάτμο. Ξανακούω απ’ την αρχή τη Φραγκοσυριανή και δεν είναι πια σούπα και εισαγωγή σε ανόητο ρεμπετάδικο του Ψυρρή, αλλά η κουβέντα που σου απευθύνει το τοπίο καθώς περνάς απ’ τη Ντελαγκράτσια.
Τα καλοκαίρια νιώθω λίγο λιγότερο υπεύθυνος. Ακούω οφ σορ και μου έρχεται στο μυαλό κατούρημα στο πλάι της εθνικής, οδηγώντας προς το χωριό. Ακούω αποτελεσματικότητα και σκέφτομαι μπύρα δεμένη με πέτρα στο βυθό για να μένει κρύα.
Κοιτάζω πάλι σαν πρώτη φορά τους άντρες και τις γυναίκες που καίγονται κάτω απ’ τον ήλιο σε κάποιο χωράφι της Μεσσηνίας. Καίγονται οι πατούσες μου από μια μεσημεριανή άσφαλτο. Ξαπλώνω κάτω απ’ την καρυδιά και κοιτάζω τα μυρμήγκια να κόβουν βόλτες ανάμεσα στα δάχτυλα.
Κάθε καλοκαίρι νιώθω λιγότερο Έλληνας. Λιγότερο Ευρωπαίος. Λιγότερο διαχειριστής ή διαχειρίσιμος. Λιγότερο εναλλακτικός.
Θέλω να μιλάω τη γλώσσα των σκυλιών, να βουτάω το καρπούζι σε μπολ με βότκα, να κοιμάμαι μόνο κάτω από αρμυρίκια και να μυρίζω μόνο το κορίτσι.
Κάθε καλοκαίρι θυμάμαι να είμαι και λίγο άνθρωπος. Μετακινούμαι από πετσέτα σε πετσέτα, ενίοτε προχωράω στα τέσσερα μέχρι το νερό, όπου βυθίζομαι με ανοιχτά μάτια και δίχως ανάσα.
Τα πρωινά, στέκομαι ξαφνικά πολύ ώρα στον ήλιο, εγώ που κανονικά δεν αντέχω τη ζέστη. Συνεννοούμαι με νοήματα. Ξεχνάω να μετράω τ’ άστρα, όχι γιατί δεν πρέπει ή γιατί δεν μπορώ, αλλά γιατί εκεί δεν ξέρω να μετράω.
Κάθε καλοκαίρι κοιτάζω με τις ώρες τα ξυπόλητα κορίτσια. Περνάω τα δάχτυλά μου ανάμεσα στα μαλλιά τους μετά τη θάλασσα.
Κάθε καλοκαίρι υπάρχω σε μια άλλη εκδοχή. Στο κενό μεταξύ Τρίτης και Τετάρτης, στη σελίδα που ο Μίλερ περιγράφει τις Μυκήνες και ο Λακαριέρ το καφενείο στη Σαλαμίνα, στο δευτερόλεπτο που η Άννα Καρίνα κοιτάζει ευθεία προς την κάμερα.
Κι ύστερα κάθε φορά, λίγο πριν ξεκλειδώσω την πόρτα την ώρα της επιστροφής, αναρωτιέμαι ποια εκδοχή είναι πιο αληθινή, πιο μάταιη, πιο ανθρώπινη, πιο πραγματική.
http://tovytio.wordpress.com/2012/06/26/every_july/
Μ’ αρέσει περισσότερο η κρυμμένη αγριάδα του Σουνίου, ο επαρχιακός δρόμος που καταλήγει σ’ ένα δυνατό καφέ στη Ζάτουνα κοιτάζοντας μόνο τα απέναντι βουνά.
Κάθε καλοκαίρι τα μάτια μου παύουν να λειτουργούν σαν παραμορφωτικοί καθρέφτες και γίνονται επιτέλους διάφανες αυλαίες. Τ’ ανοίγω κι αντί για φανάρια και τροχονόμους, βλέπω ένα κερασμένο καρπούζι στη Δονούσα μέσα σε μια κόκκινη λεκάνη. Αντί για οπλισμένους στολάνθρωπους στην Ιπποκράτους και ουρές στα ΑΤΜ, βλέπω τα στενά γύρω απ’ το μιναρέ στην Κομοτηνή.
Νιώθω τον αέρα που δε σ’ αφήνει να περπατήσεις στην Αμοργό. Τη γεύση του παστού στον Ταΰγετο. Ακούω την τραγουδιστή φωνή της κυρίας Μ. στην Πάτμο. Ξανακούω απ’ την αρχή τη Φραγκοσυριανή και δεν είναι πια σούπα και εισαγωγή σε ανόητο ρεμπετάδικο του Ψυρρή, αλλά η κουβέντα που σου απευθύνει το τοπίο καθώς περνάς απ’ τη Ντελαγκράτσια.
Τα καλοκαίρια νιώθω λίγο λιγότερο υπεύθυνος. Ακούω οφ σορ και μου έρχεται στο μυαλό κατούρημα στο πλάι της εθνικής, οδηγώντας προς το χωριό. Ακούω αποτελεσματικότητα και σκέφτομαι μπύρα δεμένη με πέτρα στο βυθό για να μένει κρύα.
Κοιτάζω πάλι σαν πρώτη φορά τους άντρες και τις γυναίκες που καίγονται κάτω απ’ τον ήλιο σε κάποιο χωράφι της Μεσσηνίας. Καίγονται οι πατούσες μου από μια μεσημεριανή άσφαλτο. Ξαπλώνω κάτω απ’ την καρυδιά και κοιτάζω τα μυρμήγκια να κόβουν βόλτες ανάμεσα στα δάχτυλα.
Κάθε καλοκαίρι νιώθω λιγότερο Έλληνας. Λιγότερο Ευρωπαίος. Λιγότερο διαχειριστής ή διαχειρίσιμος. Λιγότερο εναλλακτικός.
Θέλω να μιλάω τη γλώσσα των σκυλιών, να βουτάω το καρπούζι σε μπολ με βότκα, να κοιμάμαι μόνο κάτω από αρμυρίκια και να μυρίζω μόνο το κορίτσι.
Κάθε καλοκαίρι θυμάμαι να είμαι και λίγο άνθρωπος. Μετακινούμαι από πετσέτα σε πετσέτα, ενίοτε προχωράω στα τέσσερα μέχρι το νερό, όπου βυθίζομαι με ανοιχτά μάτια και δίχως ανάσα.
Τα πρωινά, στέκομαι ξαφνικά πολύ ώρα στον ήλιο, εγώ που κανονικά δεν αντέχω τη ζέστη. Συνεννοούμαι με νοήματα. Ξεχνάω να μετράω τ’ άστρα, όχι γιατί δεν πρέπει ή γιατί δεν μπορώ, αλλά γιατί εκεί δεν ξέρω να μετράω.
Κάθε καλοκαίρι κοιτάζω με τις ώρες τα ξυπόλητα κορίτσια. Περνάω τα δάχτυλά μου ανάμεσα στα μαλλιά τους μετά τη θάλασσα.
Κάθε καλοκαίρι υπάρχω σε μια άλλη εκδοχή. Στο κενό μεταξύ Τρίτης και Τετάρτης, στη σελίδα που ο Μίλερ περιγράφει τις Μυκήνες και ο Λακαριέρ το καφενείο στη Σαλαμίνα, στο δευτερόλεπτο που η Άννα Καρίνα κοιτάζει ευθεία προς την κάμερα.
Κι ύστερα κάθε φορά, λίγο πριν ξεκλειδώσω την πόρτα την ώρα της επιστροφής, αναρωτιέμαι ποια εκδοχή είναι πιο αληθινή, πιο μάταιη, πιο ανθρώπινη, πιο πραγματική.
http://tovytio.wordpress.com/2012/06/26/every_july/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου