.... του Ετερώνυμου
Νύχτωσε πάλι. Και ο ήχος από τα ανούσια τηλεοπτικά προγράμματα αρχίζει να με εκνευρίζει καθώς ξαπλώνω στο κρεβάτι. Σκοτάδι πια. Πάντα τις φοβόμουν αυτές τις στιγμές, όταν κλείνω την τηλεόραση και μένω μόνος μου με μόνη παρέα τις σκέψεις μου.
Σιγά σιγά πλάθω ιστορίες με τον νου μου για να ξεγελάσω άλλο ένα βράδυ τον εαυτό μου και να κοιμηθώ, και κάνω διαλόγους που νομίζω ότι τους ακούω, και γίνονται όλο και πιο έντονοι και ρεαλιστικοί. Ξαφνικά, μέσα σ' αυτήν την εκκωφαντική σιωπή, τα γέλια ενός νεαρού ζευγαριού από τον δρόμο με επαναφέρουν στην σκληρή πραγματικότητα, είμαι μόνος μου μέσα στο σκοτάδι.
Σχεδόν μοιραία, έρχεσαι στο μυαλό μου εσύ. Πώς τα κάναμε έτσι ρε γαμώτο; Τόσες στιγμές, τόσα όνειρα και προσδοκίες, τόσο καιρό. Αυτό το γιατί είναι που με πνίγει κάθε βράδυ και δεν μπορώ κοιμηθώ. Αυτό το γιατί είναι ο λόγος που δεν μπορεί να ησυχάσει η ψυχή μου. Αυτό το γιατί. Μάλλον δεν θα το μάθω ποτέ, ίσως και καλύτερα να μην μάθω ποτέ το πραγματικό γιατί. Την φοβάμαι αυτή την αλήθεια. Ακούγεται αστείο, φοβάμαι την αλήθεια, ποιος, εγώ! Εγώ που πάντα πίστευα στην μοναδική δύναμη της αλήθειας να ξεκαθαρίζει το τοπίο. Έχουν αλλάξει πολλά από τότε. Εκείνος ο εαυτός μου χάθηκε, αγνοείται μέσα στο άβυσσο του νέου μου εαυτού.
Πήγε κιόλας 5 η ώρα. Γαμώτο! Πάλι μου έκλεψες το βράδυ. Πάντα σου άρεσε να ξυπνάω πρώτος και να σε χαϊδεύω μέχρι να ανοίξεις τα μάτια σου. Ο κέρσορας στην οθόνη υπομονετικά περιμένει την επόμενη μου λέξη, αλλά δεν έχω κουράγιο πια για αυτό. Νιώθω εξαντλημένος και τελείως κενός. Μια περίεργη γαλήνη νιώθω να με κυριεύει ακουμπώντας το κεφάλι μου στο μαξιλάρι. Κινούμαι στα ασφαλή μονοπάτια του Μορφέα πλέον, αύριο με περιμένει άλλη μια δύσκολη μέρα. Ξημερώνει.
Νύχτωσε πάλι. Και ο ήχος από τα ανούσια τηλεοπτικά προγράμματα αρχίζει να με εκνευρίζει καθώς ξαπλώνω στο κρεβάτι. Σκοτάδι πια. Πάντα τις φοβόμουν αυτές τις στιγμές, όταν κλείνω την τηλεόραση και μένω μόνος μου με μόνη παρέα τις σκέψεις μου.
Σιγά σιγά πλάθω ιστορίες με τον νου μου για να ξεγελάσω άλλο ένα βράδυ τον εαυτό μου και να κοιμηθώ, και κάνω διαλόγους που νομίζω ότι τους ακούω, και γίνονται όλο και πιο έντονοι και ρεαλιστικοί. Ξαφνικά, μέσα σ' αυτήν την εκκωφαντική σιωπή, τα γέλια ενός νεαρού ζευγαριού από τον δρόμο με επαναφέρουν στην σκληρή πραγματικότητα, είμαι μόνος μου μέσα στο σκοτάδι.
Σχεδόν μοιραία, έρχεσαι στο μυαλό μου εσύ. Πώς τα κάναμε έτσι ρε γαμώτο; Τόσες στιγμές, τόσα όνειρα και προσδοκίες, τόσο καιρό. Αυτό το γιατί είναι που με πνίγει κάθε βράδυ και δεν μπορώ κοιμηθώ. Αυτό το γιατί είναι ο λόγος που δεν μπορεί να ησυχάσει η ψυχή μου. Αυτό το γιατί. Μάλλον δεν θα το μάθω ποτέ, ίσως και καλύτερα να μην μάθω ποτέ το πραγματικό γιατί. Την φοβάμαι αυτή την αλήθεια. Ακούγεται αστείο, φοβάμαι την αλήθεια, ποιος, εγώ! Εγώ που πάντα πίστευα στην μοναδική δύναμη της αλήθειας να ξεκαθαρίζει το τοπίο. Έχουν αλλάξει πολλά από τότε. Εκείνος ο εαυτός μου χάθηκε, αγνοείται μέσα στο άβυσσο του νέου μου εαυτού.
Πήγε κιόλας 5 η ώρα. Γαμώτο! Πάλι μου έκλεψες το βράδυ. Πάντα σου άρεσε να ξυπνάω πρώτος και να σε χαϊδεύω μέχρι να ανοίξεις τα μάτια σου. Ο κέρσορας στην οθόνη υπομονετικά περιμένει την επόμενη μου λέξη, αλλά δεν έχω κουράγιο πια για αυτό. Νιώθω εξαντλημένος και τελείως κενός. Μια περίεργη γαλήνη νιώθω να με κυριεύει ακουμπώντας το κεφάλι μου στο μαξιλάρι. Κινούμαι στα ασφαλή μονοπάτια του Μορφέα πλέον, αύριο με περιμένει άλλη μια δύσκολη μέρα. Ξημερώνει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου