«Τουλάχιστον το κορίτσι σε πρόλαβε με μαλλιά» πέταξε με την μεγαλύτερη δυνατή ελαφρότητα η κομμώτρια, που περισσότερο από κομμώτρια είναι μάλλον φίλη.
Βρισκόμαστε σ’ αυτό το σημείο που το χιούμορ δεν σώζει πια. Η χαλαρότητα δεν κάνει τίποτα. Σε κάθε κούρεμα τα τελευταία χρόνια τα ίδια αστεία, ο άνετος αυτοσαρκασμός, η ελαφριά ανησυχία που μετατρέπεται σε πειράγματα και επισημάνσεις ωραίων φαλακρών. Αυτή τη φορά όμως, το πράγμα μοιάζει χειρότερο, πιθανότατα είναι κιόλας. Στο κούρεμα συνειδητοποιείς ότι τρέχοντας για τον αυτοσαρκασμό σε πρόλαβε η πραγματικότητα. Δεν είναι πια οι τρίχες που πέφτουν το θέμα. Δεν είναι η μελλοντική φαλάκρα. Το σχόλιο για το «τί πρόλαβε το κορίτσι» οδηγεί σε μια, εκτός έδρας και a priori χαμένη, αναμέτρηση με το χρόνο τον ίδιο. Τρίχα τρίχα, ψαλιδιά την ψαλιδιά, αστείο το αστείο, μετράς όχι πια αντίστροφα για ένα κεφάλι που ποτέ δεν φαντάστηκες, αλλά κανονικά. Μετράς απ’ την αρχή αυτά που πρόλαβες να δεις ή να χάσεις, να χαρείς ή να αποχαιρετήσεις. Γίνεσαι μελό φορώντας μια γελοία λευκή ή γαλάζια πετσέτα, γίνεσαι δραματικός την ώρα που σε ξύνει ο λαιμός και ο σβέρκος. Μετράω τα χρόνια με το κενό που ξεπροβάλλει απειλητικό, σαν τα πιο άγρια λυσσασμένα δόντια, στο μπροστινό μέρος του κεφαλιού. Στο ενδεχόμενο αυτό κενό παίζονται ξανά όλα.
Πριν ένα εκατομμύρια χρόνια, στην τσάντα δεν χωρούσαν ταυτότητες, πορτοφόλια, ληξιπρόθεσμες οφειλές και εκκρεμότητες όλων των ειδών, παρά μια σπράιτ και ένα σάντουιτς. Την είδες και έπαθες κάτι που δεν ήξερες να το πεις, δεν ήξερες να το εξηγήσεις ή να το ονομάσεις. Δεν ήξερες καν να το χαρείς. Ίσως το πρώτο κορίτσι που θυμάμαι να μ’ αρέσει, να μου άρεσε τόσο, επειδή ήταν τόσο εξωπραγματικά ξανθό, σ’ έναν κόσμο σαν το δικό μου, κυρίως δηλαδή καστανό. Το επόμενο ξανθό κορίτσι που ερωτεύτηκα ήταν δύσκολο παιδί, η υπόθεση έμοιαζε χαμένη και τελείωσε τόσο ψυχοφθόρα όσο προστάζουν οι εφηβικοί έρωτες. Αργότερα θα αποδεικνυόταν ότι μια χυλόπιτα δεν είναι καθόλου ζόρικη, μπροστά στη θέα του έρωτα πέντε χρόνια μετά. Μάγουλα ρουφηγμένα, δόντια χαλασμένα, βλέμμα χαμένο. Πρέζα. Ο εφηβικός έρωτας διαλυμένος, με χαιρετάει πετώντας μισόλογα. Οι αναμνήσεις δεν ξέρουν αν πρέπει να αυτοκτονήσουν ή να παλέψουν να κρατηθούν με τα νύχια απ’ το χείλος του γκρεμού. Ο εφηβικός έρωτας θα δεχτεί πυροβολισμούς, όχι επειδή ξέχασα, αλλά από μια πραγματικότητα που δεν γίνεται να ξεχαστεί.
Πριν ένα εκατομμύρια χρόνια, στο γκαζόν δίπλα στην πλατεία γινόταν ένα μουντιάλ πιο σπουδαίο απ’ το μουντιάλ. Πεναλτάκια με μικρό αυτοσχέδιο τέρμα και για δοκάρια δυο φοίνικες. Ο καθένας την αγαπημένη του εθνική. Εδώ υπήρχε μόνο Ιταλία, μόνο Ρομπέρτο Μπάτζιο, μόνο θεϊκός κοτσιδάκιας και ανεπανάληπτοι πανηγυρισμοί για ένα πέναλτι, φοίνικα και μέσα. Ο ένας φίλος, πολύ καλός φίλος, εθνική Γερμανίας αυτός, Κλίνσμαν δεν βγαίνει κάθε μέρα να το παραδεχτούμε, μοίραζε γκολ και μετά πατάτες απ’ το σουβλατζίδικο. Στα 18 που έφυγα απ’ την Αθήνα τον έχασα για να μάθω ότι ένα χρόνο αργότερο πέρασε στην επαρχία Παιδαγωγικό. Έπειτα από πολλά χρόνια τον είδα τυχαία έξω απ’ το πατρικό μου. Με τρόμαξαν τα ρούχα του. Τον κοίταξα από μακριά, αλλά δεν του μίλησα. Ρώτησα, έμαθα. Παράτησε το παιδαγωγικό, ξανάδωσε πανελλήνιες ή κατέθεσε ξανά μηχανογραφικό δεν ξέρω. Αστυνομική σχολή. Ο Κλίνσμαν τώρα ήταν μπάτσος και αντί για τάκλιν είχε χειροπέδες.
Πριν από ένα εκατομμύριο χρόνια, πέρασα δίπλα από την πρώτη πορεία Πολυτεχνείου. Κόκκινες και μαύρες σημαίες, αυτό μου έμεινε. Στο σχολείο και στο αυτοκίνητο του πατέρα, κασέτες με Λοΐζο και Θεοδωράκη. Ποιοί ήταν αυτοί και ποιοί είναι αυτοί που βγαίνουν στο δρόμο και φωνάζουν συνθήματα; Αργότερα, μια βραδιά σε μια συναυλία αλληλεγγύης καθισμένος στην αποκλεισμένη Πανεπιστημίου σταυροπόδι, ο κόσμος προσπάθησε να απαντήσει με μιας σε όλα τα ερωτήματα. Δεν είχε λόγια και επιχειρήματα η απάντηση. Είχε μόνο πρόσωπα. Πρόσωπα κάποιων φυλακισμένων που έκαναν απεργία πείνας, που εξεγείρονταν, που ζητούσαν ένα ελάχιστο περιθώριο. Γι’ αυτούς ήταν η συναυλία. Ύστερα τα πρόσωπα που έβλεπα γύρω μου οκλαδόν. Τα πρόσωπα των ανθρώπων που αγωνιούσαν για τους άλλους, τους αδύναμους, τους ανήμπορους, τους έγκλειστους. Τα πρόσωπα που με όλους τους λάθους, τους ηλίθιους, τους στρεβλούς τρόπους βρίσκονταν γύρω μου. Τα ίδια πρόσωπα που βλέπω τόσα χρόνια τώρα στους δρόμους. Τα ίδια πρόσωπα που ένα σάιτ της ελληνικής αστυνομίας τα βλέπει αλλιώς. Τρια κλικ. Προφίλ, προφίλ, ανφας. Τρία κλικ ξεφτίλας. Όχι για τα πρόσωπα. Η ξεφτίλα είναι όλη του φωτογράφου και του θεατή και του σιωπηλού τηλεθεατή.
Πριν ένα εκατομμύριο χρόνια, σκεφτόμαστε δουλειές και ονειρευόμαστε το ένα ή το άλλο. Το πιο τρελό, το πιο ωραίο, το πιο δημιουργικό, το πιο πλούσιο. Όλα μαζί μπερδεμένα και χωρίς αρχή, μέση και τέλος. Χωρίς λογική ή υπόβαθρο. Θα κάναμε πολλά πράγματα με τις δουλειές μας. Πριν πέντε χρόνια οι φίλοι μου έκαναν δουλειές που δεν τους άρεσαν και προσπαθούσαν να βρουν τρόπους να ασχοληθούν με αυτά που τους αρέσουν. Ονειρεύονταν αλλαγές, επιβιώνοντας στο μεταξύ. Τώρα οι φίλοι μου βρίσκονται σε ένα κενό. Κάποιοι σιχαίνονται τις δουλειές τους, αλλά δεν μπορούν να φύγουν. Κάποιοι ψάχνουν δουλειές κι ας τις σιχαίνονται. Κανείς δεν ονειρεύεται. Οι αλλαγές στο μυαλό τους μοιράζονται τις ίδιες πιθανότητες με το τυχερό λαχείο που όμως ποτέ δεν αγοράζουν. Όλοι, ακροβατούν πάνω απ’ το ίδιο κενό.
*
Το μελόδραμα και το ξύσιμο σταματάνε απ’ την ίδια φράση: «με γειά» και μια φάπα. Το κενό στο κεφάλι μου, τελικά με ένα μαγικό τρόπο δεν εμφανίστηκε πλήρως ακόμη. Τη γλιτώσαμε για τώρα. Το κορίτσι θα με προλάβει λίγο ακόμη έτσι.
http://tovytio.wordpress.com/2012/10/22/trixes/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου