....της Αναστασίας - Μίλα Ποποβίδου
Eπιστρέφοντας τις προάλλες για το σπίτι μου από το κέντρο της Θεσσαλονίκης, σε μία διαδρομή που έχει καταντήσει η χειρότερη ρουτίνα για μένα, έκανα την καθιερωμένη στάση μου στο σταθμό των τρένων για να αλλάξω αστικό. Εκεί, δύο πρόσωπα μελαμψά και συμπαθητικά συνάμα, με πλησίασαν και με ρώτησαν αν είχαν πάρει το σωστό αστικό που θα τους οδηγούσε στο σταθμό των τρένων.
Τίποτα το ιδιαίτερο και το πρωτότυπο θα πει κανείς, μία ερώτηση επιβεβαίωσης. Πριν από αυτό όμως, από περιέργεια και μόνο άρχισα να παρατηρώ τις αντιδράσεις τους, τους είδα που δυσανασχετούσαν για το ποιoν να πλησιάσουν και από ποιoν να ζητήσουν διευκρινίσεις, ο ένας κάπως πιο τολμηρός από τον άλλον αποφάσισε να κάνει το μεγάλο βήμα και να αρθρώσει λόγο. Γιατί μεγάλο βήμα θα πει κανείς; Γιατί στην ψυχή αυτών των ανθρώπων, θα πω εγώ, βασιλεύει ο φόβος και η ανασφάλεια, αυτό ήταν ολοφάνερο ∙ το είδα, το ένιωσα. Φωνή τρεμάμενη, μάτια γεμάτα θλίψη και αγωνία για την αντίδρασή μου, άγχος για τα ελληνικά τους ∙ θα’ ναι ή όχι σωστά, θα μπορέσω να κατανοήσω αυτό που με ρωτάνε, θα μπορέσουν να εκλάβουν μία απλή και σαφή απάντηση για να ξεκινήσουν επιτέλους τον προορισμό τους προς το άγνωστο, ένα άγνωστο που για εκείνους φαντάζει μία πιθανή πατρίδα, μία όαση ανάπαυσης από το νομαδικό κυνηγητό στο οποίο έχουν επιδοθεί ακούσια, επειδή αναγκάστηκαν, επειδή ατύχησαν να ζουν σε λάθος συγκυρία;
Σωρεία ερωτήσεων με κατέκλυσαν και όλες μία προς μία γεννήθηκαν από αυτό το βλέμμα. Στο τέλος, καθώς έφευγα έχοντας δώσει μία απλή απάντηση είδα την ευγνωμοσύνη να ξεχειλίζει από τα ίδια αυτά μάτια, είχε καλύψει προς στιγμήν το σκυθρωπό του βλέμμα, αυτό που κουβαλά πάντα γιατί δεν έχει μάθει να κοιτάζει αλλιώς. Δύο άνθρωποι, δύο ψυχές ανάμεσα στις χιλιάδες «μελαμψές, κίτρινες, άσπρες…..» που περιφέρονται άσκοπα εδώ και κει. Όχι, οι ψυχές δεν έχουν χρώμα, αν και οι άνθρωποι κατά την προσφιλή τους συνήθεια προσδίδουν σε αυτές αποχρώσεις για να μπορούν πιο εύκολα και πιο λάγνα να απομονώνουν την αλαζονεία τους. Δύο ψυχές, ταλαιπωρημένες όχι μόνο σωματικά, από τις πάσης φύσης κακουχίες που έχουν υποστεί, αλλά προπάντων ηθικά, συναισθηματικά. Ένας δυσβάσταχτος ψυχολογικός γολγοθάς τους περιμένει το ξημέρωμα, την ώρα που ο δυτικός κόσμος ξυπνά και ετοιμάζεται να βάλει μπρος τις μηχανές της παραγωγής και της ανάπτυξης, οι ψυχές αυτές, άσημες και απαρατήρητες, ξεκινούν τον δικό τους αγώνα, υπομένοντας αγόγγυστα τα όσα επιφυλάσσει η δυσβάσταχτη μοίρα τους, η απάνθρωπη κοινωνία μας που φτιάχνει την μοίρα τους. Ο ίδιος αγώνας ακατάπαυστος τους ακολουθεί.
Έχουν βιώσει την απόρριψη στο μεγαλείο και η απόρριψη, ως γνωστόν, γεννά θλίψη, πόνο, και οργή και έπειτα ξεσπά, διοχετεύεται στην κοινωνία. Η απόρριψη μπορεί να σε μετατρέψει σε θηρίο ανήμερο, ειδικά όταν τυχαίνει να είναι συστηματική. Η ίδια αυτή απόρριψη συνοδεύεται από αισθήματα μοναξιάς, μίας απύθμενης μοναξιάς η οποία την πολλαπλασιάζει. Αυτό επικρατεί στις ψυχές αυτών των ανθρώπων: φόβος, απόρριψη και μοναξιά. Δεν έχουν φωνή, ούτε δικαιώματα στον κόσμο μας. Παντελώς γυμνοί, χωρίς εφόδια συναισθηματικά, ηθικά. Δεν έχουν φίλο, σύζυγο, αφεντικό, δεν έχουν παρελθόν, παρόν και μέλλον. Το ξέρουν, το ξέρουμε και εμείς και κάνουμε τους ανήξερους.
Γιατί, δυστυχώς, η κοινωνία στην οποία τυχαίνει να ανήκουμε αδιαφορεί περιπαικτικά, επιτρέποντας μάλιστα σε εκάστοτε δυναστικά μορφώματα που στελεχώνονται από απαίδευτους ανθρώπους, σύμβολα μία εποχής κατεστραμμένης, να αποφασίζουν για το ποιος φεύγει και ποιος μένει, ποιος ευτυχεί και ποιος δυστυχεί. Άνθρωποι που λησμόνησαν τα ασυγχώρητα παραπτώματα της αιματοβαμμένης ιστορίας μας με τραγικές απολήξεις Εβραίους, Αρμένιους και άλλους που θυσιάστηκαν στον βωμό μίας παράφορης και παθολογικής μισαλλοδοξίας που θέρισε κόσμο και κοσμάκη, έθνη ολόκληρα. Αδιαφορεί με τόσο επιδεικτικό και κυνικό τρόπο για τόσες χιλιάδες ανθρώπους που δεν μπορεί παρά να τους προκαλεί αηδία. Αηδία για τα καλοαναθρεμμένα τέκνα του πολιτισμού μας που ξεχνούν και υποτιμούν τις «νύξεις» για το τότε, το περασμένο και άρα μη επερχόμενο, όπως καθησυχαστικά φρονούν.
Κρίνεται απαραίτητο, λοιπόν, να κατανοήσουμε πως οι άνθρωποι αυτοί δεν είναι μία άμορφη μάζα ούτε ένα ακαθόριστο μπουλούκι. Είναι υπάρξεις αυτούσιες, μετακινούνται αθρόα και μαζικά αλλά δεν είναι ένα ομοιογενές σύνολο, όπως μας βολεύει να τους αντιμετωπίζουμε. Έχουν ανθρώπινη υπόσταση και ψυχή, ύλη και πνεύμα, όνειρα. Κάποιος από αυτούς θα μπορούσε να γίνει ένας εκκεντρικός ζωγράφος, κάποιος αγαπά την ποίηση, κάποιος επιθυμεί να χτίσει μία οικογένεια με πολλά παιδιά, κάποιος θέλει να μορφωθεί. Ο καθένας τους, ένας προς έναν, είναι μία μοναδική προσωπικότητα, ευάλωτη και ευαίσθητη αλλά ταυτόχρονα άθλια και ταπεινή, ένα κράμα πολυποίκιλο και πολυδιάστατο.
Αυτές οι σκέψεις τριγύριζαν στο μυαλό μου καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδρομής μου. Φτάνοντας στο σπίτι, όλα πήραν την καθιερωμένη τους ροή∙ βυθίστηκα πάλι στους μύχιους προβληματισμούς μου, σε μία προσπάθεια απώθησης της δυσφορίας που μου προκάλεσε η απρόσμενη αυτή συνάντηση, έτσι όλα είχαν ξεχαστεί, γιατί η μνήμη μου, η τόσο επιλεκτική, αυτή που απεκδύεται αυθαίρετα καθετί που μου προξενεί ανησυχία, τα εξοβέλισε επαναφέροντάς με αιφνίδια στην πρότερη ατάραχη κατάστασή μου. Έπειτα εισήλθα στον μικρόκοσμό μου, όντας πεπεισμένη πως θα καταφέρω να βρω την εφήμερη σωτηρία από τα άλγη της ψυχής μου, ξέροντας πως εκεί βασιλεύει η τάξη και η ασφάλεια, η οποία τόσο μηχανικά και ανεπαίσθητα με έχει απορροφήσει.
Eπιστρέφοντας τις προάλλες για το σπίτι μου από το κέντρο της Θεσσαλονίκης, σε μία διαδρομή που έχει καταντήσει η χειρότερη ρουτίνα για μένα, έκανα την καθιερωμένη στάση μου στο σταθμό των τρένων για να αλλάξω αστικό. Εκεί, δύο πρόσωπα μελαμψά και συμπαθητικά συνάμα, με πλησίασαν και με ρώτησαν αν είχαν πάρει το σωστό αστικό που θα τους οδηγούσε στο σταθμό των τρένων.
Τίποτα το ιδιαίτερο και το πρωτότυπο θα πει κανείς, μία ερώτηση επιβεβαίωσης. Πριν από αυτό όμως, από περιέργεια και μόνο άρχισα να παρατηρώ τις αντιδράσεις τους, τους είδα που δυσανασχετούσαν για το ποιoν να πλησιάσουν και από ποιoν να ζητήσουν διευκρινίσεις, ο ένας κάπως πιο τολμηρός από τον άλλον αποφάσισε να κάνει το μεγάλο βήμα και να αρθρώσει λόγο. Γιατί μεγάλο βήμα θα πει κανείς; Γιατί στην ψυχή αυτών των ανθρώπων, θα πω εγώ, βασιλεύει ο φόβος και η ανασφάλεια, αυτό ήταν ολοφάνερο ∙ το είδα, το ένιωσα. Φωνή τρεμάμενη, μάτια γεμάτα θλίψη και αγωνία για την αντίδρασή μου, άγχος για τα ελληνικά τους ∙ θα’ ναι ή όχι σωστά, θα μπορέσω να κατανοήσω αυτό που με ρωτάνε, θα μπορέσουν να εκλάβουν μία απλή και σαφή απάντηση για να ξεκινήσουν επιτέλους τον προορισμό τους προς το άγνωστο, ένα άγνωστο που για εκείνους φαντάζει μία πιθανή πατρίδα, μία όαση ανάπαυσης από το νομαδικό κυνηγητό στο οποίο έχουν επιδοθεί ακούσια, επειδή αναγκάστηκαν, επειδή ατύχησαν να ζουν σε λάθος συγκυρία;
Σωρεία ερωτήσεων με κατέκλυσαν και όλες μία προς μία γεννήθηκαν από αυτό το βλέμμα. Στο τέλος, καθώς έφευγα έχοντας δώσει μία απλή απάντηση είδα την ευγνωμοσύνη να ξεχειλίζει από τα ίδια αυτά μάτια, είχε καλύψει προς στιγμήν το σκυθρωπό του βλέμμα, αυτό που κουβαλά πάντα γιατί δεν έχει μάθει να κοιτάζει αλλιώς. Δύο άνθρωποι, δύο ψυχές ανάμεσα στις χιλιάδες «μελαμψές, κίτρινες, άσπρες…..» που περιφέρονται άσκοπα εδώ και κει. Όχι, οι ψυχές δεν έχουν χρώμα, αν και οι άνθρωποι κατά την προσφιλή τους συνήθεια προσδίδουν σε αυτές αποχρώσεις για να μπορούν πιο εύκολα και πιο λάγνα να απομονώνουν την αλαζονεία τους. Δύο ψυχές, ταλαιπωρημένες όχι μόνο σωματικά, από τις πάσης φύσης κακουχίες που έχουν υποστεί, αλλά προπάντων ηθικά, συναισθηματικά. Ένας δυσβάσταχτος ψυχολογικός γολγοθάς τους περιμένει το ξημέρωμα, την ώρα που ο δυτικός κόσμος ξυπνά και ετοιμάζεται να βάλει μπρος τις μηχανές της παραγωγής και της ανάπτυξης, οι ψυχές αυτές, άσημες και απαρατήρητες, ξεκινούν τον δικό τους αγώνα, υπομένοντας αγόγγυστα τα όσα επιφυλάσσει η δυσβάσταχτη μοίρα τους, η απάνθρωπη κοινωνία μας που φτιάχνει την μοίρα τους. Ο ίδιος αγώνας ακατάπαυστος τους ακολουθεί.
Έχουν βιώσει την απόρριψη στο μεγαλείο και η απόρριψη, ως γνωστόν, γεννά θλίψη, πόνο, και οργή και έπειτα ξεσπά, διοχετεύεται στην κοινωνία. Η απόρριψη μπορεί να σε μετατρέψει σε θηρίο ανήμερο, ειδικά όταν τυχαίνει να είναι συστηματική. Η ίδια αυτή απόρριψη συνοδεύεται από αισθήματα μοναξιάς, μίας απύθμενης μοναξιάς η οποία την πολλαπλασιάζει. Αυτό επικρατεί στις ψυχές αυτών των ανθρώπων: φόβος, απόρριψη και μοναξιά. Δεν έχουν φωνή, ούτε δικαιώματα στον κόσμο μας. Παντελώς γυμνοί, χωρίς εφόδια συναισθηματικά, ηθικά. Δεν έχουν φίλο, σύζυγο, αφεντικό, δεν έχουν παρελθόν, παρόν και μέλλον. Το ξέρουν, το ξέρουμε και εμείς και κάνουμε τους ανήξερους.
Γιατί, δυστυχώς, η κοινωνία στην οποία τυχαίνει να ανήκουμε αδιαφορεί περιπαικτικά, επιτρέποντας μάλιστα σε εκάστοτε δυναστικά μορφώματα που στελεχώνονται από απαίδευτους ανθρώπους, σύμβολα μία εποχής κατεστραμμένης, να αποφασίζουν για το ποιος φεύγει και ποιος μένει, ποιος ευτυχεί και ποιος δυστυχεί. Άνθρωποι που λησμόνησαν τα ασυγχώρητα παραπτώματα της αιματοβαμμένης ιστορίας μας με τραγικές απολήξεις Εβραίους, Αρμένιους και άλλους που θυσιάστηκαν στον βωμό μίας παράφορης και παθολογικής μισαλλοδοξίας που θέρισε κόσμο και κοσμάκη, έθνη ολόκληρα. Αδιαφορεί με τόσο επιδεικτικό και κυνικό τρόπο για τόσες χιλιάδες ανθρώπους που δεν μπορεί παρά να τους προκαλεί αηδία. Αηδία για τα καλοαναθρεμμένα τέκνα του πολιτισμού μας που ξεχνούν και υποτιμούν τις «νύξεις» για το τότε, το περασμένο και άρα μη επερχόμενο, όπως καθησυχαστικά φρονούν.
Κρίνεται απαραίτητο, λοιπόν, να κατανοήσουμε πως οι άνθρωποι αυτοί δεν είναι μία άμορφη μάζα ούτε ένα ακαθόριστο μπουλούκι. Είναι υπάρξεις αυτούσιες, μετακινούνται αθρόα και μαζικά αλλά δεν είναι ένα ομοιογενές σύνολο, όπως μας βολεύει να τους αντιμετωπίζουμε. Έχουν ανθρώπινη υπόσταση και ψυχή, ύλη και πνεύμα, όνειρα. Κάποιος από αυτούς θα μπορούσε να γίνει ένας εκκεντρικός ζωγράφος, κάποιος αγαπά την ποίηση, κάποιος επιθυμεί να χτίσει μία οικογένεια με πολλά παιδιά, κάποιος θέλει να μορφωθεί. Ο καθένας τους, ένας προς έναν, είναι μία μοναδική προσωπικότητα, ευάλωτη και ευαίσθητη αλλά ταυτόχρονα άθλια και ταπεινή, ένα κράμα πολυποίκιλο και πολυδιάστατο.
Αυτές οι σκέψεις τριγύριζαν στο μυαλό μου καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδρομής μου. Φτάνοντας στο σπίτι, όλα πήραν την καθιερωμένη τους ροή∙ βυθίστηκα πάλι στους μύχιους προβληματισμούς μου, σε μία προσπάθεια απώθησης της δυσφορίας που μου προκάλεσε η απρόσμενη αυτή συνάντηση, έτσι όλα είχαν ξεχαστεί, γιατί η μνήμη μου, η τόσο επιλεκτική, αυτή που απεκδύεται αυθαίρετα καθετί που μου προξενεί ανησυχία, τα εξοβέλισε επαναφέροντάς με αιφνίδια στην πρότερη ατάραχη κατάστασή μου. Έπειτα εισήλθα στον μικρόκοσμό μου, όντας πεπεισμένη πως θα καταφέρω να βρω την εφήμερη σωτηρία από τα άλγη της ψυχής μου, ξέροντας πως εκεί βασιλεύει η τάξη και η ασφάλεια, η οποία τόσο μηχανικά και ανεπαίσθητα με έχει απορροφήσει.
Υπέροχο, δυναμικό κείμενο. Μπράβο!
ΑπάντησηΔιαγραφή