....του Θωμά Καλοκύρη
«Επεί δε πολιτεία μεν και πολίτευμα σημαίνει ταυτόν, πολίτευμα δ’ εστι το κύριον των πόλεων, ανάγκη δ’ είναι κύριον ή ένα ή ολίγοις ή οι πολλοί προς το κοινόν συμφέρον άρχωσι»
«Επεί δε πολιτεία μεν και πολίτευμα σημαίνει ταυτόν, πολίτευμα δ’ εστι το κύριον των πόλεων, ανάγκη δ’ είναι κύριον ή ένα ή ολίγοις ή οι πολλοί προς το κοινόν συμφέρον άρχωσι»
(Αριστοτέλης, Πολιτικά ΙΙΙ, 1279α)
Υπό την ασφυκτική πίεση των δημοσιονομικών αδιεξόδων και των κοινωνικών αναταραχών, στα πλαίσια μιας ιστορικής κορύφωσης του ελλείμματος εμπιστοσύνης στην πολιτειακή εξουσία εν γένει, ανατέλλει το πέμπτο έτος μετά την –ως ανεπιτυχή χαρακτηρισθείσα- αναθεώρηση του Συντάγματος του 2008, γεγονός που επιτρέπει μια –εν δυνάμει- εκ νέου προσφυγή στη διαδικασία αναθεώρησης, όπως αυτή προβλέπεται απ’ το άρθρο 110 του Συντάγματος.
Εν όψει της δημόσιας συζήτησης επί αναγκαιότητας και επί του περιεχόμενο της αναθεώρησης του ύψιστου νόμου του κράτους, σκόπιμο θα ήταν, κατά τη γνώμη μου, πριν καταλήξει κανείς σε κατάφαση της επιταγής αναθεώρησης, οποιοδήποτε περιεχόμενο κι αν θελήσει να της προσδώσει, να επιχειρήσει να αναλογιστεί, πέρα, βεβαίως, της τρέχουσας πολιτικής και οικονομικής δυσπραγίας του Ελληνικού Κράτους, τη σπουδαιότητα - ρυθμιστική, ιστορική, συμβολική, πολιτιστική, πολιτική -του Συντάγματος, ως έννοιας ταυτόσημης με το πολίτευμα, το οποίο «έστι το κύριον των πόλεων».
Πρόκειται, λοιπόν, για ένα θεσμό σχετικά σύγχρονο. Άγνωστος στην αρχαιότητα, πρώιμη μορφή του οποίου συναντάμε σε μεσαιωνικούς χάρτες, με σπουδαιότερο τη Magna Carta (1215), αγγλική νομοθεσία που περιόρισε για πρώτη φορά κάποιες απ’ τις αυθαιρεσίες του μονάρχη, με τη θέσπιση ατομικών δικαιωμάτων (π.χ. απαγόρευση υπέρμετρων ποινών) με νόμο, στον οποίο αναγνωριζόταν αυξημένη τυπική ισχύ. Η βιομηχανική επανάσταση, το σταδιακό πέρασμα απ’ το φεουδαρχικό σύστημα στη πολιτειακή οργάνωση υπό τη σκέπη του κράτους-έθνους, η τεχνολογική και τυπογραφική εξέλιξη, η πρώιμη καπιταλιστική οργάνωση της οικονομίας και, κυρίως, ο Διαφωτισμός και η πνευματική αναγέννηση, κυοφορούσαν σταδιακά ένα νέο κίνημα, όπως αυτό εκφράστηκε θριαμβευτικά στα κείμενα ορόσημα της πολιτικής αναγέννησης της Δύσης, της Γαλλικής Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη (1789), και της Διακήρυξης της Ανεξαρτησίας των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής (1776) ∙ το κίνημα του συνταγματισμού.
Απώτατο αίτημα του νέου, πνευματικού αυτού, κινήματος υπήρξε η κατοχύρωση και η διασφάλιση θεμελιωδών ατομικών δικαιωμάτων έναντι των αυθαιρεσιών της κρατικής εξουσίας. Η κρατική εξουσία δε πρέπει να ναι ανέλεγκτη ∙ οφείλει να ασκείται λελογισμένα, υπακούοντας στο νόμο και το Σύνταγμα (κράτος δικαίου) ∙ πρέπει να διανέμεται και να αντισταθμίζεται, βάση ενός συστήματος ελέγχου και ισορροπιών (“checks and balances”) , βασισμένο στη θεμελιώδη αρχή της διάκρισης των εξουσιών. Η αρχή αυτή αποτυπώθηκε για πρώτη φορά το 1748, από τον φιλελεύθερο διαφωτιστή Μοντεσκιέ, οι ιδέες του οποίου, εν πολλοίς, αποτέλεσαν τα θεμέλια πάνω στα οποία στηρίζεται το πολιτικό και κοινωνικό οικοδόμημα του σύγχρονου κράτους δικαίου.
Οι εξουσίες αυτές είναι τρεις, η εκτελεστική, η νομοθετική και η δικαστική ∙ η διάκριση δεν είναι απόλυτη, οι εξουσίες διαπλέκονται με στόχο την αποτελεσματικότερη διοίκηση, διαπλοκή, όμως, που δε επιτρέπεται να φτάσει στο σημείο εξουδετέρωσης της ισορροπίας καταμερισμού της εξουσίας.
Art. 16. Toute Société dans laquelle la garantie des Droits n'est pas assurée, ni la séparation des Pouvoirs déterminée, n'a point de Constitution.
Άρθρο 16 - Κάθε κοινωνία η οποία δεν έχει εξασφαλίσει τα δικαιώματα των πολιτών της και δεν έχει καθορίσει με ακρίβεια τη διάκριση των εξουσιών, δεν μπορεί να θεωρηθεί οργανωμένη.
Γαλλική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη (1789)
Ουσιώδη αρχή ενός σύγχρονου κράτους δικαίου και σημαντικό κριτήριο της αναθεωρητικής προσπάθειας αποτελεί, επιπλέον, η δημοκρατική αρχή. Η αρχή αυτή πηγάζει απ’ το γεγονός πως ο λαός είναι κυρίαρχος, ασκεί δε την κυριαρχία του μέσω των εκλεγμένων αντιπροσώπων του, και αφορά την οργάνωση της διοίκησης με τρόπο που να συμμετάσχουν σ’ αυτήν -κατά το δυνατόν περισσότερο- οι πραγματικά κυρίαρχοι πολίτες, χωρίς, όμως, να αλλοιωθεί η αποτελεσματικότητα της, καθώς και ο αντιπροσωπευτικός χαρακτήρας του πολιτεύματος.
Η κατοχύρωση αυτών των δικαιωμάτων, που αργότερα επεκτάθηκαν, περιλαμβάνοντας πολιτικά και κοινωνικά δικαιώματα, κατά την πάροδο της ιστορίας, αποδείχθηκε, κατά βάση, ανεπαρκής. Τα κείμενα με τις πομπώδεις διακηρύξεις και τον πύρινο λόγο, ποτισμένα με αίμα και όνειρα ολόκληρων εθνών, αποτέλεσαν στις κρίσιμες ιστορικές συγκυρίες ευχολόγιο, στα χέρια δημαγωγών πολιτικών που εμπορεύονταν τις ύψιστες αξίες του ανθρώπινου γένους, με στόχο την εξυπηρέτηση πλείστων όσων συμφερόντων. Όμως, κανένας πολίτης του σύγχρονου κράτους δικαίου, ο οποίος απολαμβάνει σήμερα ένα, όλο και πιο διευρυμένο, ελάχιστο πλαίσιο προστασίας των βασικών του δικαιωμάτων, δε θα αποκαλούσε μάταιο τον πολιτικό αγώνα του ανθρώπου για αξιοπρέπεια, για ισονομία, για Σύνταγμα.
Απ’ την σκέψη αυτή θα πρεπε, ίσως, να αντλούμε αισιοδοξία και να εντείνουμε την προσπάθεια για προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ανά την υφήλιο, καθότι, ανάλογη είναι σήμερα η κατάσταση σε διεθνές επίπεδο, με σωρεία διακηρύξεων απ’ τον ΟΗΕ για το σεβασμό τους, αλλά με ελάχιστη αποτελεσματικότητα ως προς την πραγματική προστασία τους.
Επιστρέφοντας, όμως, στο ζήτημα της επίμαχης αναθεώρησης του Συντάγματος του 1975 του Ελληνικού έθνους, θα ήθελα να επαναλάβω τη βασική παραδοχή, πώς ένα σύνταγμα, για να είναι αποτελεσματικό, οφείλει να λαμβάνει υπόψη τις ισχύουσες κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες τις οποίες καλείται να οργανώσει. Το Σύνταγμα δε μπορεί να θεραπεύσει τις παθογένειες του Ελληνικού συστήματος, μπορεί, όμως να θέσει τις βάσεις για την αντιμετώπιση τους, διακρίνοντας τες και θέτοντας εγγυήσεις και πλαίσια δράσης για τη θεραπεία τους. Κυριότερα ζητήματα που πρέπει να ληφθούν υπόψη, μεταξύ άλλων, θεωρώ την δυσπιστία των πολιτών στην κρατική εξουσία, το αίσθημα ατιμωρησίας, την κατάλυση του κοινωνικού κράτους με την επίκληση της αόριστης έννοιας της εθνικής ανάγκης, την έλλειψη κοινωνικής συνοχής, τις υπερεξουσίες που στην πράξη συγκεντρώνει η εκτελεστική εξουσία, τη διαφθορά, την ενίσχυση της πολιτικής ευθύνης των ίδιων των πολιτών, την ενίσχυση άμεσων συμμετοχικών θεσμών, την κατάλυση της συνδικαλιστικής ελευθερίας, την μη αποτελεσματική προστασία και την παραβίαση των συνταγματικών διατάξεων.
Εν όψει αυτών και έχοντας υπόψη τις προτάσεις διάφορων φορέων, θα υποστήριζα τα εξής :
v Κρίσιμη και αναγκαία θεωρώ, καταρχήν, την αλλαγή του τρόπου ανάδειξης των ανώτατων Δικαστικών Λειτουργών, με στόχο την θωράκιση της αρχής της διάκρισης των εξουσιών από μια αδικαιολόγητη δικαιοπολιτικά ρύθμιση, η οποία εξαρτά την ανάδειξη της ηγεσίας μίας εκ των τριών εξουσιών του κράτους απ’ την εκάστοτε κυβερνητική (και συχνά κομματική) πλειοψηφία.
v Θεωρώ, επίσης, επιβεβλημένη μια προσπάθεια περιορισμού των υπερεξουσιών που συγκεντρώνει η κυβέρνηση και ο Πρωθυπουργός, είτε με τη θέσπιση αυστηρότερων κριτηρίων για τη παροχή νομοθετικής εξουσιοδότησης (άρθρο 43 Συντάγματος), ώστε να ενισχυθεί ο ρόλος της Βουλής, είτε με την πρόβλεψη αυστηρότερου δικαστικού ελέγχου των προεδρικών διαταγμάτων, π.χ. με τη θέσπιση της σύμφωνης γνώμης του Συμβουλίου της Επικρατείας, στα πλαίσια της προληπτικής επεξεργασίας των διαταγμάτων, ως υποχρεωτικής για την έκδοση του διατάγματος.
v Παρεμφερής και ,ίσως, αναγκαία, με βάση την υφιστάμενη πολιτική πρακτική, είναι η τροποποίηση των διατάξεων του Συντάγματος που προβλέπουν τις προϋποθέσεις για την έκδοση πράξεων νομοθετικού περιεχομένου (Άρθρο 44), είτε με την αυστηροποίηση τους, είτε με καθιέρωση δικαστικού ελέγχου της συνδρομής των όρων της « εξαιρετικά επείγουσας και απρόβλεπτης ανάγκης», κάτι που τα δικαστήρια της χώρας σήμερα αρνούνται να πράξουν. Οι παραπάνω τροποποιήσεις έχουν ως στόχο την ενίσχυση του αμοιβαίου ελέγχου μεταξύ των εξουσιών, ώστε να αποφευχθεί, όσο το δυνατόν, η κρατική αυθαιρεσία και, ως εκ τούτου, να ενισχυθεί η εμπιστοσύνη των πολιτών στην σύννομη διακυβέρνηση.
v Τροποποίηση με στόχο την αύξηση αυτής της εμπιστοσύνης, καθώς και την καταπολέμηση της διαφθοράς και του διάχυτου αισθήματος ατιμωρησίας, συνιστά η κατάργηση της ποινικής ασυλίας των βουλευτών, η αλλαγή της σύνθεσης των εξεταστικών επιτροπών, η ενίσχυση της λειτουργικής ανεξαρτησίας των δικαστικών λειτουργών.
v Σημαντική είναι η μέριμνα για την αποτελεσματικότερη εφαρμογή των συνταγματικών διατάξεων, καθότι η καταπάτηση τους αποτελεί συνήθη πρακτική κατά την άσκηση πολιτικής απ’ τις ελληνικές κυβερνήσεις, χωρίς τα δικαστήρια της χώρας να έχουν επιδείξει, έως τώρα, τη δέουσα αυστηρότητα. Το γεγονός αυτό, που επιβεβαιώνεται και απ’ τις πολλές καταδίκες της χώρας μας απ’ το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί με τη θέσπιση ενός Συνταγματικού Δικαστηρίου, οι δικαστές του οποίου θα τελούν υπό καθεστώς πλήρους λειτουργικής ανεξαρτησίας.
v Η έννοια του κοινωνικού κράτους θα πρέπει να θωρακιστεί από αυθαίρετες παρεμβάσεις της Διοίκησης επί των κοινωνικών κεκτημένων. Πρόταση με αυτό το σκοπό αποτελεί ,για παράδειγμα, η θέσπιση ρητών ορίων επέμβασης του νομοθέτη σε ένα κοινωνικό αγαθό (π.χ. κοινωνική ασφάλιση), ώστε αυτή να μη φθάνει στο σημείο να θίγει την ανθρώπινη αξιοπρέπεια.
v Τέλος, η οποιαδήποτε αναθεωρητική διαδικασία, για να χαρακτηριστεί γόνιμη και επιτυχής, θα πρέπει να λάβει υπόψη το πάγιο αίτημα για περισσότερη συμμετοχή των πολιτών στη διακυβέρνηση της χώρας, κατ’ εφαρμογή της δημοκρατικής αρχής. Η τόνωση των θεσμών άμεσης δημοκρατίας (π.χ. ηπιότερες προϋποθέσεις διεξαγωγής δημοψηφίσματος, καθιέρωση του ως υποχρεωτικού σε ορισμένα θέματα) καθίσταται ανάγκη αναπόδραστη, δεδομένων των ιστορικών αποφάσεων και δεσμεύσεων που λαμβάνει η κυβερνητική πλειοψηφία διεθνώς αυτήν την κρίσιμη χρονική περίοδο της εποχής των Μνημονίων, δεσμεύσεις, για τις οποίες υπάρχει διάχυτη η αίσθηση της εκ άνωθεν επιβολής τους. Μέριμνα θα πρέπει να ληφθεί για την ενίσχυση του ρόλου της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, της συλλογικής αυτονομίας, την διατήρηση της ιστορικής κοινότητας ως φορέα αυτοδιοίκησης σε τοπικά θέματα, του εθελοντισμού, της συμμετοχής των πολιτών σε ανεξάρτητες αρχές, σε επιτροπές, σε συλλογικές δράσεις, στα δικαστήρια.
Η συμμετοχή αυτή θα κριθεί ξεχωριστά για κάθε τομέα, ώστε να μην αποβαίνει σε βάρος της αποτελεσματικότητας και της ευελιξίας της διοίκησης. Όμως, πριν ή μετά από κάθε τεχνοκρατική στάθμιση, βαρίδιο που θα γείρει, εν τέλει, τη ζυγαριά προς τη μια ή προς την άλλη επιλογή, οφείλει να αποτελέσει η βούληση και η ψυχολογία των πολιτών. Πρώτο και τελευταίο μέλημα της αναθεωρητικής προσπάθειας πρέπει να είναι αυτό ∙ η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης όλων μας στην πολιτειακή εξουσία ∙ η προσπάθεια συνειδητοποίησης πως κυρίαρχος είναι ο πολίτης, ο οποίος εκλέγοντας τους αντιπροσώπους του και συμμετέχοντας ο ίδιος ενεργά στην άσκηση της κυριαρχίας του, δε δικαιούται να κατηγορήσει κανένα «Δημόσιο», κανένα «Κράτος», καμία «Οντότητα» έξω απ’ αυτόν. Αναζητούμε και διεκδικούμε περισσότερη συμμετοχή στην Πολιτεία των Ελλήνων, όντας, ταυτοχρόνως, έτοιμοι να αναλάβουμε, ο καθένας κι όλοι μαζί, την ευθύνη ∙ γιατί η ευθύνη είναι θέμα όλων μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου