Μετά έναν χρόνο ξαναείδα αυτόν τον έναστρο ουρανό. Η νύχτα ήταν ψυχρή και διαυγής, κομψή, μεγαλειώδης· τα άστρα κρέμονταν σε κεντημένο ουρανό, πάνω απ’ τη σιωπηλή χερσόνησο, πολλά, πάρα πολλά, κι όλα ευκρινή, μικρά και μεγάλα, γνωστά και άγνωστα. Δεν κατέφυγα στο Google Sky Map· εντόπισα τα στοιχειώδη, κι αφέθηκα στο λευκό του γαλαξία. Από τη μια πλευρά βούιζε το ποτάμι, από την άλλη το πέλαγος· στο βάθος, η αναλαμπή του χιονισμένου όρους. Μία, δύο, τρεις νύχτες στη σειρά.
Στεκόμουν στην ψύχρα με το βλέμμα προς τα άνω, κι αισθανόμουν μια σκοτεινή κουκκίδα σε νυχτερινή φωτογραφία του Στράτου: όλα μπλε, ασημένια-χρυσά, τ’ αστέρια διαγράφουν τροχιές στο στερέωμα, και σε μια άκρη ένα τόσο δα πορτοκαλί φωτάκι. Στα μάτια μου είχα τον ουρανό με τ’ άστρα, και ο νους μου πρόβαλε τη νυχτερινή φωτογραφία του Μυλοποτάμου, μια εικόνα που δεν την πιάνει το μάτι, αλλά καταγράφεται στο φωτογραφικό φιλμ ύστερα από μισή-μία ώρα έκθεση. Σε αυτό το σμίξιμο παρόντος και μνήμης, οφθαλμού και νου, σε αυτή την υπερεικόνα, βρισκόμουν εγκατεστημένος σαν κουκκίδα στις μελανές περιοχές, στα σκούρα. Ηταν ανακουφιστικό. Η σμίκρυνση έφερνε το μέτρο ― απελευθερωτικό.
Εβρισκα το ίδιο απελευθερωτική τη διάχυση σαν κουκκίδα μες στο δάσος, κάτω από αρχαίες βελανιδιές, πλατάνια, καστανιές. Δάσος πυκνό, με χαραμάδες ουρανού, υγρό, γεμάτο ψίθυρους και σιωπές. Στα πατήματα, φύλλα, καρποί, ίχνη αγριμιών, ίχνη ανθρώπων, μια ξύλινη πινακίδα κρυμμένη από θάμνους. Σ’ ένα ξέφωτο, μια καλύβα κλειστή, σιωπηλή· περιέχει ζωή κάπου μέσα της, τώρα ή αύριο, το λέει ένα κουρέλι που ανεμίζει στο σύρμα, ένα ντεπόζιτο, τρεις γαλάζιες κυψέλες προσεκτικά στοιχισμένες. Ενας μισοσβησμένος δρόμος, πατημένη λάσπη και χαλίκι, στην καρδιά του δρυμού, φέρνει μέχρι αυτό το χαϊντεγκεριανό ξέφωτο.
Καθώς με παρασύρει η ολισθηρή κατωφέρεια, διαλέγοντας πέτρες να πατήσω σίγουρα, πέτρες γλυμμένες από νερό και βήματα, κυκλώνω τη μορφή του αόρατου ερημίτη, που κατοικεί το ξέφωτο. Ενας μεσήλικας σαλός; Ενας γέρων με όρκο σιωπής, που ωστόσο μιλάει στα κοτσύφια; Ενας πικραμένος τόσο που τ’ άφησε όλα; Ή ένας που αγάπησε τόσο βαθιά, που βρέθηκε μόνος εκεί στο ξέφωτο, συντροφεμένος από όλες τις ανθρώπινες σκιές, και πλήρης;
Η δασική ρύμη, ο holzweg, με παίρνει από το ξέφωτο των αινιγμάτων, με φέρνει μπροστά σε αμίλητα ερείπια, το ίδιο αινιγματικά· κι ύστερα μπροστά σε πολύχρονα τείχη. Πίσω από τη λιθοδομή αφουγκράζομαι: ζωή, ζωές. Ανθρωποι. Ποικίλοι σαν τ’ αστέρια. Εδώ ας σταθώ.
Είναι μαυροντυμένοι και αεικίνητοι, οι περισσότεροι, οι νέοι. Είναι μαυροντυμένοι και αργοί, κάποτε ακίνητοι, σαν παλαιές δρύες βασιλικές, οι ηλικιωμένοι. Ο πιο ηλικιωμένος που συνάντησα πίσω από τέτοια τείχη, κόντευε τον αιώνα, μισογελούσε διαρκώς, σαν να ‘βλεπε αγγέλους· χάιδεψε το σγουρόμαλλο κεφάλι ενός νεαρού και του ψιθύρισε στ’ αυτί.
Οι άνθρωποι λοιπόν. Κάτω απ’ αυτόν τον ουρανό, κάτω από τέτοια άστρα, μέσα σε δάση και ερημιές: γίγαντες με καρδιά παιδιού, παιδιά εξηντάχρονα και ογδοντάχρονα, αμπελουργοί, αλιείς, χορωδοί, μάγειρες, άνθρωποι καταφυγόντες εδώ, μακριά από το αγριεμένο πλήθος, μακριά από βάσανα και μάταιους πόνους, σαν διάλειμμα οι περισσότεροι, σαν ρότα ζωής οι ολίγοι, όλοι γύρω από ένα τζάκι και μια τράπεζα, κοινότητα ακερδής, άλλος ρουφάει ένα βιβλιαράκι, άλλος αποθαυμάζει έναν σουγιά, μερικοί θυμούνται τα παιδικάτα τους, συγκρίνουν παλαιά και νέα φτώχεια, όλοι περιποιούνται και υπηρετούν, στολίζουν την τράπεζα του γεύματος. Υποδέχονται την εσπέρα ψάλλοντας εν χορώ την επιλύχνιο ευχαριστία από τα βάθη αιώνων και τόπων της Ανατολής: «Φως ιλαρόν αγίας δόξης, αθανάτου Πατρός, ουρανίου, αγίου, μάκαρος, Ιησού Χριστέ. Ελθόντες επί την ηλίου δύσιν, ιδόντες φως εσπερινόν…» Το φως λιγοστεύει από το παράθυρο του Αιγαίου, η αρμύρα εισχωρεί υγρή, ψυχρή, αναζωογονητική, και αναμειγνύεται με θαμπές λάμψεις κεριών και ξέφτια θυμιάματος.
Το φως σβήνει. Οι άνθρωποι σκορπάνε μες στη νεαρή νύχτα για να ανασυνταχθούν παραπέρα, από τη μία σύναξη στην άλλη, από όρθρου βαθέος έως εσπέρας. Ξεμακραίνω μέχρι το χείλος του θαλασσινού γκρεμού, κάτω απ’ τα αστέρια που πληθαίνουν, νύχτα Γενάρη, νύχτα σπαρμένη θαύματα, κι είμαι κουκκίδα στις μελανές περιοχές, στα σκούρα.
Στεκόμουν στην ψύχρα με το βλέμμα προς τα άνω, κι αισθανόμουν μια σκοτεινή κουκκίδα σε νυχτερινή φωτογραφία του Στράτου: όλα μπλε, ασημένια-χρυσά, τ’ αστέρια διαγράφουν τροχιές στο στερέωμα, και σε μια άκρη ένα τόσο δα πορτοκαλί φωτάκι. Στα μάτια μου είχα τον ουρανό με τ’ άστρα, και ο νους μου πρόβαλε τη νυχτερινή φωτογραφία του Μυλοποτάμου, μια εικόνα που δεν την πιάνει το μάτι, αλλά καταγράφεται στο φωτογραφικό φιλμ ύστερα από μισή-μία ώρα έκθεση. Σε αυτό το σμίξιμο παρόντος και μνήμης, οφθαλμού και νου, σε αυτή την υπερεικόνα, βρισκόμουν εγκατεστημένος σαν κουκκίδα στις μελανές περιοχές, στα σκούρα. Ηταν ανακουφιστικό. Η σμίκρυνση έφερνε το μέτρο ― απελευθερωτικό.
Εβρισκα το ίδιο απελευθερωτική τη διάχυση σαν κουκκίδα μες στο δάσος, κάτω από αρχαίες βελανιδιές, πλατάνια, καστανιές. Δάσος πυκνό, με χαραμάδες ουρανού, υγρό, γεμάτο ψίθυρους και σιωπές. Στα πατήματα, φύλλα, καρποί, ίχνη αγριμιών, ίχνη ανθρώπων, μια ξύλινη πινακίδα κρυμμένη από θάμνους. Σ’ ένα ξέφωτο, μια καλύβα κλειστή, σιωπηλή· περιέχει ζωή κάπου μέσα της, τώρα ή αύριο, το λέει ένα κουρέλι που ανεμίζει στο σύρμα, ένα ντεπόζιτο, τρεις γαλάζιες κυψέλες προσεκτικά στοιχισμένες. Ενας μισοσβησμένος δρόμος, πατημένη λάσπη και χαλίκι, στην καρδιά του δρυμού, φέρνει μέχρι αυτό το χαϊντεγκεριανό ξέφωτο.
Καθώς με παρασύρει η ολισθηρή κατωφέρεια, διαλέγοντας πέτρες να πατήσω σίγουρα, πέτρες γλυμμένες από νερό και βήματα, κυκλώνω τη μορφή του αόρατου ερημίτη, που κατοικεί το ξέφωτο. Ενας μεσήλικας σαλός; Ενας γέρων με όρκο σιωπής, που ωστόσο μιλάει στα κοτσύφια; Ενας πικραμένος τόσο που τ’ άφησε όλα; Ή ένας που αγάπησε τόσο βαθιά, που βρέθηκε μόνος εκεί στο ξέφωτο, συντροφεμένος από όλες τις ανθρώπινες σκιές, και πλήρης;
Η δασική ρύμη, ο holzweg, με παίρνει από το ξέφωτο των αινιγμάτων, με φέρνει μπροστά σε αμίλητα ερείπια, το ίδιο αινιγματικά· κι ύστερα μπροστά σε πολύχρονα τείχη. Πίσω από τη λιθοδομή αφουγκράζομαι: ζωή, ζωές. Ανθρωποι. Ποικίλοι σαν τ’ αστέρια. Εδώ ας σταθώ.
Είναι μαυροντυμένοι και αεικίνητοι, οι περισσότεροι, οι νέοι. Είναι μαυροντυμένοι και αργοί, κάποτε ακίνητοι, σαν παλαιές δρύες βασιλικές, οι ηλικιωμένοι. Ο πιο ηλικιωμένος που συνάντησα πίσω από τέτοια τείχη, κόντευε τον αιώνα, μισογελούσε διαρκώς, σαν να ‘βλεπε αγγέλους· χάιδεψε το σγουρόμαλλο κεφάλι ενός νεαρού και του ψιθύρισε στ’ αυτί.
Οι άνθρωποι λοιπόν. Κάτω απ’ αυτόν τον ουρανό, κάτω από τέτοια άστρα, μέσα σε δάση και ερημιές: γίγαντες με καρδιά παιδιού, παιδιά εξηντάχρονα και ογδοντάχρονα, αμπελουργοί, αλιείς, χορωδοί, μάγειρες, άνθρωποι καταφυγόντες εδώ, μακριά από το αγριεμένο πλήθος, μακριά από βάσανα και μάταιους πόνους, σαν διάλειμμα οι περισσότεροι, σαν ρότα ζωής οι ολίγοι, όλοι γύρω από ένα τζάκι και μια τράπεζα, κοινότητα ακερδής, άλλος ρουφάει ένα βιβλιαράκι, άλλος αποθαυμάζει έναν σουγιά, μερικοί θυμούνται τα παιδικάτα τους, συγκρίνουν παλαιά και νέα φτώχεια, όλοι περιποιούνται και υπηρετούν, στολίζουν την τράπεζα του γεύματος. Υποδέχονται την εσπέρα ψάλλοντας εν χορώ την επιλύχνιο ευχαριστία από τα βάθη αιώνων και τόπων της Ανατολής: «Φως ιλαρόν αγίας δόξης, αθανάτου Πατρός, ουρανίου, αγίου, μάκαρος, Ιησού Χριστέ. Ελθόντες επί την ηλίου δύσιν, ιδόντες φως εσπερινόν…» Το φως λιγοστεύει από το παράθυρο του Αιγαίου, η αρμύρα εισχωρεί υγρή, ψυχρή, αναζωογονητική, και αναμειγνύεται με θαμπές λάμψεις κεριών και ξέφτια θυμιάματος.
Το φως σβήνει. Οι άνθρωποι σκορπάνε μες στη νεαρή νύχτα για να ανασυνταχθούν παραπέρα, από τη μία σύναξη στην άλλη, από όρθρου βαθέος έως εσπέρας. Ξεμακραίνω μέχρι το χείλος του θαλασσινού γκρεμού, κάτω απ’ τα αστέρια που πληθαίνουν, νύχτα Γενάρη, νύχτα σπαρμένη θαύματα, κι είμαι κουκκίδα στις μελανές περιοχές, στα σκούρα.
Πανέμορφο.
ΑπάντησηΔιαγραφή