Καμιά φορά σκέφτομαι ότι οι γύρω στα 30 (λίγο πάνω λίγο κάτω) έτυχε
να ζήσουμε σε μια διαρκή μεταβατική περίοδο. Όλο κάπου πάμε, όλο κάτι
αλλάζουμε και όλο αυτό δε μας αρέσει ή μας πετάει έξω ή οι συνθήκες
είναι τέτοιες που δεν…
Η μέθοδος επιβίωσης, κριτική και ειρωνεία
φροντίζοντας να κρατηθούν σε κάθε περίπτωση οι αποστάσεις, δεν
λειτουργεί πια. Ίσως γι’ αυτό, όσο κι αν ο the boy μοιάζει ακριβής, η
ακρίβεια αυτή φτάνει μέχρι τα τέλη του 2008. Από κει και μετά όλα
αλλάζουν. Οπότε τώρα, κάνει έναν ωραιότατο δίσκο εμπνευσμένος από μια
ωραιότατη ταινία. Η κριτική, η διαπίστωση του κενού, της πόζας ή της
προσποίησης δεν παρηγορεί πια. Δεν μπορείς να πιεις παρέα της. Κάποιοι
ξανανακαλύπτουν ένα μέρος του λαϊκού τραγουδιού, που κάποτε ονόμαζαν
σκυλάδικο. Άλλοι μετά από δέκα χιλιάδες ακροάσεις, ακούνε πρώτη φορά το
ίδιο ρεμπέτικο. Τώρα, δεν σημαίνει τίποτα να λες ότι ο κόσμος είσαι
κάλπης ή σάπιος. Εξαιτίας των όσων συμβαίνουν, ο εαυτός μοιάζει να
επιζητά μια στροφή. Ο κόσμος ναι μεν είναι ψεύτικος, ίσως και εχθρικός,
αλλά επιβάλλεται να ξανακοιτάξουμε τα πρόσωπα γύρω μας.
Αναρωτιέμαι αν αναπολώ στ’ αλήθεια την εποχή που ένα κατάστρωμα ήταν
αρκετό. Τώρα κανένα καλοκαίρι δεν είναι ικανό να παριστάνει πως θα μας
σώσει. Οι τύψεις και μια κάποια αόριστη αίσθηση χρέους (να τα και τα
γραφικά) δεν επιτρέπουν την παραμικρή απομόνωση, πόσο μάλλον την
παραίτηση. Κάθε βράδυ θα πέφτεις ηττημένος οριστικά και κάθε πρωί η μόνη
επιλογή θα είναι να σηκωθείς έτοιμος να ξαναρχίσεις τη μάχη. Σίσυφος,
κι ας μην υπάρχει Καμύ να σε τραγουδήσει. Απ’ τις νύχτες που πέφτω ηττημένος, οι πιο βαριές, δεν είναι αυτές
που προέρχονται από τα διάφορα νομοσχέδια ή τις νεότερες πράξεις
νομοθετικού περιεχομένου. Δεν με πειράζουν και τόσο τα άρθρα τύπου
κανέλλη, ανθρώπων δηλαδή που ορίζουν ως προοδευτική την εξίσωση που λέει
ότι για 11 εκατομμύρια ευρώ (συν μερικούς τραγελαφικούς όρους)
μπορούμε να καταστρέψουμε 4.600 στρέμματα δάσους. Δεν με πειράζει ο
θεοδωράκης, όταν δεν βλέπει και τόσους πολλούς άστεγους ή δεν βλέπει να
διώκονται οι μετανάστες.
Η συνθήκη που φλερτάρει με την παραίτηση είναι αυτή που περιγράφεται
απ’ τα σηκωμένα δάχτυλα που κουνιούνται περιφρονητικά από οικεία χέρια.
Δεν μπορείς να πιστεύεις αυτό ή το άλλο, γιατί τότε «δεν είσαι αρκετά
επαναστάτης, αρκετά ρεαλιστής, αρκετά σοβαρός» ανάλογα με την περίσταση.
Η πλευρά που αντιτίθεται στην ασκούμενη πολιτική έχει τόσα πολλά δίκια
και όλα αυτά είναι μοναδικά. Αν δεν τα καταλαβαίνεις είσαι
συμβιβασμένος, αδιάβαστος, παρορμητικός, ανεύθυνος, ανάλογα με την
περίσταση. Η πλευρά που αντιτίθεται στην ασκούμενη πολιτική κάτι φορές
μοιάζει να μην έχει άλλο στόχο, παρά να περιφέρει το δίκιο της. Στο
μεταξύ οι δουλειές λιγοστεύουν, η εξαθλίωση κάνει παρέλαση, ο φασισμός
επιχειρεί να κάνει επίδειξη δύναμης και η απελπισία είναι η καλύτερή μας
φίλη. Αλλά μερικές φορές, πριν απ’ τους αδύναμους, στέκεται ο ένας και
μοναδικός τρόπος που μας υπαγορεύει το δίκιο μας. Τί κι αν έχει αποτύχει
ο τρόπος; Εμείς όχι μόνο θα λέμε ότι είναι ο σωστός, αλλά θα
κατακρίνουμε κι όποιον δοκιμάζει κάτι διαφορετικό σαν επαναστατικά
άσχετο.
Αλλά ακόμη και τώρα που γράφω τα πιο συνηθισμένα και κλισέ
πραγματάκια για τη γενιά που δυσκολεύεται να συμβιβαστεί με τους
ελάχιστους κανόνες μιας συλλογικότητας, αναρωτιέμαι. Είναι ώρα για
γκρίνια, δυο μέρες πριν την απεργία; Είναι ώρα να κοιτάει ο ένας την
καμπούρα του άλλου, την ώρα που αρχίζουν να κατονομάζονται οι ηθικοί
αυτουργοί, όλοι εμείς δηλαδή; Είναι ώρα να ανταλλάσουμε αυτοαναφορικές
κουβεντούλες; Προφανώς και δεν είναι.
Πόσο μάλλον που στον διπλανό υπολογιστή και στα πλαίσια αυτής της απόπειρας να γυριστεί ένα ντοκ για τις οροθετικές, ακούγεται – κατά την απομαγνητοφώνηση – η συνέντευξη μιας απ’ αυτές τις γυναίκες.
Το να περιγράφεις το κενό δεν σημαίνει τίποτα σήμερα. Το να τραγουδάς
εξαιρετικά την απόγνωση βοηθάει ελάχιστα. Τα λόγια αυτής της γυναίκας
που διαπομπεύτηκε απ’ τον λοβέρδο και τους λοιπούς προστάτες της ηθικής
ελλαδάρας, υπαινίσσονται πού πρέπει να ρίξεις το βλέμμα σου. Η σημερινή
εφεύρεση της ηθικής αυτουργίας στις Σκουριές, το βίντεο που δείχνει το
κουτί με το κορμί του Cheikh Ndiaye να φθάνει στην πατρίδα του,
υπαγορεύουν τη στάση σου.
Το πρωί φορτώνεις την μεγάλη πέτρα στους ώμους και αρχίζεις να
ανεβαίνεις το λόφο. Γελαστός, απελπισμένος, ηττημένος, βαρύς και
ασήκωτος, ψιθυρίζοντας ή σιγοτραγουδώντας, δεν θα σταματήσεις να
κουβαλάς την πέτρα. Δε θα σταματήσεις όσο έχεις αυτιά και ακούς την
φωνή αυτής της γυναίκας. Κάθε πρωί. Δε θα σταματήσεις.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου