.....του Χρήστου Δερβεντλή
Προχωράει προς την πόρτα... Είναι μισάνοιχτη, σαν να τον καλεί να την ανοίξει διάπλατα και να αντικρίσει τα εσώψυχα του δωματίου. Μπαίνει. Την βλέπει καθισμένη στην άκρη του κρεβατιού, στην απέναντι πλευρά, με τα χέρια να κρύβουν το πρόσωπό της. Αυτά τα ίδια χέρια, που χθες τον αγκάλιαζαν...
Κάθεται δίπλα της. Νιώθει αμήχανα, αλλά κάτι πρέπει να κάνει. Ακουμπάει το χέρι του στον ώμο της.
"Τι έχεις;" τη ρωτάει.
"Κουράστηκα. Θέλω να πεθάνω." αποκρίνεται εκείνη. Ο τόνος της ήταν ατάραχος, σα να έλεγε το πιο απλό πράγμα στον κόσμο. Σα να αγόραζε καφέ, ας πούμε. Εκείνο το μυρωδάτο φρεσκοκομμένο καφέ.
Δεν τη φόβιζε ο θάνατος. Η ζωή τη φόβιζε. Άλλωστε, είχε καταλάβει ότι υπήρχαν πολύ χειρότερα πράγματα στον κόσμο από την ανυπαρξία. Το κεφάλι της σηκώθηκε, τον κοίταξε, του χάιδεψε το πρόσωπο και τα μάτια της έσταζαν αγάπη και ανακούφιση... Να'χε άραγε βρει τη λύτρωση σε αυτόν;
Σηκώθηκε, βγήκε στο μπαλκόνι, ένιωσε το ανατριχιαστικά οικείο αεράκι να της ψιθυρίζει και το ζήλευε. Το μιμήθηκε. Τα κατάφερε. Γλίτωσε από πολύ χειρότερα...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου