.....του Ραφαήλ Παπαδόπουλου
Ένα ερώτημα είναι κυρίαρχο σε σχέση με τις εκλογές της 6ης Μάιου καθώς και τις επερχόμενες του Ιουνίου: αποτέλεσαν απλή καταδίκη του Μνημονίου και τιμωρία του δικομματισμού που οδήγησε τη χώρα στο Μνημόνιο, και διαχειρίστηκε την κρίση με τρόπο αδιέξοδο, αναποτελεσματικό και κοινωνικά άδικο, ή αποτέλεσαν την απαρχή για μια ριζική στροφή στον διεθνή προσανατολισμό της Ελλάδας και τη σχέση της με την Ευρώπη; Με άλλα λόγια: επιβάλλει η λαϊκή ψήφος μια συνεργασία των «φιλοευρωπαϊκών» κομμάτων των «δυνάμεων της ευθύνης», με σκοπό την απλή τροποποίηση και «σταδιακή απαγκίστρωση» από το Μνημόνιο, χωρίς αλλαγή της βασικής του φιλοσοφίας, ώστε να παραμείνουμε στην Ευρωζώνη, ή επιβάλλει μια αποφασιστική ρήξη με την νεοφιλελεύθερη συντηρητική ευρωπαϊκή ηγεσία και με την καταστροφική λιτότητα που έχει επιβάλλει, και η οποία απειλεί να τινάξει στον αέρα ολόκληρο το ευρωπαϊκό οικοδόμημα;
Τα δύο μεγάλα κόμματα πορεύτηκαν και πορεύονται με τη λογική του «φιλοευρωπαϊκού μετώπου της ευθύνης και της αλήθειας», με βασικό οδικό χάρτη το μνημόνιο και αποδεχόμενα τις συνέπειες που επιφέρει η πολιτική λιτότητας, ως δήθεν αναγκαίες θυσίες για να διασφαλιστεί η ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας. Το ΠΑΣΟΚ, ως βασικός υπεύθυνος της πορείας των 2 τελευταίων ετών, ζήτησε από το εκλογικό σώμα να ξεχάσει την ανικανότητα, και την ανακολουθία κορυφαίων στελεχών του, και, με ορισμένες χιλιοειπωμένες υποσχέσεις για τροποποίηση του Μνημονίου, (χωρίς να απαντήσει γιατί δεν επέφερε τις τροποποιήσεις όταν ακόμα είχε άνετη κοινοβουλευτική πλειοψηφία και κοινωνική συναίνεση), επιχείρησε, σε ένδειξη αυτοκριτικής, να εμφανιστεί ως σωτήρας όσων κατέστρεψε και εγγυητής για την ανασυγκρότηση της κεντροαριστεράς. Ανασύροντας ανεπιτυχώς το διχαστικό δίλλημα «μνημόνιο ή χάος», κατακρημνίστηκε από το 44 στο 13%, τερματίζοντας ουσιαστικά τον κύκλο του ως κόμμα εξουσίας. Αντίστοιχα, η ΝΔ προέβαλλε το αλαζονικό και ουτοπικό αίτημα της αυτοδυναμίας, κατηγορώντας τον πρώην εταίρο της στην κυβέρνηση Παπαδήμου ως μοναδικό υπαίτιο της κρίσης, χωρίς και αυτή να εξηγήσει πως το Μνημόνιο μετατράπηκε σε μια νύχτα από καταστροφή σε αναγκαιότητα. Έτσι, ο αρχηγός της εξευτελίστηκε, περιοριζόμενος στο ταπεινωτικό 18%, και τώρα επιχειρεί να συμμαζέψει τα ερείπια του κόμματός του, επεξεργαζόμενος ένα υβρίδιο με το όνομα «κεντροδεξιό ευρωπαϊκό μέτωπο», το οποίο δεν έχει καμία κοινωνική υποστήριξη, και γελοιοποιεί ακόμα περισσότερο τους εμπλεκόμενους σε αυτό, αφού το μνημόνιο που θέλουν να τροποποιήσουν, είναι η υλοποίηση της ίδιας τους της ιδεολογίας(του οικονομικού νεοφιλελευθερισμού).
Μαζί όμως με τα κόμματα που στήριξαν(διαχρονικά ή συγκυριακά) το μνημόνιο, καταρρέει και η αξιοπιστία των ΜΜΕ (έντυπων και ηλεκτρονικών), που, στη συντριπτική τους πλειοψηφία, υποστήριζαν την αναγκαιότητα εμμονής στις νεοφιλελεύθερες πολιτικές του μνημονίου («Καθημερινή», ΣΚΑΙ κτλ). Τα ίδια αυτά μέσα, θορυβημένα από το αποτέλεσμα των εκλογών, επαναφέρουν με αυξανόμενη ένταση τη γνωστή ιστορία ότι η Ελλάδα βρίσκεται σε ένα σταυροδρόμι, όπου από τη μια πλευρά βρίσκεται ο δρόμος του εκσυγχρονισμού και της ευρωπαϊκής πορείας(«μνημονιακές» δυνάμεις), και από την άλλη βρίσκονται οι δυνάμεις των «άκρων»(αριστερών και δεξιών), του «λαϊκισμού» και της «καταστροφής». Μας ζητούν να ψηφίσουμε με «λογική και ευθύνη», αγνοώντας τις καθημερινές αυτοκτονίες, την ανεργία, τις κλειστές επιχειρήσεις, την ύφεση και την απελπισία, που είναι άμεσες συνέπειες της πολιτικής που υποτίθεται πως διασφαλίζει την παραμονή μας στο ευρώ και την Ευρώπη. Φτάνουν μάλιστα ορισμένοι στο εξοργιστικό σημείο να εκβιάζουν τη λαϊκή βούληση, υποστηρίζοντας με περισσό θράσος και άγνοια, ότι ενδεχόμενη ανατροπή του Μνημονίου και επιστροφή στη δραχμή θα σημάνει τον κίνδυνο δικτατορίας(!)(όπως γράφτηκε χαρακτηριστικά «οι χρυσαυγίτες ήδη ονειρεύονται τη δημοκρατία της Βαϊμάρης»), και στιγματίζοντας συλλήβδην όσους έχουν ταχθεί κατά της πολιτικής λιτότητας ως συντεχνίες, βολεμένους, νοσταλγούς του αυταρχισμού και της Σοβιετικής Ένωσης(!), αγνοώντας προκλητικά τις αβυσσαλέες πολιτικές και ιδεολογικές διαφορές όσων συναποτελούν τις «αντιμνημονιακές» δυνάμεις( που εκτείνονται από το ΚΚΕ μέχρι τη Χρυσή Αυγή). Ξεχνούν βέβαια επιμελώς να επισημάνουν ότι η προηγούμενη παγκόσμια κρίση του νεοφιλελευθερισμού δεν ξεπεράστηκε μόνο αυταρχικά με τις δικτατορίες της δεκαετίας του 30(Χίτλερ, Μουσολίνι κτλ), αλλά και με το New Deal του Ρούζβελτ, που αποτέλεσε την απαρχή του κεινσιανής έμπνευσης κρατικού παρεμβατισμού και του κράτους πρόνοιας, που συνδέθηκε με την πιο μακρόχρονη περίοδο ανάπτυξης και ευημερίας στην ιστορία του καπιταλισμού. Αλλά αυτά είναι ενοχλητικές λεπτομέρειες για τους «σωτήρες» του Μνημονίου, εγχώριους και ξένους…
Όσον αφορά στους δύο μεγάλους κερδισμένους των εκλογών, ο ΣΥΡΙΖΑ κατέγραψε μια εντυπωσιακή άνοδο και κατάφερε να συσπειρώσει ευρείες προοδευτικές δυνάμεις, όχι επειδή εισέπραξε απλώς μια ψήφο διαμαρτυρίας ή επειδή ο λαός αρέσκεται σε ευχάριστες ουτοπίες κάποιων δημαγωγών, όπως υποστηρίζουν οι στυλοβάτες του νεοφιλελευθερισμού, κόμματα και ΜΜΕ, αλλά εξέφρασε μια αυθεντική ελπίδα άρσης του αδιεξόδου, για δύο κυρίως λόγους: Πρώτον, σε αντιδιαστολή με τον απομονωτισμό και τη μονολιθικότητα του ΚΚΕ, είναι το μοναδικό κόμμα που υποστήριξε ευθέως και έμπρακτα την ανάγκη ενότητας και συνεργασίας των δυνάμεων της Αριστεράς απέναντι στην κρίση, επιδιώκοντας συνεννόηση με πολλές δυνάμεις του χώρου εντός και εκτός Βουλής, ανεξαρτήτως του πόσο επιδέξια και επιτυχώς διαχειρίστηκε τη δύναμή του, και παρά τις επιμέρους αστοχίες και την πολυφωνία. Πρότεινε κάποιες ελάχιστες προϋποθέσεις κυβερνητικής σύμπραξης στις οποίες έμεινε πιστός, παρά το γεγονός ότι είναι συζητήσιμο κατά πόσον αυτές είναι υλοποιήσιμες, και ότι απέφυγε να θίξει το (πολύ πιθανό) ενδεχόμενο αναγκαστικής εξόδου από το ευρώ, αν οι δανειστές μας παραμείνουν ανυποχώρητοι στη συνταγή της λιτότητας. Δεύτερον, αμφισβήτησε ευθέως το ψευδοδίλημμα «ευρώ ή δραχμή» και «μέσα ή έξω από την Ευρώπη», και κατέδειξε σαφώς ότι το Μνημόνιο ως έχει είναι αυτό που θα μας οδηγήσει με βεβαιότητα και τεράστιο κοινωνικό κόστος εκτός ευρώ. Δεν αρκούν «τροποποιήσεις», «επιμηκύνσεις» και «κουρέματα». Αυτό που χρειάζεται είναι μια ριζική αμφισβήτηση και ρήξη με τον πυρήνα της πολιτικής των μνημονίων που εξαθλιώνει τις μεσαίες και κατώτερες τάξεις συσσωρεύοντας χρέη χωρίς αποτέλεσμα. Σημάδια της ρήξης αυτής είναι ήδη φανερά και πρέπει να γενικευτούν σε Ελλάδα και Ευρώπη, με μαζικούς αγώνες και συμμετοχή σε όλα τα επίπεδα. Στην ίδια την «υπερδύναμη» Γερμανία τα συνδικάτα ζητούν αυξήσεις μετά από μια δεκαετία στάσιμων αποδοχών. Την Ευρώπη και την ευρωζώνη, μπορεί να σώσει μόνο η ανάπτυξη, που θα έρθει μέσα από την κρατική παρέμβαση με στόχο την ενίσχυση των εισοδημάτων και της ζήτησης σε επίπεδο κρατών- μελών, και από τον απευθείας δανεισμό από την ΕΚΤ και τη μεταβίβαση κονδυλίων για δημόσιες επενδύσεις, σε επίπεδο ΕΕ. Αυτό το έχουν καταλάβει όλοι οι σοβαροί οικονομολόγοι και πολιτικοί αναλυτές παγκοσμίως και αυτό πρέπει να διεκδικήσει η Αριστερά σήμερα. Η ενίσχυση του ΣΥΡΙΖΑ συνεπώς αυξάνει ανάλογα και τις ευθύνες του για την άρθρωση της εναλλακτικής πρότασης και την ειλικρινή αναζήτηση εγχώριων και διεθνών συμμαχιών, με στόχο την ανατροπή της οικονομίας του laissez-faire, που νεκρανασταίνεται αποτυχούσα. Αν δεν το πετύχει, θα έχει τη μοίρα του ΠΑΣΟΚ. Βεβαίως, η ριζική αυτή ανατροπή δεν αναμένεται να έρθει άμεσα, ωστόσο η αναμενόμενη περαιτέρω ενίσχυση της Αριστεράς ανοίγει δυναμικά το δρόμο, εφόσον αντιμετωπιστεί με ρεαλισμό, αλλά ταυτόχρονα με πίστη ότι αυτό που μέχρι χθες φάνταζε αδύνατο μπορεί να επιτευχθεί, με υπομονή και επιμονή.
Τέλος, η ανησυχητική εκτίναξη των ποσοστών της Χρυσής Αυγής είναι επίσης σύμπτωμα των τεράστιων αλλαγών στους πολιτικούς συσχετισμούς, που έχει επιφέρει η κρίση. Τα αδιέξοδα και οι αδικίες των μνημονίων, με την απόγνωση και την απαξίωση της πολιτικής που έχουν δημιουργήσει, προκάλεσε σε μεγάλο τμήμα της κοινωνίας τον εθισμό σε βίαιες, φασίζουσες αντιδράσεις χωρίς πολιτικό περιεχόμενο, που ενθάρρυνε σε μεγάλο βαθμό και η Αριστερά,(γιαουρτώματα, προπηλακισμοί, ύβρεις, μούντζες κτλ). Αυτή η προϊούσα αμφισβήτηση της ίδιας της δημοκρατίας, σε συνδυασμό με της αίσθηση ανασφάλειας και απουσίας του Κράτους στα αστικά κέντρα και κυρίως στο κέντρο της Αθήνας, ανέδειξε από το σκοτάδι μία οργάνωση-εξάμβλωμα, αποτελούμενη από κατά συρροή εγκληματίες και υποδίκους του υπόκοσμου, που κυκλοφορούν με ξυρισμένα κεφάλια, απειλούν, βρίζουν, δολοφονούν και καταδιώκουν μετανάστες και αντιφασίστες, και που παίρνουν αξία αποκλειστικά από την καλλιέργεια μίσους και τρόμου, και από την απόλυτη πίστη σε ένα διοπτροφόρο κακέκτυπο του Χίτλερ, με τσιριχτή φωνή και διαπιστευτήρια αμετανόητου μισαλλόδοξου και αντιδημοκράτη. Μάλιστα ,με το που απέκτησαν φωνή και παρουσία, απαιτούν από την κοινωνία πειθαρχία και υποταγή στις «αξίες» τους. Το συνονθύλευμα αυτό από μισάνθρωπους υμνητές της βίας, διεκδικεί τώρα ρόλο προστάτη των αδυνάμων, που του έχει παραχωρηθεί από το ίδιο το κράτος και τους μηχανισμούς του. Και κάποια απελπισμένα θύματα της κρίσης, κυρίως άνεργοι και νέοι άνδρες που επιδιώκουν κάποια διέξοδο σε έναν κακώς εννοούμενο «ριζοσπαστισμό», ψήφισαν τη Χρυσή Αυγή, χωρίς συνήθως να ξέρουν τι ψηφίζουν και έχοντας την αφελή, βλακώδη πεποίθηση ότι χτυπούν το σύστημα, προσβάλλοντας τον ανθρωπισμό, την ιστορία και τη μνήμη των θυμάτων του ναζισμού. Το θετικό είναι ότι οι «πατριώτες» της Χρυσής Αυγής, είναι τόσο εθισμένοι στον αυταρχισμό και το μίσος, που δεν έχουν τη στοιχειώδη νοημοσύνη να κρατήσουν τα προσχήματα, εκδηλώνοντας συνεχώς την περιφρόνησή τους για τη δημοκρατία. Και επειδή ο δικομματισμός σε συντριπτικό ποσοστό, παρά τις περί του αντιθέτου διαβεβαιώσεις, ανέχεται τη Χρυσή Αυγή, ως βαλβίδα ακίνδυνης γι’ αυτόν εκτόνωσης, οφείλει η κοινωνία να αντιδράσει και να κηρύξει τους νεοναζί «παράνομους» και ανεπιθύμητους παντού, αφού το κράτος δεν έχει συμφέρον ούτε και σκοπό να το κάνει, και να καταστήσει σαφές ότι ο κ. Μιχαλολιάκος και τα «λεβεντόπαιδά» του δεν έχουν θέση σε μια χώρα και ένα πολίτευμα που θέλει να λέγεται δημοκρατικό. Η αντίδραση αυτή είναι όρος επιβίωσης για τα κεκτημένα από το 1789 και μετά, όχι μόνο της χώρας μας αλλά και ολόκληρου του κόσμου.
Ένα ερώτημα είναι κυρίαρχο σε σχέση με τις εκλογές της 6ης Μάιου καθώς και τις επερχόμενες του Ιουνίου: αποτέλεσαν απλή καταδίκη του Μνημονίου και τιμωρία του δικομματισμού που οδήγησε τη χώρα στο Μνημόνιο, και διαχειρίστηκε την κρίση με τρόπο αδιέξοδο, αναποτελεσματικό και κοινωνικά άδικο, ή αποτέλεσαν την απαρχή για μια ριζική στροφή στον διεθνή προσανατολισμό της Ελλάδας και τη σχέση της με την Ευρώπη; Με άλλα λόγια: επιβάλλει η λαϊκή ψήφος μια συνεργασία των «φιλοευρωπαϊκών» κομμάτων των «δυνάμεων της ευθύνης», με σκοπό την απλή τροποποίηση και «σταδιακή απαγκίστρωση» από το Μνημόνιο, χωρίς αλλαγή της βασικής του φιλοσοφίας, ώστε να παραμείνουμε στην Ευρωζώνη, ή επιβάλλει μια αποφασιστική ρήξη με την νεοφιλελεύθερη συντηρητική ευρωπαϊκή ηγεσία και με την καταστροφική λιτότητα που έχει επιβάλλει, και η οποία απειλεί να τινάξει στον αέρα ολόκληρο το ευρωπαϊκό οικοδόμημα;
Τα δύο μεγάλα κόμματα πορεύτηκαν και πορεύονται με τη λογική του «φιλοευρωπαϊκού μετώπου της ευθύνης και της αλήθειας», με βασικό οδικό χάρτη το μνημόνιο και αποδεχόμενα τις συνέπειες που επιφέρει η πολιτική λιτότητας, ως δήθεν αναγκαίες θυσίες για να διασφαλιστεί η ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας. Το ΠΑΣΟΚ, ως βασικός υπεύθυνος της πορείας των 2 τελευταίων ετών, ζήτησε από το εκλογικό σώμα να ξεχάσει την ανικανότητα, και την ανακολουθία κορυφαίων στελεχών του, και, με ορισμένες χιλιοειπωμένες υποσχέσεις για τροποποίηση του Μνημονίου, (χωρίς να απαντήσει γιατί δεν επέφερε τις τροποποιήσεις όταν ακόμα είχε άνετη κοινοβουλευτική πλειοψηφία και κοινωνική συναίνεση), επιχείρησε, σε ένδειξη αυτοκριτικής, να εμφανιστεί ως σωτήρας όσων κατέστρεψε και εγγυητής για την ανασυγκρότηση της κεντροαριστεράς. Ανασύροντας ανεπιτυχώς το διχαστικό δίλλημα «μνημόνιο ή χάος», κατακρημνίστηκε από το 44 στο 13%, τερματίζοντας ουσιαστικά τον κύκλο του ως κόμμα εξουσίας. Αντίστοιχα, η ΝΔ προέβαλλε το αλαζονικό και ουτοπικό αίτημα της αυτοδυναμίας, κατηγορώντας τον πρώην εταίρο της στην κυβέρνηση Παπαδήμου ως μοναδικό υπαίτιο της κρίσης, χωρίς και αυτή να εξηγήσει πως το Μνημόνιο μετατράπηκε σε μια νύχτα από καταστροφή σε αναγκαιότητα. Έτσι, ο αρχηγός της εξευτελίστηκε, περιοριζόμενος στο ταπεινωτικό 18%, και τώρα επιχειρεί να συμμαζέψει τα ερείπια του κόμματός του, επεξεργαζόμενος ένα υβρίδιο με το όνομα «κεντροδεξιό ευρωπαϊκό μέτωπο», το οποίο δεν έχει καμία κοινωνική υποστήριξη, και γελοιοποιεί ακόμα περισσότερο τους εμπλεκόμενους σε αυτό, αφού το μνημόνιο που θέλουν να τροποποιήσουν, είναι η υλοποίηση της ίδιας τους της ιδεολογίας(του οικονομικού νεοφιλελευθερισμού).
Μαζί όμως με τα κόμματα που στήριξαν(διαχρονικά ή συγκυριακά) το μνημόνιο, καταρρέει και η αξιοπιστία των ΜΜΕ (έντυπων και ηλεκτρονικών), που, στη συντριπτική τους πλειοψηφία, υποστήριζαν την αναγκαιότητα εμμονής στις νεοφιλελεύθερες πολιτικές του μνημονίου («Καθημερινή», ΣΚΑΙ κτλ). Τα ίδια αυτά μέσα, θορυβημένα από το αποτέλεσμα των εκλογών, επαναφέρουν με αυξανόμενη ένταση τη γνωστή ιστορία ότι η Ελλάδα βρίσκεται σε ένα σταυροδρόμι, όπου από τη μια πλευρά βρίσκεται ο δρόμος του εκσυγχρονισμού και της ευρωπαϊκής πορείας(«μνημονιακές» δυνάμεις), και από την άλλη βρίσκονται οι δυνάμεις των «άκρων»(αριστερών και δεξιών), του «λαϊκισμού» και της «καταστροφής». Μας ζητούν να ψηφίσουμε με «λογική και ευθύνη», αγνοώντας τις καθημερινές αυτοκτονίες, την ανεργία, τις κλειστές επιχειρήσεις, την ύφεση και την απελπισία, που είναι άμεσες συνέπειες της πολιτικής που υποτίθεται πως διασφαλίζει την παραμονή μας στο ευρώ και την Ευρώπη. Φτάνουν μάλιστα ορισμένοι στο εξοργιστικό σημείο να εκβιάζουν τη λαϊκή βούληση, υποστηρίζοντας με περισσό θράσος και άγνοια, ότι ενδεχόμενη ανατροπή του Μνημονίου και επιστροφή στη δραχμή θα σημάνει τον κίνδυνο δικτατορίας(!)(όπως γράφτηκε χαρακτηριστικά «οι χρυσαυγίτες ήδη ονειρεύονται τη δημοκρατία της Βαϊμάρης»), και στιγματίζοντας συλλήβδην όσους έχουν ταχθεί κατά της πολιτικής λιτότητας ως συντεχνίες, βολεμένους, νοσταλγούς του αυταρχισμού και της Σοβιετικής Ένωσης(!), αγνοώντας προκλητικά τις αβυσσαλέες πολιτικές και ιδεολογικές διαφορές όσων συναποτελούν τις «αντιμνημονιακές» δυνάμεις( που εκτείνονται από το ΚΚΕ μέχρι τη Χρυσή Αυγή). Ξεχνούν βέβαια επιμελώς να επισημάνουν ότι η προηγούμενη παγκόσμια κρίση του νεοφιλελευθερισμού δεν ξεπεράστηκε μόνο αυταρχικά με τις δικτατορίες της δεκαετίας του 30(Χίτλερ, Μουσολίνι κτλ), αλλά και με το New Deal του Ρούζβελτ, που αποτέλεσε την απαρχή του κεινσιανής έμπνευσης κρατικού παρεμβατισμού και του κράτους πρόνοιας, που συνδέθηκε με την πιο μακρόχρονη περίοδο ανάπτυξης και ευημερίας στην ιστορία του καπιταλισμού. Αλλά αυτά είναι ενοχλητικές λεπτομέρειες για τους «σωτήρες» του Μνημονίου, εγχώριους και ξένους…
Όσον αφορά στους δύο μεγάλους κερδισμένους των εκλογών, ο ΣΥΡΙΖΑ κατέγραψε μια εντυπωσιακή άνοδο και κατάφερε να συσπειρώσει ευρείες προοδευτικές δυνάμεις, όχι επειδή εισέπραξε απλώς μια ψήφο διαμαρτυρίας ή επειδή ο λαός αρέσκεται σε ευχάριστες ουτοπίες κάποιων δημαγωγών, όπως υποστηρίζουν οι στυλοβάτες του νεοφιλελευθερισμού, κόμματα και ΜΜΕ, αλλά εξέφρασε μια αυθεντική ελπίδα άρσης του αδιεξόδου, για δύο κυρίως λόγους: Πρώτον, σε αντιδιαστολή με τον απομονωτισμό και τη μονολιθικότητα του ΚΚΕ, είναι το μοναδικό κόμμα που υποστήριξε ευθέως και έμπρακτα την ανάγκη ενότητας και συνεργασίας των δυνάμεων της Αριστεράς απέναντι στην κρίση, επιδιώκοντας συνεννόηση με πολλές δυνάμεις του χώρου εντός και εκτός Βουλής, ανεξαρτήτως του πόσο επιδέξια και επιτυχώς διαχειρίστηκε τη δύναμή του, και παρά τις επιμέρους αστοχίες και την πολυφωνία. Πρότεινε κάποιες ελάχιστες προϋποθέσεις κυβερνητικής σύμπραξης στις οποίες έμεινε πιστός, παρά το γεγονός ότι είναι συζητήσιμο κατά πόσον αυτές είναι υλοποιήσιμες, και ότι απέφυγε να θίξει το (πολύ πιθανό) ενδεχόμενο αναγκαστικής εξόδου από το ευρώ, αν οι δανειστές μας παραμείνουν ανυποχώρητοι στη συνταγή της λιτότητας. Δεύτερον, αμφισβήτησε ευθέως το ψευδοδίλημμα «ευρώ ή δραχμή» και «μέσα ή έξω από την Ευρώπη», και κατέδειξε σαφώς ότι το Μνημόνιο ως έχει είναι αυτό που θα μας οδηγήσει με βεβαιότητα και τεράστιο κοινωνικό κόστος εκτός ευρώ. Δεν αρκούν «τροποποιήσεις», «επιμηκύνσεις» και «κουρέματα». Αυτό που χρειάζεται είναι μια ριζική αμφισβήτηση και ρήξη με τον πυρήνα της πολιτικής των μνημονίων που εξαθλιώνει τις μεσαίες και κατώτερες τάξεις συσσωρεύοντας χρέη χωρίς αποτέλεσμα. Σημάδια της ρήξης αυτής είναι ήδη φανερά και πρέπει να γενικευτούν σε Ελλάδα και Ευρώπη, με μαζικούς αγώνες και συμμετοχή σε όλα τα επίπεδα. Στην ίδια την «υπερδύναμη» Γερμανία τα συνδικάτα ζητούν αυξήσεις μετά από μια δεκαετία στάσιμων αποδοχών. Την Ευρώπη και την ευρωζώνη, μπορεί να σώσει μόνο η ανάπτυξη, που θα έρθει μέσα από την κρατική παρέμβαση με στόχο την ενίσχυση των εισοδημάτων και της ζήτησης σε επίπεδο κρατών- μελών, και από τον απευθείας δανεισμό από την ΕΚΤ και τη μεταβίβαση κονδυλίων για δημόσιες επενδύσεις, σε επίπεδο ΕΕ. Αυτό το έχουν καταλάβει όλοι οι σοβαροί οικονομολόγοι και πολιτικοί αναλυτές παγκοσμίως και αυτό πρέπει να διεκδικήσει η Αριστερά σήμερα. Η ενίσχυση του ΣΥΡΙΖΑ συνεπώς αυξάνει ανάλογα και τις ευθύνες του για την άρθρωση της εναλλακτικής πρότασης και την ειλικρινή αναζήτηση εγχώριων και διεθνών συμμαχιών, με στόχο την ανατροπή της οικονομίας του laissez-faire, που νεκρανασταίνεται αποτυχούσα. Αν δεν το πετύχει, θα έχει τη μοίρα του ΠΑΣΟΚ. Βεβαίως, η ριζική αυτή ανατροπή δεν αναμένεται να έρθει άμεσα, ωστόσο η αναμενόμενη περαιτέρω ενίσχυση της Αριστεράς ανοίγει δυναμικά το δρόμο, εφόσον αντιμετωπιστεί με ρεαλισμό, αλλά ταυτόχρονα με πίστη ότι αυτό που μέχρι χθες φάνταζε αδύνατο μπορεί να επιτευχθεί, με υπομονή και επιμονή.
Τέλος, η ανησυχητική εκτίναξη των ποσοστών της Χρυσής Αυγής είναι επίσης σύμπτωμα των τεράστιων αλλαγών στους πολιτικούς συσχετισμούς, που έχει επιφέρει η κρίση. Τα αδιέξοδα και οι αδικίες των μνημονίων, με την απόγνωση και την απαξίωση της πολιτικής που έχουν δημιουργήσει, προκάλεσε σε μεγάλο τμήμα της κοινωνίας τον εθισμό σε βίαιες, φασίζουσες αντιδράσεις χωρίς πολιτικό περιεχόμενο, που ενθάρρυνε σε μεγάλο βαθμό και η Αριστερά,(γιαουρτώματα, προπηλακισμοί, ύβρεις, μούντζες κτλ). Αυτή η προϊούσα αμφισβήτηση της ίδιας της δημοκρατίας, σε συνδυασμό με της αίσθηση ανασφάλειας και απουσίας του Κράτους στα αστικά κέντρα και κυρίως στο κέντρο της Αθήνας, ανέδειξε από το σκοτάδι μία οργάνωση-εξάμβλωμα, αποτελούμενη από κατά συρροή εγκληματίες και υποδίκους του υπόκοσμου, που κυκλοφορούν με ξυρισμένα κεφάλια, απειλούν, βρίζουν, δολοφονούν και καταδιώκουν μετανάστες και αντιφασίστες, και που παίρνουν αξία αποκλειστικά από την καλλιέργεια μίσους και τρόμου, και από την απόλυτη πίστη σε ένα διοπτροφόρο κακέκτυπο του Χίτλερ, με τσιριχτή φωνή και διαπιστευτήρια αμετανόητου μισαλλόδοξου και αντιδημοκράτη. Μάλιστα ,με το που απέκτησαν φωνή και παρουσία, απαιτούν από την κοινωνία πειθαρχία και υποταγή στις «αξίες» τους. Το συνονθύλευμα αυτό από μισάνθρωπους υμνητές της βίας, διεκδικεί τώρα ρόλο προστάτη των αδυνάμων, που του έχει παραχωρηθεί από το ίδιο το κράτος και τους μηχανισμούς του. Και κάποια απελπισμένα θύματα της κρίσης, κυρίως άνεργοι και νέοι άνδρες που επιδιώκουν κάποια διέξοδο σε έναν κακώς εννοούμενο «ριζοσπαστισμό», ψήφισαν τη Χρυσή Αυγή, χωρίς συνήθως να ξέρουν τι ψηφίζουν και έχοντας την αφελή, βλακώδη πεποίθηση ότι χτυπούν το σύστημα, προσβάλλοντας τον ανθρωπισμό, την ιστορία και τη μνήμη των θυμάτων του ναζισμού. Το θετικό είναι ότι οι «πατριώτες» της Χρυσής Αυγής, είναι τόσο εθισμένοι στον αυταρχισμό και το μίσος, που δεν έχουν τη στοιχειώδη νοημοσύνη να κρατήσουν τα προσχήματα, εκδηλώνοντας συνεχώς την περιφρόνησή τους για τη δημοκρατία. Και επειδή ο δικομματισμός σε συντριπτικό ποσοστό, παρά τις περί του αντιθέτου διαβεβαιώσεις, ανέχεται τη Χρυσή Αυγή, ως βαλβίδα ακίνδυνης γι’ αυτόν εκτόνωσης, οφείλει η κοινωνία να αντιδράσει και να κηρύξει τους νεοναζί «παράνομους» και ανεπιθύμητους παντού, αφού το κράτος δεν έχει συμφέρον ούτε και σκοπό να το κάνει, και να καταστήσει σαφές ότι ο κ. Μιχαλολιάκος και τα «λεβεντόπαιδά» του δεν έχουν θέση σε μια χώρα και ένα πολίτευμα που θέλει να λέγεται δημοκρατικό. Η αντίδραση αυτή είναι όρος επιβίωσης για τα κεκτημένα από το 1789 και μετά, όχι μόνο της χώρας μας αλλά και ολόκληρου του κόσμου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου