...του Μιχάλη Μήττα
Ασχέτως της στάσης που υιοθετεί κανείς αναφορικά με την πολιτική των τελευταίων κυβερνήσεων σε οικονομικό επίπεδο, ενδιαφέρουσα είναι η συζήτηση για την ποιότητα λειτουργίας του ελληνικού πολιτεύματος.
Συζήτηση η οποία ενισχύεται από την πρωτοφανή, σε σχέση με την μέχρι το 2009 περίοδο, πυκνότητα των πολιτειακών και συνταγματικών θεμάτων που έχουν ανακύψει.
Ο διορισμός της κυβέρνησης Παπαδήμου, οι μνημονιακές δεσμεύσεις της χώρας, η σταθερή χρησιμοποίηση πράξεων νομοθετικού περιεχομένου από την κυβέρνηση δίνουν συνεχώς ώθηση στη σχετική αντιπαράθεση. Βέβαια, το γεγονός ότι η χώρα διανύει εξαιρετικά επείγουσα περίσταση και απαιτείται η λήψη ιδιαίτερων και ταχύτατων αποφάσεων δεν αμφισβητείται. Τα δε εξωτερικά χαρακτηριστικά του ελληνικού κράτους ως συνταγματικής και κοινοβουλευτικής δημοκρατίας παραμένουν αναλλοίωτα. Στην χώρα διεξήχθησαν εκλογές και μάλιστα δις πριν μόλις έξι μήνες. Η βουλή υφίσταται και λειτουργεί, η κυβέρνηση ως συνεργατική-τρικομματική φέρει τα εχέγγυα αυξημένης νομιμοποίησης, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης δεν παρακωλύονται, τα δικαστήρια εκφέρουν άποψη ενώ κανένας εξωθεσμικός παράγοντας (πχ στρατός) δεν έχει αναλάβει δράση. Είναι φυσικό άρα φωνές που κάνουν λόγο για ουσιαστική εκτροπή από την πολιτειακή νομιμότητα και καλούν σε αντίσταση του λαού κατά την ακροτελεύτια διάταξη του συντάγματος να ηχούν ως λαϊκίστικες.
Πίσω όμως από την φαινομενική πολιτειακή νομιμότητα υπάρχει μια οδυνηρή πραγματικότητα. Η βουλή είναι δέσμια των αποφάσεων της κυβέρνησης, ήτοι της σύγκλησης των τριών αρχηγών που την στηρίζουν ή ακόμα και μόνο του πρωθυπουργού. Η δαμόκλειος σπάθη των διαγραφών των κυβερνητικών βουλευτών και το κλίμα τρομοκρατίας που εγκλωβίζει τους βουλευτές μεταξύ ''πτώχευσης'', ''δόσεων που δεν εκταμιεύονται'', ''έξοδου από το ευρώ'' και ''ακυβερνησίας'', μετατρέπουν τις ψηφοφορίες της βουλής σε προσχηματική και τυπική τελετουργία. Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν οι πολλαπλές ψηφοφορίες νόμων αποτελούμενων από ένα μόνο άρθρο, που όμως περιλαμβάνει σωρεία άσχετων μεταξύ τους ρυθμίσεων, προκειμένου να αποφευχθούν διαρροές, αλλά και οι επαναλαμβανόμενες διαδικασίες του κατεπείγοντος. Βέβαια, υπό αυτές τις συνθήκες και ο κοινοβουλευτικός έλεγχος έχει μάλλον τυπικό και διαδικαστικό παρά ουσιαστικό χαρακτήρα. Συχνότερη μάλιστα είναι η διαρκής νομοθέτηση από την ίδια την κυβέρνηση μέσω πράξεων νομοθετικού περιεχομένου και πράξεων του υπουργικού συμβουλίου. Πέρα από τα προφανέστατα προβλήματα που δημιουργούνται σε σχέση με την συνταγματικότητα αυτών των πράξεων, η σημειολογία της διαδικασίας προκαλεί επίσης βάσιμη ανησυχία: οι κυβερνήσεις των σκοτεινών δεκαετιών του '40, του '50 και του '60 συχνά επέλεγαν να αποφύγουν την βάσανο της κοινοβουλευτικής συζήτησης και νομοθετούσαν με ''βασιλικά διατάγματα'' και ''αναγκαστικούς νόμους''. Αντίστοιχα βεβαίως και η χούντα των συνταγματαρχών, ελλείψει βουλής.
Και αν η κυβερνητική πλειοψηφία λειτουργεί κατ' αυτόν τον τρόπο, ενδιαφέρον έχει και ο τρόπος λειτουργίας των αντίβαρών της. Θεσμικά το βάρος του ελέγχου της νομιμότητας (συνταγματικότητας) των νόμων φέρουν τα δικαστήρια. Και αν τα κατώτερα εξ αυτών (ειρηνοδικεία, πρωτοδικεία, εφετεία) έχουν αρχίσει να υιοθετούν μια στάση ''δικαστηριακής αγωνιστικότητας'' και να λαμβάνουν θαρραλέες αποφάσεις σε βάρος νομοθετημάτων προφανούς αντισυνταγματικότητας, τα ανώτατα ακυρωτικά δικαστήρια (Συμβούλιο της Επικρατείας, Άρειος Πάγος) είναι καταφανώς πιο συγκρατημένα. Προφανώς αυτή η διαφορά δεν είναι άσχετη με τον τρόπο διορισμού των αντιπρόεδρων και του προέδρου των τελευταίων, ο οποίος αφήνει στην εκτελεστική εξουσία ανοιχτό το πεδίο για άσκηση ποικίλων πιέσεων. Παράλληλα, τα μέσα ενημέρωσης στην Ελλάδα, ανέκαθεν λειτουργούσαν σε καθεστώς ημινομιμότητας και κρατικής προστασίας. Πέρα λοιπόν από τα κρατικά μέσα, των οποίων η πολιτική ανεξαρτησία ποτέ δεν επιτεύχθηκε, τα ιδιωτικά μέσα λόγω της οικονομικής ύφεσης και προκειμένου να επιβιώσουν, γίνονται έρμαια έμμεσων κρατικών επιχορηγήσεων (κρατικές διαφημίσεις) ακόμα και κυβερνητικών παρεμβάσεων για την χρηματοδότηση τους από τραπεζικά δάνεια. Δεν είναι εξάλλου άγνωστη και η χρόνια σύνδεση τηλεοπτικών, εκδοτικών και επιχειρηματικών συμφερόντων και η διαπλοκή τους με πολιτικά πρόσωπα.
Έτσι με τα μέσα ενημέρωσης δεσμευμένα σε μία μονόπλευρη παρουσίαση των ειδήσεων και την βουλή και την ανώτατη δικαιοσύνη ελεγχόμενες από την κυβέρνηση σε απόλυτο πρακτικά βαθμό, τα περιθώρια αντικειμενικής ενημέρωσης και διαμόρφωσης άποψης από την ευρεία πλειοψηφία του λαού είναι εξαιρετικά περιορισμένα, ενώ συχνά οι αντίθετες και ριζοσπαστικές φωνές φιμώνονται διά της απαξίωσης ή περιθωριοποιούνται ως γραφικές. Αν μάλιστα συνδυάσουμε το γεγονός αυτό με την ύπαρξη ενός εκλογικού νόμου (ενισχυμένη ''αναλογική'') που δημιουργεί τεχνητές και κομματικά ελεγχόμενες πλειοψηφίες στην βουλή και την οικονομική υποβάθμιση της πλειοψηφίας του πληθυσμού που καθιστά αδύνατη την κάθοδο σε εκλογές με ρεαλιστικές πιθανότητες εκλογής, καταλήγουμε ότι η αντιπροσωπευτική δημοκρατία έχει πρακτικά περιοριστεί σε μια βαθιά διαπλεκόμενη και οικονομικά εύρωστη ελίτ. Πώς θα μπορούσε άλλωστε να υπάρξει πραγματική πολιτική ελευθερία σε έναν λαό οικονομικά καταπιεσμένο... Σε ιδεολογικό έξαλλου επίπεδο δεν αμφισβητείται η ανάπτυξη και κυριαρχία μιας σχεδόν εμφυλιοπολεμικής αντιπαράθεσης με την συγκρότηση ενός ''εθνικού ευρωπαϊκού'' πολιτικού πόλου και την κατάδειξη από τους εκπροσώπους του όλων των διαφωνούντων ως άκρων και ανεύθυνων πολιτικών. Πράγματι η αναλογία αυτής της πολιτικής ρητορικής με την διάκριση του λαού σε ''εθνικόφρονες'' και ''ληστοσυμμορίτες'' από τις κυβερνήσεις της μεταπολεμικής περιόδου, δεν μπορεί παρά να προκαλέσει δυσάρεστους συνειρμούς.
Τέλος, μπορεί κανείς να απαριθμήσει σωρεία διατάξεων του Συντάγματος, σε επίπεδο ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων, που έχουν παραβιαστεί από τις επιλογές του νομοθέτη. Συνοπτικά μπορούν να αναφερθούν η ισότητα στα φορολογικά βάρη, το δικαίωμα στην εργασία, η ανθρώπινη αξιοπρέπεια, η δωρεάν υγεία, η οικονομική ελευθερία. Οι διατάξεις αυτές συχνά διαστέλλονται και προσαρμόζονται ερμηνευτικά κατά το δοκούν, υπό ασαφείς και πολιτικά κρινόμενες έννοιες όπως ''δημόσιο συμφέρον'' και ''ταμειακό συμφέρον'', με τρόπο που αναιρεί στην πράξη το μεγαλύτερο μέρος της δεσμευτικότητας τους. Οι ερμηνείες αυτές σε συνδυασμό με τα ποικίλα πολιτειακά ζητήματα που πρόσφατα ανέκυψαν σχηματίζουν την εικόνα ενός συνταγματικού κείμενου, εν ισχύ μεν, σε κανονιστική αποσύνθεση δε.
Όλα τα παραπάνω παραδείγματα αποτελούν σκιές της πολιτικής και πολιτειακής πραγματικότητας, οι οποίες αν και βρίσκονται πίσω από τα κεντρικά σημεία της επικαιρότητας, συγκροτούν αθροιστικά το περίγραμμα μιας μη δημοκρατίας. Πρόκειται στην ουσία για μια απολυταρχία κρυμμένη πίσω από το προσωπείο μιας, αν και ενδεχομένως ατελούς, φαινομενικά συνταγματικής όμως και φιλελεύθερης δημοκρατίας. Και αν προς το παρόν η άσκηση φυσικής βίας ως μέσο καταναγκασμού είναι περιορισμένη και οδηγεί σε εφησυχασμό ακόμα και προοδευτικές προσωπικότητες και στελέχη του χώρου της αριστεράς, πρέπει να σημειωθεί ότι εδώ έγκειται και η αποτελεσματικότητα της: η σταδιακή υπόσκαψη των δημοκρατικών θεσμών και του συντάγματος, χωρίς πανηγυρικές εξαγγελίες και τανκς στους δρόμους, καλύπτει την πραγματικότητα με ένα προπέτασμα ομαλότητας και οδηγεί χωρίς αντιδράσεις στην οριστική αμφισβήτηση των συνταγματικών θεσμών της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας και της λαϊκής συμμετοχής σε αυτήν. Απλώς αυτή τη φορά δεν βιώνουμε μια, ούτως η άλλως ξεπερασμένη και γραφική πια, στρατιωτική δικτατορία άλλα την αποκλειστική κυριαρχία των ελίτ, εγχώριων και ξένων σε κάθε πολιτικό, οικονομικό και κοινωνικό θεσμό. Οι δε διεθνείς ταμειακές και οικονομικές υποχρεώσεις της χώρας λειτουργούν απλώς σαν κάλυψη και περαιτέρω μοχλός πίεσης προς την ελληνική κοινωνία.
