«Όταν δε οι παχουλές δίδυμες χόρεψαν αντικρυστά, με τα σατινένια γοβάκια τους, ανάλαφρες και μεταρσιωμένες, με το πρόσωπο και το λαιμό να λάμπουν από τις δροσοσταλίδες όλων των πρωινών του κόσμου, τότε πια η άβυσσος μας κοίταξε, μας χαμογέλασε και σήκωσε τα φουστάνια της να δούμε καλύτερα τον τελικό προορισμό»
Τάκης Τζίφας – συνοδεία εγχόρδων
*
Στο Αιγάλεω, γειτονιές απευθείας απ’ αυτή την περίεργη μίξη του παλιού με τον υπερμοντέρνο κόσμο. Το κέντρο, τα Εξάρχεια, ακόμη και το Μεταξουργείο ή το Κολωνάκι τα νιώθεις όλα σαν ξεκάθαρη πόλη, φτωχή ή πλούσια, γυαλιστερή ή νεκρή, αλλά πάντως Αθήνα.
Εδώ μυρίζει επαρχία. Αυτό το αλλόκοτο κράμα, λαϊκότητα και πασοκίλα, αντιδραστικότητα και μια γενική θολή τρυφερότητα. Άθλιες καφετέριες, γεμάτες καναπέδες με μαξιλάρια πάνω στο πεζοδρόμιο και τζαμαρίες και διάφανα πλαστικά διαχωριστικά. Στον από πίσω δρόμο, σειρά τα μικρομάγαζα, επισκευές ηλεκτρικών συσκευών, μια μοδίστρα. Παραπέρα μια πινακίδα «φορτώσεις – εκφορτώσεις» και η τσόχα ενός καφενείου με παρατημένη ακόμη πάνω την τράπουλα και το σκορ σημειωμένο σε ένα μπλοκάκι.
Εντωμεταξύ σε μια πλατεία, αλαζονικές τύπισσες αλωνίζουν δανεισμένες το ύφος της πιο διάσημης ξινής παρουσιάστριας. Καρμπόν της πιο ασέξουαλ εκδοχής των γυναικών που κουτσομπολεύουν σε prime time. Έντονα χρώματα σε στενά υφάσματα, φούξια και λαχανί και ξανθό μαλλί και βάψιμο τίγκα στις 9μιση το πρωί. Μεγάλοι σταυροί πάνω στα ακάλυπτα στήθη.
Όλα αυτά βομβαρδίζουν τα μάτια, ταυτόχρονα όμως, με την υποψία ότι πρόκειται για τα πιο εύθραυστα πλάσματα του πλανήτη. Όλα αυτά, ταυτόχρονα με μια βαθιά αίσθηση ότι στα πλακάκια αυτής της πλατείας περπατιέται μια επιθυμία που δεν θα υποψιαστεί ποτέ η Σκουφά ή η Κολοκοτρώνη. Μια παράταιρη αίσθηση χαράς με πλακώνει λες και όλοι αυτοί τριγύρω μου είναι σχεδόν αυθεντικοί με μια έννοια που δεν θα μπορούσα ποτέ να περιγράψω.
Ποιά υπεραπλούστευση, ποιά νοσταλγία ενός κόσμου που δεν υπήρξε ποτέ, με κάνει να αγαπώ τον Γκόρπα τόσο πολύ;
Το ίδιο ακριβώς λογικό άλμα κάνουν τα μάτια μου. Βλέπουν ένα κόσμο με λαϊκά τραγούδια, ούζα και φωνές που ξελαρυγγιάζονται για να καλέσουν όχι για το μεσημεριανό φαγητό, αλλά για να λερωθούν επιτέλους τα φρεσκοπλυμένα σεντόνια.
*
Στου Σούνιο, όταν στρίβω στο μικρό χωμάτινο δρόμο που έχει πάντα σκιά απ’ τα δέντρα και τους θάμνους, σκέφτομαι φτηνά διλήμματα. Πάντοτε αγαπούσα τους σκοτεινούς ποιητές, τις αυτοκαταστροφικές φιγούρες, τις διαλυμένες σχέσεις. Κι όμως, κάθε φορά που περπατάω σ’ αυτό το σημείο, υπάρχουν τα τελευταία τρία δευτερόλεπτα στο χωμάτινο μονοπάτι που βρισκόμαστε ακόμη στη σκιά. Υπάρχουν τα τελευταία αυτά τρία δευτερόλεπτα πριν φανεί η θάλασσα και ο ήλιος πέσει απευθείας πάνω μου. Εκεί ακριβώς παίρνω την πιο βαθιά ανάσα. Ο ήλιος καίει τα χέρια, θολώνει το βλέμμα που δεν καταδέχεται να φορέσει μαύρα γυαλιά και αμέσως μετά η θάλασσα. Τρία δευτερόλεπτα μανιακής χαράς, η λυσσασμένη υπενθύμιση του πιο αυθεντικού εαυτού. Το φως στο Σούνιο γαμεί μεμιάς τις σκοτεινιές αυτού του κόσμου.
Το άγριο φως που παίζει εικόνες απ’ τα κορίτσια στο Αιγάλεω, που παίζει κασέτες με το άσπρο πουκάμισο φορώ, που μυρίζει μοιρασμένα γεμιστά και κερασμένα ούζα.
*
Δεν βρίσκω πουθενά αλήθειες ή εξηγήσεις που να μου κάνουν. Οι ανθρωπογεωγραφίες μπορούν να πεταχτούν σε μαύρες σακούλες. Τα τραγούδια ακούγονται όλα χλιαρά. Οι κουβέντες μου ακούγονται όλες φλύαρες αν όχι ψωνισμένες.
Θέλω να περπατάω τα τελευταία τρία δευτερόλεπτα ξανά και ξανά. Να ακούσω δυο λόγια που να μου εξηγούν επιτέλους τί νοσταλγώ σ’ ένα σόλο του Ζαμπέτα που δεν είδα ποτέ λάιβ.
Να περπατάμε στο χωμάτινο δρόμο και να βλέπουμε τη θάλασσα. Μέχρι να καούμε στο φως.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου