.....του Ραφαήλ Παπαδόπουλου
Με το πέρας τον εκλογών της 17ης Ιουνίου, τείνει να κυριαρχήσει στο δημόσιο λόγο μια συγκεκριμένη ερμηνεία της λαϊκής ετυμηγορίας. Η ερμηνεία αυτή δίνει έμφαση στον πολιτικό-πολιτισμικό διχασμό της ελληνικής κοινωνίας, που αποτυπώνεται στην άνοδο των «δεξιών» και «αριστερών» άκρων, έναντι ενός ιδεατού «φιλελεύθερου, φιλοευρωπαϊκού, μεταρρυθμιστικού τόξου», που υπερασπίζεται τον «ορθολογισμό», την «ελεύθερη οικονομία», τη «δημοκρατία», τον «πλουραλισμό», τα οποία όλα μαζί συναρθρώνονται στο λεγόμενο «ευρωπαϊκό κεκτημένο».
Αυτό το ερμηνευτικό σχήμα είναι, κατά τη γνώμη μου, όχι μόνο απλουστευτικό και μονοδιάστατο, αλλά και δυνάμει ολοκληρωτικό και αντιδημοκρατικό. Και αυτό γιατί και τα δύο σκέλη του («πολιτισμικός διχασμός» και «άνοδος των άκρων»), συνενώνουν, αυθαίρετα και εργαλειακά, φαινόμενα που δεν έχουν καμία σχέση μεταξύ τους. Το «φιλοευρωπαϊκό φιλελεύθερο τόξο», προσπαθώντας να οικοδομήσει μια ταυτότητα που δεν έχει και μία κοινωνική συναίνεση που δεν απολαμβάνει, κατασκευάζει, όπως είθισται σε αυτές τις περιπτώσεις, έναν πολυσχιδή, αόριστο, και απειλητικό εχθρό, σε αντιπαράθεση προς τον οποίο προσδιορίζεται. Και εξηγούμαι.
Ως προς το πρώτο σκέλος της θεώρησης αυτής, ο «πολιτισμικός διχασμός» της ελληνικής κοινωνίας, που θεωρείται ότι είναι διαχρονικό χαρακτηριστικό της, κληρονομημένο από το οθωμανικό της παρελθόν, υποτίθεται ότι φέρνει σε διαρκή αντιπαράθεση δύο αντίθετες πολιτισμικές-ιδεολογικές τάσεις: από τη μία, τις δυνάμεις που προωθούν τον θεσμικό εκσυγχρονισμό, τον εκδυτικισμό, το κράτος δικαίου, την αξιοκρατία, μέσω του κοινοβουλευτισμού, της ορθολογικής, γραφειοκρατικής απρόσωπης διοίκησης, και μιας «ανταγωνιστικής» οικονομίας, στα πλαίσια του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού. Από την άλλη, τις δυνάμεις της προκαπιταλιστικής παράδοσης, της διαφθοράς, του λαϊκισμού, της δημαγωγίας και των πελατειακών σχέσεων, που διαβρώνουν τη λειτουργία της δημοκρατίας. Στη διαμάχη αυτή, θεωρείται νομοτέλεια η επικράτηση των δυνάμεων του «εκσυγχρονισμού», όπως αυτός νοείται κάθε φορά. Έτσι, οι πολιτικοί αντίπαλοι στιγματίζονται συλλήβδην ως διεφθαρμένοι και φαύλοι, που επιδιώκουν την διατήρηση του «κατεστημένου» και των άδικων προνομίων τους έναντι του «εξορθολογισμού». Το ερμηνευτικό αυτό σχήμα χρησιμοποιείται και σήμερα από όλα τα κόμματα που αυτοχαρακτηρίζονται «εκσυγχρονιστικά», «φιλελεύθερα» και «φιλοευρωπαϊκά», και προπάντων από τα δύο (πρώην) μεγάλα κόμματα (ΠΑΣΟΚ και ΝΔ), προκειμένου να εξηγηθεί η ανάδυση του επικίνδυνου «Άλλου». Το εκλογικό ρεύμα υπέρ του ΣΥΡΙΖΑ θεωρείται ότι εκφράζει το «βαθύ ΠΑΣΟΚ» (το οποίο ξαφνικά «ρήχαινε» και αναβαπτίσθηκε, τα δύο τελευταία χρόνια, ως (νέο)φιλελεύθερο), δηλαδή τις δυνάμεις της συντήρησης , του βολέματος, της διαφθοράς, της «καθυστέρησης», του «λαϊκισμού», και του «εσωστρεφούς εθνικισμού». Επιχειρείται με τον τρόπο αυτό να υποβαθμιστεί και να απονομιμοποιηθεί το «φαινόμενο ΣΥΡΙΖΑ», ως μία σπασμωδική αντίδραση των βολεμένων και των απελπισμένων, που αρνούνται να αποδεχτούν τη νομοτέλεια του «εκσυγχρονισμού». Στον καταγγελτικό αυτό λόγο ταυτίζονται οι συνδικαλιστικές συντεχνίες με τα όντως σκανδαλώδη προνόμιά τους(π.χ ΓΕΝΟΠ ΔΕΗ), με τους χιλιάδες ανέργους, άστεγους και νεόπτωχους, που έχουν φτάσει να στερούνται τα στοιχειώδη(στέγη, τρόφιμα, φάρμακα και, κυρίως, ελπίδα), και καθίστανται συνυπεύθυνοι για την «οπισθοδρόμηση», με τιμητές τα κόμματα που φέρουν την κύρια ευθύνη για τη σημερινή κατάσταση. Η επαπειλούμενη «οπισθοδρόμηση» και «καταστροφή» έχει μάλιστα προσωποποιηθεί με την δαιμονοποίηση του ΣΥΡΙΖΑ και γενικά της Αριστεράς, η «ιδεολογική ηγεμονία» της οποίας(κατά την μανδραβελική «φιλελεύθερη» οπτική), μας έφερε μέχρι εδώ. Πρωταγωνιστής σε αυτή την κακόγουστη και επικίνδυνη νεκρανάσταση του «κομμουνιστικού κινδύνου» είναι βεβαίως ο νυν πρωθυπουργός και η παράταξή του, η οποία θέλει να πάει τη χώρα μπροστά, χρησιμοποιώντας τη διχαστική, τρομοκρατική και παρωχημένη ρητορική της πάλαι ποτέ «εθνικόφρονος» Δεξιάς των δεκαετιών του 50 και του 60.
Η στρατοπεδική αυτή αντίληψη της μέχρι τέλους σύγκρουσης με όλες εκείνες τις δυνάμεις της Αριστεράς που αμφισβητούν το νεοφιλελεύθερο «εκσυγχρονισμό» και τους εκφραστές του, ακόμα και αν οι ίδιες δεν έχουν διαμορφώσει ακόμη μια ολοκληρωμένη εναλλακτική, η οποία βρίσκεται ακόμα στο στάδιο της σύνθεσης και της επεξεργασίας(όπως είναι φυσικό για ένα κόμμα το οποίο μέσα σε δύο μήνες από μικρό αριστερό κόμμα με κινηματική δράση αναρριχήθηκε στη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης με προοπτικές ανάληψης της εξουσίας), νομιμοποιείται ηθικά και πολιτικά, από μια ρητορική περί «ταύτισης των άκρων», η οποία καλλιεργείται και υιοθετείται από ένα τμήμα της κοινωνίας, με τη συμβολή συγκεκριμένων πολιτικών χώρων. Η ρητορική αυτή συνοψίζεται στην έκφραση «μαυροκόκκινη βία», η οποία επιχειρεί να ταυτίσει τη βία και την «ανυπακοή» που ορισμένες φορές ασκείται ή ενθαρρύνεται από την αριστερά(καταλήψεις κτιρίων, κλείσιμο λιμανιών, προπηλακισμοί κατά πολιτικών κτλ), η οποία πολλές φορές είναι αδικαιολόγητη και υπερβολική, άλλες όμως είναι κοινωνικά δίκαιη και υγιής(π.χ κίνημα «δεν πληρώνω» για το φόρο της ΔΕΗ), με την τυφλή και συστηματική σωματική βία τραμπουκικού τύπου που ασκείται καθημερινά πλέον από μέλη της Χρυσής Αυγής, κατά αλλοδαπών δυστυχισμένων και ανυπεράσπιστων, αλλά και κατά οποιουδήποτε διαφωνεί με την διεστραμμένη και μισαλλόδοξη οπτική της οργάνωσης αυτής(και όχι «κόμματος», όπως επιμένουν πολλοί να την αποκαλούν), η οποία έχει πλέον μεταβληθεί σε υποκατάστατο της αστυνομίας, με τη συνενοχή της τελευταίας. Ταυτίζονται δηλαδή κινητοποιήσεις με πολιτικά κίνητρα και αιτήματα(ανεξαρτήτως αν κατά περίπτωση είναι λογικά ή παράλογα και ιδιοτελή και αν ωφελούν ή βλάπτουν την κοινωνία), με τις στυγνές δολοφονικές επιθέσεις και την τρομοκρατία μίας οργάνωσης που στρέφεται κατά της ανθρώπινης ζωής και αξιοπρέπειας. Είναι ύβρις, άγνοια και αναισθησία αυτό που ξεδιάντροπα δηλώνουν πολλοί «αγανακτισμένοι» «ελληναράδες», ότι «είναι καιρός να πέσει ξύλο μέσα στη Βουλή, για να πάρουν οι πολιτικοί το μάθημά τους». Αλλά η πολιτική τους επιλογή είναι αναμενόμενη και συνειδητή. Γιατί εκεί που τελειώνει η ανθρωπιά, ο αλληλοσεβασμός και η τεκμηριωμένη επιχειρηματολογία, αρχίζει η διολίσθηση στο μίσος, τον εγωισμό και την αλληλοεξόντωση. Και αυτό ακριβώς προσφέρει ο ναζισμός και ο μισανθρωπικός φυλετικός εθνικισμός της Χρυσής Αυγής: ένα άλλοθι για να ξαναγίνει ο άνθρωπος ζώο, όταν δεν του έχει απομείνει ευαισθησία, νοημοσύνη και ψυχικό σθένος ώστε να αποφύγει την αποκτήνωσή του.
Το πλέον επίφοβο όμως είναι ότι η ακροδεξιά βία θεωρείται πλέον φυσιολογική και αποδεκτή, όχι μόνο από ένα μέρος της κοινωνίας, αλλά, έστω και υπόρρητα, και από ένα τμήμα του πολιτικού προσωπικού, το οποίο, ταυτίζοντάς την με την «αριστερή» βία, την απογυμνώνει με ισοπεδωτικό τρόπο από τα ιδεολογικά της χαρακτηριστικά. Αυτή η αποιδεολογικοποίηση της βίας έχει την εξήγησή της, στο βαθμό που τα κεντρώα και «φιλελεύθερα» κόμματα(ΝΔ, ΠΑΣΟΚ, Δημιουργία Ξανά κτλ), θεωρούν μεγαλύτερη απειλή την ενδυνάμωση και την ανάληψη της εξουσίας από την ριζοσπαστική αριστερά, σε σχέση με την εθνικιστική ακροδεξιά, γιατί πιστεύουν λανθασμένα ότι η ισχυροποίηση της Χρυσής Αυγής είναι κάτι, αν όχι συγκυριακό, σίγουρα πάντως ελέγξιμο. Η ίδια θανάσιμη παρανόηση έχει επικρατήσει σε πολλές χώρες της Ευρώπης, η οποία βαδίζει στα γνώριμα χνάρια της δεκαετίας του 30, αφού, η πολιτική της ηγεσία δεν έχει διδαχθεί τίποτα από την ιστορία. Και η Ελλάδα, η χώρα που έχει πληγεί πολύ πιο έντονα μέχρι τώρα από την ευρωπαϊκή και παγκόσμια κρίση, όπως ακριβώς και η Γερμανία πριν 80 χρόνια, θυμίζει επικίνδυνα όλο και περισσότερο τη δημοκρατία της Βαιμάρης…
Με το πέρας τον εκλογών της 17ης Ιουνίου, τείνει να κυριαρχήσει στο δημόσιο λόγο μια συγκεκριμένη ερμηνεία της λαϊκής ετυμηγορίας. Η ερμηνεία αυτή δίνει έμφαση στον πολιτικό-πολιτισμικό διχασμό της ελληνικής κοινωνίας, που αποτυπώνεται στην άνοδο των «δεξιών» και «αριστερών» άκρων, έναντι ενός ιδεατού «φιλελεύθερου, φιλοευρωπαϊκού, μεταρρυθμιστικού τόξου», που υπερασπίζεται τον «ορθολογισμό», την «ελεύθερη οικονομία», τη «δημοκρατία», τον «πλουραλισμό», τα οποία όλα μαζί συναρθρώνονται στο λεγόμενο «ευρωπαϊκό κεκτημένο».
Αυτό το ερμηνευτικό σχήμα είναι, κατά τη γνώμη μου, όχι μόνο απλουστευτικό και μονοδιάστατο, αλλά και δυνάμει ολοκληρωτικό και αντιδημοκρατικό. Και αυτό γιατί και τα δύο σκέλη του («πολιτισμικός διχασμός» και «άνοδος των άκρων»), συνενώνουν, αυθαίρετα και εργαλειακά, φαινόμενα που δεν έχουν καμία σχέση μεταξύ τους. Το «φιλοευρωπαϊκό φιλελεύθερο τόξο», προσπαθώντας να οικοδομήσει μια ταυτότητα που δεν έχει και μία κοινωνική συναίνεση που δεν απολαμβάνει, κατασκευάζει, όπως είθισται σε αυτές τις περιπτώσεις, έναν πολυσχιδή, αόριστο, και απειλητικό εχθρό, σε αντιπαράθεση προς τον οποίο προσδιορίζεται. Και εξηγούμαι.
Ως προς το πρώτο σκέλος της θεώρησης αυτής, ο «πολιτισμικός διχασμός» της ελληνικής κοινωνίας, που θεωρείται ότι είναι διαχρονικό χαρακτηριστικό της, κληρονομημένο από το οθωμανικό της παρελθόν, υποτίθεται ότι φέρνει σε διαρκή αντιπαράθεση δύο αντίθετες πολιτισμικές-ιδεολογικές τάσεις: από τη μία, τις δυνάμεις που προωθούν τον θεσμικό εκσυγχρονισμό, τον εκδυτικισμό, το κράτος δικαίου, την αξιοκρατία, μέσω του κοινοβουλευτισμού, της ορθολογικής, γραφειοκρατικής απρόσωπης διοίκησης, και μιας «ανταγωνιστικής» οικονομίας, στα πλαίσια του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού. Από την άλλη, τις δυνάμεις της προκαπιταλιστικής παράδοσης, της διαφθοράς, του λαϊκισμού, της δημαγωγίας και των πελατειακών σχέσεων, που διαβρώνουν τη λειτουργία της δημοκρατίας. Στη διαμάχη αυτή, θεωρείται νομοτέλεια η επικράτηση των δυνάμεων του «εκσυγχρονισμού», όπως αυτός νοείται κάθε φορά. Έτσι, οι πολιτικοί αντίπαλοι στιγματίζονται συλλήβδην ως διεφθαρμένοι και φαύλοι, που επιδιώκουν την διατήρηση του «κατεστημένου» και των άδικων προνομίων τους έναντι του «εξορθολογισμού». Το ερμηνευτικό αυτό σχήμα χρησιμοποιείται και σήμερα από όλα τα κόμματα που αυτοχαρακτηρίζονται «εκσυγχρονιστικά», «φιλελεύθερα» και «φιλοευρωπαϊκά», και προπάντων από τα δύο (πρώην) μεγάλα κόμματα (ΠΑΣΟΚ και ΝΔ), προκειμένου να εξηγηθεί η ανάδυση του επικίνδυνου «Άλλου». Το εκλογικό ρεύμα υπέρ του ΣΥΡΙΖΑ θεωρείται ότι εκφράζει το «βαθύ ΠΑΣΟΚ» (το οποίο ξαφνικά «ρήχαινε» και αναβαπτίσθηκε, τα δύο τελευταία χρόνια, ως (νέο)φιλελεύθερο), δηλαδή τις δυνάμεις της συντήρησης , του βολέματος, της διαφθοράς, της «καθυστέρησης», του «λαϊκισμού», και του «εσωστρεφούς εθνικισμού». Επιχειρείται με τον τρόπο αυτό να υποβαθμιστεί και να απονομιμοποιηθεί το «φαινόμενο ΣΥΡΙΖΑ», ως μία σπασμωδική αντίδραση των βολεμένων και των απελπισμένων, που αρνούνται να αποδεχτούν τη νομοτέλεια του «εκσυγχρονισμού». Στον καταγγελτικό αυτό λόγο ταυτίζονται οι συνδικαλιστικές συντεχνίες με τα όντως σκανδαλώδη προνόμιά τους(π.χ ΓΕΝΟΠ ΔΕΗ), με τους χιλιάδες ανέργους, άστεγους και νεόπτωχους, που έχουν φτάσει να στερούνται τα στοιχειώδη(στέγη, τρόφιμα, φάρμακα και, κυρίως, ελπίδα), και καθίστανται συνυπεύθυνοι για την «οπισθοδρόμηση», με τιμητές τα κόμματα που φέρουν την κύρια ευθύνη για τη σημερινή κατάσταση. Η επαπειλούμενη «οπισθοδρόμηση» και «καταστροφή» έχει μάλιστα προσωποποιηθεί με την δαιμονοποίηση του ΣΥΡΙΖΑ και γενικά της Αριστεράς, η «ιδεολογική ηγεμονία» της οποίας(κατά την μανδραβελική «φιλελεύθερη» οπτική), μας έφερε μέχρι εδώ. Πρωταγωνιστής σε αυτή την κακόγουστη και επικίνδυνη νεκρανάσταση του «κομμουνιστικού κινδύνου» είναι βεβαίως ο νυν πρωθυπουργός και η παράταξή του, η οποία θέλει να πάει τη χώρα μπροστά, χρησιμοποιώντας τη διχαστική, τρομοκρατική και παρωχημένη ρητορική της πάλαι ποτέ «εθνικόφρονος» Δεξιάς των δεκαετιών του 50 και του 60.
Η στρατοπεδική αυτή αντίληψη της μέχρι τέλους σύγκρουσης με όλες εκείνες τις δυνάμεις της Αριστεράς που αμφισβητούν το νεοφιλελεύθερο «εκσυγχρονισμό» και τους εκφραστές του, ακόμα και αν οι ίδιες δεν έχουν διαμορφώσει ακόμη μια ολοκληρωμένη εναλλακτική, η οποία βρίσκεται ακόμα στο στάδιο της σύνθεσης και της επεξεργασίας(όπως είναι φυσικό για ένα κόμμα το οποίο μέσα σε δύο μήνες από μικρό αριστερό κόμμα με κινηματική δράση αναρριχήθηκε στη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης με προοπτικές ανάληψης της εξουσίας), νομιμοποιείται ηθικά και πολιτικά, από μια ρητορική περί «ταύτισης των άκρων», η οποία καλλιεργείται και υιοθετείται από ένα τμήμα της κοινωνίας, με τη συμβολή συγκεκριμένων πολιτικών χώρων. Η ρητορική αυτή συνοψίζεται στην έκφραση «μαυροκόκκινη βία», η οποία επιχειρεί να ταυτίσει τη βία και την «ανυπακοή» που ορισμένες φορές ασκείται ή ενθαρρύνεται από την αριστερά(καταλήψεις κτιρίων, κλείσιμο λιμανιών, προπηλακισμοί κατά πολιτικών κτλ), η οποία πολλές φορές είναι αδικαιολόγητη και υπερβολική, άλλες όμως είναι κοινωνικά δίκαιη και υγιής(π.χ κίνημα «δεν πληρώνω» για το φόρο της ΔΕΗ), με την τυφλή και συστηματική σωματική βία τραμπουκικού τύπου που ασκείται καθημερινά πλέον από μέλη της Χρυσής Αυγής, κατά αλλοδαπών δυστυχισμένων και ανυπεράσπιστων, αλλά και κατά οποιουδήποτε διαφωνεί με την διεστραμμένη και μισαλλόδοξη οπτική της οργάνωσης αυτής(και όχι «κόμματος», όπως επιμένουν πολλοί να την αποκαλούν), η οποία έχει πλέον μεταβληθεί σε υποκατάστατο της αστυνομίας, με τη συνενοχή της τελευταίας. Ταυτίζονται δηλαδή κινητοποιήσεις με πολιτικά κίνητρα και αιτήματα(ανεξαρτήτως αν κατά περίπτωση είναι λογικά ή παράλογα και ιδιοτελή και αν ωφελούν ή βλάπτουν την κοινωνία), με τις στυγνές δολοφονικές επιθέσεις και την τρομοκρατία μίας οργάνωσης που στρέφεται κατά της ανθρώπινης ζωής και αξιοπρέπειας. Είναι ύβρις, άγνοια και αναισθησία αυτό που ξεδιάντροπα δηλώνουν πολλοί «αγανακτισμένοι» «ελληναράδες», ότι «είναι καιρός να πέσει ξύλο μέσα στη Βουλή, για να πάρουν οι πολιτικοί το μάθημά τους». Αλλά η πολιτική τους επιλογή είναι αναμενόμενη και συνειδητή. Γιατί εκεί που τελειώνει η ανθρωπιά, ο αλληλοσεβασμός και η τεκμηριωμένη επιχειρηματολογία, αρχίζει η διολίσθηση στο μίσος, τον εγωισμό και την αλληλοεξόντωση. Και αυτό ακριβώς προσφέρει ο ναζισμός και ο μισανθρωπικός φυλετικός εθνικισμός της Χρυσής Αυγής: ένα άλλοθι για να ξαναγίνει ο άνθρωπος ζώο, όταν δεν του έχει απομείνει ευαισθησία, νοημοσύνη και ψυχικό σθένος ώστε να αποφύγει την αποκτήνωσή του.
Το πλέον επίφοβο όμως είναι ότι η ακροδεξιά βία θεωρείται πλέον φυσιολογική και αποδεκτή, όχι μόνο από ένα μέρος της κοινωνίας, αλλά, έστω και υπόρρητα, και από ένα τμήμα του πολιτικού προσωπικού, το οποίο, ταυτίζοντάς την με την «αριστερή» βία, την απογυμνώνει με ισοπεδωτικό τρόπο από τα ιδεολογικά της χαρακτηριστικά. Αυτή η αποιδεολογικοποίηση της βίας έχει την εξήγησή της, στο βαθμό που τα κεντρώα και «φιλελεύθερα» κόμματα(ΝΔ, ΠΑΣΟΚ, Δημιουργία Ξανά κτλ), θεωρούν μεγαλύτερη απειλή την ενδυνάμωση και την ανάληψη της εξουσίας από την ριζοσπαστική αριστερά, σε σχέση με την εθνικιστική ακροδεξιά, γιατί πιστεύουν λανθασμένα ότι η ισχυροποίηση της Χρυσής Αυγής είναι κάτι, αν όχι συγκυριακό, σίγουρα πάντως ελέγξιμο. Η ίδια θανάσιμη παρανόηση έχει επικρατήσει σε πολλές χώρες της Ευρώπης, η οποία βαδίζει στα γνώριμα χνάρια της δεκαετίας του 30, αφού, η πολιτική της ηγεσία δεν έχει διδαχθεί τίποτα από την ιστορία. Και η Ελλάδα, η χώρα που έχει πληγεί πολύ πιο έντονα μέχρι τώρα από την ευρωπαϊκή και παγκόσμια κρίση, όπως ακριβώς και η Γερμανία πριν 80 χρόνια, θυμίζει επικίνδυνα όλο και περισσότερο τη δημοκρατία της Βαιμάρης…
το αρθρο προσπαθει να απενοχοποιησει και να διαστρεψει την αληθεια για την φυση της ιδεολογιας της κομμουνιστικης αριστερας...μονοπλευρη παρουσιαση ισως απο καποιον φιλο-αριστερο παρουσιαζοντας την δεξια βια δηθεν εναντι της βιας της αριστερας η οποια ομως εχει πολιτικο υποβαθρο και αρα δικαιολογημενη?αλλη μια προσπαθεια να νομιμοποιηθει ο ακραιος ΣΥΡΙΖΑ και οι δυναμεις οπισθοδρομισης που αντιπροσωπευει
ΑπάντησηΔιαγραφήΤο άρθρο σε καμία περίπτωση δεν προσπαθεί να δικαιολογήσει τη βία που ασκείται ή γίνεται αποδεκτή από την αριστερά. Ούτε γίνεται προσπάθεια απαλλαγής της αριστεράς για τα όσα (μεγάλα) λάθη διέπραξε και συνεχίζει εν μέρει να διαπράττει. Απλώς επισημαίνω το αυτονόητο, ότι δεν μπορεί η βία που ασκείται από ένα συνδικάτο που καταλαμβάνει ένα κτίριο ή κλείνει ένα λιμάνι(χωρίς να σημαίνει ότι την αποδέχομαι και τη θεωρώ πάντα κοινωνικά δίκαιη, χωρίς ιδιοτελείς σκοπούς), να εξομοιώνεται με τη βία που στοιχίζει καθημερινά πολλές ανθρώπινες ζωές. Είναι άλλο πράγμα να χρησιμποιεί κανείς μορφές(μη σωματικής) βίας, για να διεκδικήσει αυτά που,καλώς ή κακώς, θεωρεί ότι δικαιούται, και τελείως διαφορετικό, να έχει αναγάγει την ωμή σωματική βία σε ιδεολογία και μοναδικό λόγο ύπαρξης, όπως η Χρυσή Αυγή. Δεν καταλαβαίνω τι το παράλογο και διαστρεβλωτικό έχει αυτή διάκριση!
ΑπάντησηΔιαγραφήΣπουδαίο άρθρο.
ΑπάντησηΔιαγραφήΜπράβο!
Είναι τουλάχιστον αφελές (καλύτερα προκλητικό) να ταυτίζεις τον ΣΥΡΙΖΑ-και την οπισθοδρόμηση που υποτίθεται ότι αντιπροσωπεύει(χα) με τα εγκληματικά τάγματα εφόδου της Χρυσή Αυγής.
ΑπάντησηΔιαγραφή