Οσο λοιπόν και αν η αριθμητική άνοδος γραφικών ακροδεξιών πολίτικων δυνάμεων προκαλεί ευρεία ανησυχία, η κυριαρχία της εκτελεστικής εξουσίας της κυβέρνησης των τριών κομμάτων επί των υπολοίπων θεσμών, όπως εν συντομία περιγράφηκε, αποτελεί τον παρόντα και πραγματικό κίνδυνο. Οι φαινομενικές διαφορές που υπάρχουν ανάμεσα στην ελληνική απολυταρχία όπως τη ζούμε και τα κλασικά αυταρχικά καθεστώτα δεν πρέπει να μας οδηγούν σε αυταπάτες. Η έλλειψη πραγματικής αντιπροσώπευσης, η αδυναμία ουσιαστικής πολιτικής συμμετοχής για την πλειοψηφία του λαού και η διεύρυνση των ανισοτήτων στην ελληνική κοινωνία έχουν ήδη καταστήσει το πολίτευμα εικονικό και τους θεσμούς προσχηματικούς. Καθώς λοιπόν βρισκόμαστε αντιμέτωποι με αυτή τη νέα πραγματικότητα, δεν μπορούμε παρά να καταδείξουμε και να αμφισβητήσουμε με τρόπο ξεκάθαρο την πολιτική που περιφρονεί τους συνταγματικούς κανόνες αλλά και τους κύριους εκφραστές και πάτρονές της. Και ας μας πουν και λαϊκιστές...
Μήττας Μιχάλης
Ασκ. Δικηγόρος
Μεταπτυχιακός Φοιτητής Δημοσίου Δικαίου & Πολιτικής Επιστήμης Νομικής ΑΠΘ
Ασχέτως της στάσης που υιοθετεί κανείς αναφορικά με την πολιτική των τελευταίων κυβερνήσεων σε οικονομικό επίπεδο, ενδιαφέρουσα είναι η συζήτηση για την ποιότητα λειτουργίας του ελληνικού πολιτεύματος.
Συζήτηση η οποία ενισχύεται από την πρωτοφανή, σε σχέση με την μέχρι το 2009 περίοδο, πυκνότητα των πολιτειακών και συνταγματικών θεμάτων που έχουν ανακύψει.
Ο διορισμός της κυβέρνησης Παπαδήμου, οι μνημονιακές δεσμεύσεις της χώρας, η σταθερή χρησιμοποίηση πράξεων νομοθετικού περιεχομένου από την κυβέρνηση δίνουν συνεχώς ώθηση στη σχετική αντιπαράθεση. Βέβαια, το γεγονός ότι η χώρα διανύει εξαιρετικά επείγουσα περίσταση και απαιτείται η λήψη ιδιαίτερων και ταχύτατων αποφάσεων δεν αμφισβητείται. Τα δε εξωτερικά χαρακτηριστικά του ελληνικού κράτους ως συνταγματικής και κοινοβουλευτικής δημοκρατίας παραμένουν αναλλοίωτα. Στην χώρα διεξήχθησαν εκλογές και μάλιστα δις πριν μόλις έξι μήνες. Η βουλή υφίσταται και λειτουργεί, η κυβέρνηση ως συνεργατική-τρικομματική φέρει τα εχέγγυα αυξημένης νομιμοποίησης, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης δεν παρακωλύονται, τα δικαστήρια εκφέρουν άποψη ενώ κανένας εξωθεσμικός παράγοντας (πχ στρατός) δεν έχει αναλάβει δράση. Είναι φυσικό άρα φωνές που κάνουν λόγο για ουσιαστική εκτροπή από την πολιτειακή νομιμότητα και καλούν σε αντίσταση του λαού κατά την ακροτελεύτια διάταξη του συντάγματος να ηχούν ως λαϊκίστικες.
Πίσω όμως από την φαινομενική πολιτειακή νομιμότητα υπάρχει μια οδυνηρή πραγματικότητα. Η βουλή είναι δέσμια των αποφάσεων της κυβέρνησης, ήτοι της σύγκλησης των τριών αρχηγών που την στηρίζουν ή ακόμα και μόνο του πρωθυπουργού. Η δαμόκλειος σπάθη των διαγραφών των κυβερνητικών βουλευτών και το κλίμα τρομοκρατίας που εγκλωβίζει τους βουλευτές μεταξύ ''πτώχευσης'', ''δόσεων που δεν εκταμιεύονται'', ''έξοδου από το ευρώ'' και ''ακυβερνησίας'', μετατρέπουν τις ψηφοφορίες της βουλής σε προσχηματική και τυπική τελετουργία. Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν οι πολλαπλές ψηφοφορίες νόμων αποτελούμενων από ένα μόνο άρθρο, που όμως περιλαμβάνει σωρεία άσχετων μεταξύ τους ρυθμίσεων, προκειμένου να αποφευχθούν διαρροές, αλλά και οι επαναλαμβανόμενες διαδικασίες του κατεπείγοντος. Βέβαια, υπό αυτές τις συνθήκες και ο κοινοβουλευτικός έλεγχος έχει μάλλον τυπικό και διαδικαστικό παρά ουσιαστικό χαρακτήρα. Συχνότερη μάλιστα είναι η διαρκής νομοθέτηση από την ίδια την κυβέρνηση μέσω πράξεων νομοθετικού περιεχομένου και πράξεων του υπουργικού συμβουλίου. Πέρα από τα προφανέστατα προβλήματα που δημιουργούνται σε σχέση με την συνταγματικότητα αυτών των πράξεων, η σημειολογία της διαδικασίας προκαλεί επίσης βάσιμη ανησυχία: οι κυβερνήσεις των σκοτεινών δεκαετιών του '40, του '50 και του '60 συχνά επέλεγαν να αποφύγουν την βάσανο της κοινοβουλευτικής συζήτησης και νομοθετούσαν με ''βασιλικά διατάγματα'' και ''αναγκαστικούς νόμους''. Αντίστοιχα βεβαίως και η χούντα των συνταγματαρχών, ελλείψει βουλής.
Και αν η κυβερνητική πλειοψηφία λειτουργεί κατ' αυτόν τον τρόπο, ενδιαφέρον έχει και ο τρόπος λειτουργίας των αντίβαρών της. Θεσμικά το βάρος του ελέγχου της νομιμότητας (συνταγματικότητας) των νόμων φέρουν τα δικαστήρια. Και αν τα κατώτερα εξ αυτών (ειρηνοδικεία, πρωτοδικεία, εφετεία) έχουν αρχίσει να υιοθετούν μια στάση ''δικαστηριακής αγωνιστικότητας'' και να λαμβάνουν θαρραλέες αποφάσεις σε βάρος νομοθετημάτων προφανούς αντισυνταγματικότητας, τα ανώτατα ακυρωτικά δικαστήρια (Συμβούλιο της Επικρατείας, Άρειος Πάγος) είναι καταφανώς πιο συγκρατημένα. Προφανώς αυτή η διαφορά δεν είναι άσχετη με τον τρόπο διορισμού των αντιπρόεδρων και του προέδρου των τελευταίων, ο οποίος αφήνει στην εκτελεστική εξουσία ανοιχτό το πεδίο για άσκηση ποικίλων πιέσεων. Παράλληλα, τα μέσα ενημέρωσης στην Ελλάδα, ανέκαθεν λειτουργούσαν σε καθεστώς ημινομιμότητας και κρατικής προστασίας. Πέρα λοιπόν από τα κρατικά μέσα, των οποίων η πολιτική ανεξαρτησία ποτέ δεν επιτεύχθηκε, τα ιδιωτικά μέσα λόγω της οικονομικής ύφεσης και προκειμένου να επιβιώσουν, γίνονται έρμαια έμμεσων κρατικών επιχορηγήσεων (κρατικές διαφημίσεις) ακόμα και κυβερνητικών παρεμβάσεων για την χρηματοδότηση τους από τραπεζικά δάνεια. Δεν είναι εξάλλου άγνωστη και η χρόνια σύνδεση τηλεοπτικών, εκδοτικών και επιχειρηματικών συμφερόντων και η διαπλοκή τους με πολιτικά πρόσωπα.
Έτσι με τα μέσα ενημέρωσης δεσμευμένα σε μία μονόπλευρη παρουσίαση των ειδήσεων και την βουλή και την ανώτατη δικαιοσύνη ελεγχόμενες από την κυβέρνηση σε απόλυτο πρακτικά βαθμό, τα περιθώρια αντικειμενικής ενημέρωσης και διαμόρφωσης άποψης από την ευρεία πλειοψηφία του λαού είναι εξαιρετικά περιορισμένα, ενώ συχνά οι αντίθετες και ριζοσπαστικές φωνές φιμώνονται διά της απαξίωσης ή περιθωριοποιούνται ως γραφικές. Αν μάλιστα συνδυάσουμε το γεγονός αυτό με την ύπαρξη ενός εκλογικού νόμου (ενισχυμένη ''αναλογική'') που δημιουργεί τεχνητές και κομματικά ελεγχόμενες πλειοψηφίες στην βουλή και την οικονομική υποβάθμιση της πλειοψηφίας του πληθυσμού που καθιστά αδύνατη την κάθοδο σε εκλογές με ρεαλιστικές πιθανότητες εκλογής, καταλήγουμε ότι η αντιπροσωπευτική δημοκρατία έχει πρακτικά περιοριστεί σε μια βαθιά διαπλεκόμενη και οικονομικά εύρωστη ελίτ. Πώς θα μπορούσε άλλωστε να υπάρξει πραγματική πολιτική ελευθερία σε έναν λαό οικονομικά καταπιεσμένο... Σε ιδεολογικό έξαλλου επίπεδο δεν αμφισβητείται η ανάπτυξη και κυριαρχία μιας σχεδόν εμφυλιοπολεμικής αντιπαράθεσης με την συγκρότηση ενός ''εθνικού ευρωπαϊκού'' πολιτικού πόλου και την κατάδειξη από τους εκπροσώπους του όλων των διαφωνούντων ως άκρων και ανεύθυνων πολιτικών. Πράγματι η αναλογία αυτής της πολιτικής ρητορικής με την διάκριση του λαού σε ''εθνικόφρονες'' και ''ληστοσυμμορίτες'' από τις κυβερνήσεις της μεταπολεμικής περιόδου, δεν μπορεί παρά να προκαλέσει δυσάρεστους συνειρμούς.
Τέλος, μπορεί κανείς να απαριθμήσει σωρεία διατάξεων του Συντάγματος, σε επίπεδο ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων, που έχουν παραβιαστεί από τις επιλογές του νομοθέτη. Συνοπτικά μπορούν να αναφερθούν η ισότητα στα φορολογικά βάρη, το δικαίωμα στην εργασία, η ανθρώπινη αξιοπρέπεια, η δωρεάν υγεία, η οικονομική ελευθερία. Οι διατάξεις αυτές συχνά διαστέλλονται και προσαρμόζονται ερμηνευτικά κατά το δοκούν, υπό ασαφείς και πολιτικά κρινόμενες έννοιες όπως ''δημόσιο συμφέρον'' και ''ταμειακό συμφέρον'', με τρόπο που αναιρεί στην πράξη το μεγαλύτερο μέρος της δεσμευτικότητας τους. Οι ερμηνείες αυτές σε συνδυασμό με τα ποικίλα πολιτειακά ζητήματα που πρόσφατα ανέκυψαν σχηματίζουν την εικόνα ενός συνταγματικού κείμενου, εν ισχύ μεν, σε κανονιστική αποσύνθεση δε.
Όλα τα παραπάνω παραδείγματα αποτελούν σκιές της πολιτικής και πολιτειακής πραγματικότητας, οι οποίες αν και βρίσκονται πίσω από τα κεντρικά σημεία της επικαιρότητας, συγκροτούν αθροιστικά το περίγραμμα μιας μη δημοκρατίας. Πρόκειται στην ουσία για μια απολυταρχία κρυμμένη πίσω από το προσωπείο μιας, αν και ενδεχομένως ατελούς, φαινομενικά συνταγματικής όμως και φιλελεύθερης δημοκρατίας. Και αν προς το παρόν η άσκηση φυσικής βίας ως μέσο καταναγκασμού είναι περιορισμένη και οδηγεί σε εφησυχασμό ακόμα και προοδευτικές προσωπικότητες και στελέχη του χώρου της αριστεράς, πρέπει να σημειωθεί ότι εδώ έγκειται και η αποτελεσματικότητα της: η σταδιακή υπόσκαψη των δημοκρατικών θεσμών και του συντάγματος, χωρίς πανηγυρικές εξαγγελίες και τανκς στους δρόμους, καλύπτει την πραγματικότητα με ένα προπέτασμα ομαλότητας και οδηγεί χωρίς αντιδράσεις στην οριστική αμφισβήτηση των συνταγματικών θεσμών της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας και της λαϊκής συμμετοχής σε αυτήν. Απλώς αυτή τη φορά δεν βιώνουμε μια, ούτως η άλλως ξεπερασμένη και γραφική πια, στρατιωτική δικτατορία άλλα την αποκλειστική κυριαρχία των ελίτ, εγχώριων και ξένων σε κάθε πολιτικό, οικονομικό και κοινωνικό θεσμό. Οι δε διεθνείς ταμειακές και οικονομικές υποχρεώσεις της χώρας λειτουργούν απλώς σαν κάλυψη και περαιτέρω μοχλός πίεσης προς την ελληνική κοινωνία.
Οσο λοιπόν και αν η αριθμητική άνοδος γραφικών ακροδεξιών πολίτικων δυνάμεων προκαλεί ευρεία ανησυχία, η κυριαρχία της εκτελεστικής εξουσίας της κυβέρνησης των τριών κομμάτων επί των υπολοίπων θεσμών, όπως εν συντομία περιγράφηκε, αποτελεί τον παρόντα και πραγματικό κίνδυνο. Οι φαινομενικές διαφορές που υπάρχουν ανάμεσα στην ελληνική απολυταρχία όπως τη ζούμε και τα κλασικά αυταρχικά καθεστώτα δεν πρέπει να μας οδηγούν σε αυταπάτες. Η έλλειψη πραγματικής αντιπροσώπευσης, η αδυναμία ουσιαστικής πολιτικής συμμετοχής για την πλειοψηφία του λαού και η διεύρυνση των ανισοτήτων στην ελληνική κοινωνία έχουν ήδη καταστήσει το πολίτευμα εικονικό και τους θεσμούς προσχηματικούς. Καθώς λοιπόν βρισκόμαστε αντιμέτωποι με αυτή τη νέα πραγματικότητα, δεν μπορούμε παρά να καταδείξουμε και να αμφισβητήσουμε με τρόπο ξεκάθαρο την πολιτική που περιφρονεί τους συνταγματικούς κανόνες αλλά και τους κύριους εκφραστές και πάτρονές της. Και ας μας πουν και λαϊκιστές...
Μήττας Μιχάλης
Ασκ. Δικηγόρος
Μεταπτυχιακός Φοιτητής Δημοσίου Δικαίου & Πολιτικής Επιστήμης Νομικής ΑΠΘ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου