Δεν ξέρω ποιά μέρα ήταν ακριβώς. Δεν θυμάμαι τί είχε προηγηθεί. Ποιό
«καλά να πάθουν» είχε ειπωθεί εκείνη τη μέρα. Καλά να πάθουν οι
κρατούμενοι που βασανίστηκαν; καλά να πάθει ο μικροπωλητής που έπεσε
στις γραμμές του τρένου; καλά να πάθουν οι εργαζόμενοι στο μετρό;
Δεν
θυμάμαι αν αιτία ήταν κάποιο απ’ όλα αυτά ή ας πούμε η επιμονή της κας
Παναγιωταρέα, καθηγήτριας δημοσιογραφίας στο ΑΠΘ, να αποκηρύξει πολιτικά
το παιδί της, η μάνα του ενός απ’ τους τέσσερις συλληφθέντες της
Κοζάνης.
Θυμάμαι σίγουρα το ύφος του κοριτσιού, που περπατώντας δίπλα μου,
είπε με το πιο απλό ύφος του κόσμου «έχεις σκεφτεί ότι ίσως δεν μπορούμε
να ζήσουμε άλλο εδώ;». Η ερώτηση βέβαια δεν είχε να κάνει με τα ζόρια
της αγοράς εργασίας ή την γενικότερη οικονομική δυσπραγία. Η ερώτηση
γεννήθηκε ως ενστικτώδης αντίδραση στα γκάλοπ ιστοσελίδων που καλούσαν
τους αναγνώστες να ψηφίσουν αν θεωρούν τα βασανιστήρια ενδεδειγμένη
πρακτική ή όχι.
Γύρισα σπίτι αποφασισμένος να της δείξω λίγη απ’ την ομορφιά που
ακόμη παραμονεύει εδώ. Ήθελα να της μιλήσω για τους ζωντανούς, γι’
αυτούς που υπάρχουν ακόμη, κόντρα στον κόσμο της θλίψης, του μίσους και
της μηδενικής ανοχής που χτίζεται με απίστευτα γοργούς ρυθμούς.
Ήθελα να της μιλήσω για τον Αργύρη Μπακιρτζή. Τον γνωρίσαμε τις
προάλλες και έμοιαζε να κουβαλάει μια απέραντη γλυκύτητα. Λέξη τη λέξη,
ιστορία την ιστορία μέχρι που τραγούδησε το «Θεέ μου μεγαλοδύναμε»,
στιγμή κατά την οποία σίγησε μεμιάς και ως εκ θαύματος ολόκληρη η οδός
Ιπποκράτους. Αυτή είναι μια προσευχή που δεν αποκλείει κανένα, σκέφτηκα.
Ήθελα να της μιλήσω για τον Τάκη Τζίφα και το βιβλίο του, «συνοδεία
εγχόρδων». Γι’ αυτές τις σελίδες που ακούγονται στη διαπασών, που μιλούν
με ζεϊμπέκικα και ξέχειλα ποτήρια για την ομορφιά των τραγουδιών, των
γυναικών, των ανδρών και εν τέλει της ίδιας της ζωής. Ήθελα να μιλήσω
για τις ταινίες του Τσιώλη, εκεί που οι ήρωες απλώνουν με τρυφερότητα το
χέρι έξω απ’ την οθόνη και υπαινίσσονται ότι πριν κριτικάρουμε τον κάθε
αδύναμο άνθρωπο, καλά θα κάνουμε να τον αγκαλιάσουμε.
‘Ήθελα να μιλήσω για το ντοκιμαντέρ του Κωστή Ζουλιάτη για τον Γιάννη
Χρήστου. Για αυτή τη μουσική που δεν μας έδειξαν, ποιός ξέρει γιατί.
Ίσως, γιατί φοβόντουσαν ότι αν την ακούγαμε νωρίτερα, θα αρνούμαστε να
γράψουμε πανελλήνιες παπαγαλίζοντας. Αντίθετα, θα σημειώναμε εκεί, στο
επίσημο χαρτί, ανάσες, πρόσωπα και νότες της ζωής που φανταστήκαμε.
Ήθελα να μιλήσω για τον φίλο που αρνήθηκε τη δουλειά παρόλο που είχε
ανάγκη, γιατί προτίμησε να πει όχι σε μια παλαβή πρόταση, τόσες πολλές
ώρες, τόσα λίγα χρήματα, έτσι τα θέλει ο ανταγωνισμός. Ήθελα να μιλήσω
για εκείνους τους δέκα χιλιάδες ή χίλιους ή όσοι είναι κάθε φορά, που
επιμένουν να φωνάζουν ενάντια στον επελαύνοντα αυταρχισμό και τον
κοινωνικό κανιβαλισμό. Ήθελα να μιλήσω για όσους υποψιάστηκαν ότι από
όσα έγιναν το καλοκαίρι του ’11 στην πλατεία Συντάγματος δεν έμεινε μόνο
μία ανάλυση περί κάτω και πάνω πλατείας, αλλά και ένα αίσθημα
αλληλεγγύης και μια κοινή αγωνία και λαχτάρα για μια άλλη ζωή.
Γυρίζοντας, ήθελα να βάλω να παίζει εκείνο το παλιό κομμάτι του
Μαργαρίτη που λέει «πού θα ‘σαι το βράδυ να σου στείλω λουλούδια / που
θα ‘σαι το βράδυ να σου βάλω τραγούδια». Είχα την ελπίδα, ότι εκείνη θα
μου απαντούσε ότι είναι κάπου στο Κουκάκι, στα Εξάρχεια, στη Νίκαια,
στην Αιόλου να ψωνίζει υφάσματα, στο τρένο για τον Πειραιά, στο
κατάστρωμα κάπου έξω απ’ την Αμοργό ή στο κλειστό πια καφενείο στη
Ζάτουνα.
Δυστυχώς όμως, τώρα πια, θα την καταλάβαινα αν μου απαντούσε όχι σε
όλα, αφού ακόμη και στις Κυκλάδες, όπου – καθώς λένε – είναι τρεις φορές
καλύτερα από τον παράδεισο, δεν μπορείς να ζήσεις, κλαίγοντας διαρκώς.
υγ. ποστίδιο παρασκευασμένο για τη σαββατιάτικη ελευθεροτυπία
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου