...της Δόξας Τούφα
Όλοι έχουν το δικαίωμα να πέσουν.
Κι αν βρουν τη δύναμη και το σθένος να σηκωθούν, να μαζέψουν τα κομμάτια τους και ξανασταθούν στα πόδια τους έτοιμοι να αντικρίσουν και πάλι τη ζωή με αισιοδοξία, αυτό θα είναι κάτι για το οποίο θα πρέπει να νιώθουν περήφανοι.
Αλλά, μπορούν αυτοί οι άνθρωποι να λυγίσουν δεύτερη φορά;
Έχουν το δικαίωμα να πέσουν για τον ίδιο λόγο;
Κι αν ναι, θα έχουν την ευκαιρία να επανορθώσουν στα μάτια αυτών που ήδη τους έχουν συγχωρέσει στο παρελθόν;
Κι αν την έχουν, θα είναι πραγματικά αποδεκτοί και άξιοι εμπιστοσύνης από 'δω και στο εξής σ' αυτούς που πλήγωσαν με τον ίδιο τρόπο επανειλημμένως και πιο παλιά;
Κι αν ξανα-ξαναγίνει στο μέλλον;
"Ήταν σαν Το Παρελθόν απλά να χτύπησε την πόρτα, να μπήκε χωρίς καμία άδεια και στρογγυλοκάθισε στον καναπέ του σπιτιού μου.
Με κοιτούσε με ένα πρόστυχο βλέμμα κι ένα χυδαίο χαμόγελο περιμένοντας ξεδιάντροπα την επόμενή μου κίνηση.
Εγώ σαν στύλη άλατος προσπάθησα να αρθρώσω κάτι για να πάρω εξηγήσεις μα εκείνο ήταν πιο γρήγορο.
Με άρπαξε αιφνιδιαστικά και με φίλησε άγαρμπα.
Με το φιλί του ρούφηξε λαίμαργα από μέσα μου ότι είχα καταφέρει να χτίσω μετά την τελευταία του πανωλεθρία.
Πριν προλάβω να αντιδράσω, να αποφύγω το αναπόφευκτο, είχα ήδη κυλήσει.
Εκείνο, παρασυρμένο απ' την ζοφερή του νίκη και διψασμένο από πόθο με έριξε βίαια στο πάτωμα.
Ήταν πια αργά.
Στροβιλιζόμασταν χωρίς ανάσα για ώρες σε μια συνουσία που έμοιαζε περισσότερο με πάλη σώμα με σώμα και μέχρι θανάτου, παρά με οτιδήποτε άλλο.
Την ίδια στιγμή που εκστασιαζόμουν σε κάποιο οργασμό, την ίδια εκείνη στιγμή μετάνιωνα θανάσιμα για τον φαύλο κύκλο που είχα ξανατυλίξει με τα ίδια μου τα χέρια γύρω απ' το λαιμό μου.
Ηδονή και μαρτύριο.
Πνιγόμουνα.
Κι όταν η κορύφωση ήλθε κι απήλθε με μίσησα απ' την αρχή.
Του ψιθύρησα να φύγει.
Εκείνο βγήκε εκτός εαυτού.
Τα μάτια του θόλωσαν,
γύρισαν ανάποδα,
ύστερα επανήλθαν,
οι κόρες τους με μιας μίκρυναν σαν κουκκίδες.
Έσμιξε τα φρύδια του μέχρι αυτά να γίνουν μία λεπτή μαύρη γραμμή στο μέτωπό του,
τα ρουθούνια του άνοιξαν κι άρχισαν να βγάζουν καπνούς.
Κόκκινα δάκρυα κυλούσαν στα ωχρά μάγουλά του.
Άνοιξε το στόμα του και τσίριξε άναρθρα επιχειρήματα με μια διαπεραστική εξωπραγματική κραυγή προκαλλώντας έναν αβάσταχτο θόρυβο που κάλυπτε εντελώς τις δικιές μου στριγκλιές αγωνίας.
Τα μάτια του, τα ρουθούνια του, το στόμο του, ολόκληρο πια πετούσε σπίθες.
Έμοιαζε με βόμβα έτοιμη να εκραγεί και να σκοτώσει ότι υπήρχε κοντά της σε ακτίνα χιλιομέτρων.
Τότε τυλίχτηκε στις φλόγες και μέσα σε λίγα λεπτά έγινε σκόνη στα πόδια μου.
Λαχανιασμένη κοίταξα γύρω μου.
Το δωμάτιο ήταν άνω κάτω, κομμάτια στάχτης πετούσαν παντού.
Στην ατμόσφαιρα υπήρχε αυτή η απαίσια μυρωδιά της εγκατάλειψης, μιας απέραντης απογοήτευσης και μιας μοναξιάς δίχως τέλος, δίχως έλεος.
Έπεσα στα γόνατα και κουλουριάστηκα σαν έμβρυο στη μέση του χάους.
Γυμνή, μόνη κι απροστάτευτη ξανά.
Έκλαιγα δυνατά για πολύ ώρα που όμως τώρα μοιάζει λίγη, ελάχιστη.
Με την άκρη του ματιού μου διέκρινα ένα θραύσμα σπασμένου καθρέφτη.
Αν πίστευα σε κάτι θα ορκιζόμουν πως μέσα στο βλέμμα μου είδα τη σκιά του για ένα δευτερόλεπτο.
Τρόμαξα.
Πήρα το κομμάτι γυαλί και το έσφιξα με μίσος στην παλάμη μου μέχρι που εκείνη μάτωσε.
Και τότε άκουσα έναν ήχο, έναν ήχο τόσο γλυκό, ελαφρύ, σαν χάδι παρηγοριάς σε κάποιον που μόλις είδε τη ζωή του να περνάει μπροστά απ' τα μάτια τουυ.
Κοίταξα προς τα κει και τότε το είδα.
Ένα θαύμα.
Μέσα από το βουναλάκι της στάχτης ξεπήδησε η Μαύρη Πεταλούδα.
Τίναξε όλο γοητεία και χάρηι τα εβένινα φτερά της, έπειτα τα ανοιγόκλεισε δυο τρεις φορές για να δει αν όλα λειτουργούν σωστά και πέταξε προς το μέρος μου.
Της άπλωσα την ματωμένη μου παλάμη και μόλις εκείνη στάθηκε σ' αυτή, η πληγή έπαψε να αιμοραγεί, οι λεκέδες απορροφήθηκαν πίσω και το σημάδι έκλεισε μέχρι που χάθηκε τελείως.
Σαν να μην συνέβει ποτέ."
Κι αν βρουν τη δύναμη και το σθένος να σηκωθούν, να μαζέψουν τα κομμάτια τους και ξανασταθούν στα πόδια τους έτοιμοι να αντικρίσουν και πάλι τη ζωή με αισιοδοξία, αυτό θα είναι κάτι για το οποίο θα πρέπει να νιώθουν περήφανοι.
Αλλά, μπορούν αυτοί οι άνθρωποι να λυγίσουν δεύτερη φορά;
Έχουν το δικαίωμα να πέσουν για τον ίδιο λόγο;
Κι αν ναι, θα έχουν την ευκαιρία να επανορθώσουν στα μάτια αυτών που ήδη τους έχουν συγχωρέσει στο παρελθόν;
Κι αν την έχουν, θα είναι πραγματικά αποδεκτοί και άξιοι εμπιστοσύνης από 'δω και στο εξής σ' αυτούς που πλήγωσαν με τον ίδιο τρόπο επανειλημμένως και πιο παλιά;
Κι αν ξανα-ξαναγίνει στο μέλλον;
"Ήταν σαν Το Παρελθόν απλά να χτύπησε την πόρτα, να μπήκε χωρίς καμία άδεια και στρογγυλοκάθισε στον καναπέ του σπιτιού μου.
Με κοιτούσε με ένα πρόστυχο βλέμμα κι ένα χυδαίο χαμόγελο περιμένοντας ξεδιάντροπα την επόμενή μου κίνηση.
Εγώ σαν στύλη άλατος προσπάθησα να αρθρώσω κάτι για να πάρω εξηγήσεις μα εκείνο ήταν πιο γρήγορο.
Με άρπαξε αιφνιδιαστικά και με φίλησε άγαρμπα.
Με το φιλί του ρούφηξε λαίμαργα από μέσα μου ότι είχα καταφέρει να χτίσω μετά την τελευταία του πανωλεθρία.
Πριν προλάβω να αντιδράσω, να αποφύγω το αναπόφευκτο, είχα ήδη κυλήσει.
Εκείνο, παρασυρμένο απ' την ζοφερή του νίκη και διψασμένο από πόθο με έριξε βίαια στο πάτωμα.
Ήταν πια αργά.
Στροβιλιζόμασταν χωρίς ανάσα για ώρες σε μια συνουσία που έμοιαζε περισσότερο με πάλη σώμα με σώμα και μέχρι θανάτου, παρά με οτιδήποτε άλλο.
Την ίδια στιγμή που εκστασιαζόμουν σε κάποιο οργασμό, την ίδια εκείνη στιγμή μετάνιωνα θανάσιμα για τον φαύλο κύκλο που είχα ξανατυλίξει με τα ίδια μου τα χέρια γύρω απ' το λαιμό μου.
Ηδονή και μαρτύριο.
Πνιγόμουνα.
Κι όταν η κορύφωση ήλθε κι απήλθε με μίσησα απ' την αρχή.
Του ψιθύρησα να φύγει.
Εκείνο βγήκε εκτός εαυτού.
Τα μάτια του θόλωσαν,
γύρισαν ανάποδα,
ύστερα επανήλθαν,
οι κόρες τους με μιας μίκρυναν σαν κουκκίδες.
Έσμιξε τα φρύδια του μέχρι αυτά να γίνουν μία λεπτή μαύρη γραμμή στο μέτωπό του,
τα ρουθούνια του άνοιξαν κι άρχισαν να βγάζουν καπνούς.
Κόκκινα δάκρυα κυλούσαν στα ωχρά μάγουλά του.
Άνοιξε το στόμα του και τσίριξε άναρθρα επιχειρήματα με μια διαπεραστική εξωπραγματική κραυγή προκαλλώντας έναν αβάσταχτο θόρυβο που κάλυπτε εντελώς τις δικιές μου στριγκλιές αγωνίας.
Τα μάτια του, τα ρουθούνια του, το στόμο του, ολόκληρο πια πετούσε σπίθες.
Έμοιαζε με βόμβα έτοιμη να εκραγεί και να σκοτώσει ότι υπήρχε κοντά της σε ακτίνα χιλιομέτρων.
Τότε τυλίχτηκε στις φλόγες και μέσα σε λίγα λεπτά έγινε σκόνη στα πόδια μου.
Λαχανιασμένη κοίταξα γύρω μου.
Το δωμάτιο ήταν άνω κάτω, κομμάτια στάχτης πετούσαν παντού.
Στην ατμόσφαιρα υπήρχε αυτή η απαίσια μυρωδιά της εγκατάλειψης, μιας απέραντης απογοήτευσης και μιας μοναξιάς δίχως τέλος, δίχως έλεος.
Έπεσα στα γόνατα και κουλουριάστηκα σαν έμβρυο στη μέση του χάους.
Γυμνή, μόνη κι απροστάτευτη ξανά.
Έκλαιγα δυνατά για πολύ ώρα που όμως τώρα μοιάζει λίγη, ελάχιστη.
Με την άκρη του ματιού μου διέκρινα ένα θραύσμα σπασμένου καθρέφτη.
Αν πίστευα σε κάτι θα ορκιζόμουν πως μέσα στο βλέμμα μου είδα τη σκιά του για ένα δευτερόλεπτο.
Τρόμαξα.
Πήρα το κομμάτι γυαλί και το έσφιξα με μίσος στην παλάμη μου μέχρι που εκείνη μάτωσε.
Και τότε άκουσα έναν ήχο, έναν ήχο τόσο γλυκό, ελαφρύ, σαν χάδι παρηγοριάς σε κάποιον που μόλις είδε τη ζωή του να περνάει μπροστά απ' τα μάτια τουυ.
Κοίταξα προς τα κει και τότε το είδα.
Ένα θαύμα.
Μέσα από το βουναλάκι της στάχτης ξεπήδησε η Μαύρη Πεταλούδα.
Τίναξε όλο γοητεία και χάρηι τα εβένινα φτερά της, έπειτα τα ανοιγόκλεισε δυο τρεις φορές για να δει αν όλα λειτουργούν σωστά και πέταξε προς το μέρος μου.
Της άπλωσα την ματωμένη μου παλάμη και μόλις εκείνη στάθηκε σ' αυτή, η πληγή έπαψε να αιμοραγεί, οι λεκέδες απορροφήθηκαν πίσω και το σημάδι έκλεισε μέχρι που χάθηκε τελείως.
Σαν να μην συνέβει ποτέ."
bravo doxa...
ΑπάντησηΔιαγραφή