Μερικά νέα που φτάνουν στα αυτιά μου.
* Η Μ. μίλησε μαζί του. Αυτός, είναι από το Πακιστάν. Της λέει, ότι στέλνει κάθε μήνα χρήματα στη γυναίκα του. Ο διακινητής ζητάει γι’ αυτήν, τα διπλά χρήματα από όσα έδωσε αυτός για να περάσει στην Ελλάδα. Όμως και να είχε τα χρήματα, λέει δεν θα τα έδινε. Ξέρει πως αν επιχειρήσει αυτό το πέρασμα στην Ελλάδα η γυναίκα του, θα τη βιάσουν σίγουρα τρεις φορές. Σε τρία συγκεκριμένα σημεία, σε τρεις σταθμούς της διαδρομής.
* Μικρή παύση και η διήγηση συνεχίζεται. Τον αδερφό του, τον απέλασαν πριν κάτι μήνες. Όταν έφτασε στην πατρίδα του δεν είχε τα χρήματα που έστελνε κάθε μήνα στην τοπική μαφία, για να μην πειράξουν την οικογένειά του, που είχε μείνει πίσω. Τον έδειραν. Τώρα, μένει πια μόνιμα στη χώρα του, αλλά απ’ το ξύλο, έχει μείνει φυτό.
Μερικά ακόμη νέα.
«Ο νεαρός Πακιστανός Σαχτζάτ Λουκμάν γεννήθηκε το 1986. Ζούσε στην Ελλάδα έξι χρόνια. Τον μαχαίρωσαν την ώρα που έφθανε στη δουλειά του. Δούλευε στις λαϊκές αγορές. Ξεκινούσε από το Περιστέρι όπου κατοικούσε, στις 2.30 για να φθάσει, μία ώρα μετά, στον εργοδότη του, στα Πετράλωνα. Και να φορτώσει τα πορτοκάλια».
–
Αν είσαι γεννημένος το 1986, σε μαχαιρώνουν στην πλάτη, την ώρα που κάνεις ποδήλατο. Αν είσαι Πακιστανός, σε μαχαιρώνουν την ώρα που πας να φορτώσεις πορτοκάλια. Αν ξυπνάς στις 2 μιση το πρωί για να πας στη δουλειά, σε μαχαιρώνουν τύποι που στο σπίτι τους φυλάνε «προεκλογικό υλικό και φυλλάδια πολιτικού κόμματος». Αν είσαι γεννημένος το 1986 και είσαι ανώνυμος αλλοδαπός ή Σαχτζάτ Λουκμάν ή Σερντάρ Γιακούμπ (κάτι δηλώνουν κι όλα αυτά τα ή), πρώτα ταξιδεύει νύχτα γλιτώνοντας το θάνατο στο τσακ στοιβαγμένος σε κάποιο αμπάρι ή στριμωγμένος σε κάποιο φουσκωτό. Σε μαζεύουν άντρες με στολή, σε στοιβάζουν σε κέντρα υποδοχής, σε στοιβάζουν σε διαμερίσματα, σε στοιβάζουν στα πέριξ της Πέτρου Ράλλη. Την ώρα που σκέφτεσαι τους δικούς σου, που δεν τα κατάφεραν ή τους δικούς σου που είναι πίσω, σε διαβάζεις σε όλες τις εφημερίδες. Στην καλύτερη περίπτωση σε περιγράφουν λέγοντας «δεν χωράμε όλοι», στη χειρότερη σε λένε «λαθραίο» και σου ετοιμάζουν «επιχείρηση σκούπα». Ο υπόλοιπος κόσμος ανακουφίζεται.
–
Ποιός είναι αυτός ο τόπος άραγε που δεν χωράμε όλοι και πόσους χωράει και ποιούς; Γιατί μπορεί να μη χωράει πια άλλους ανώνυμους αλλοδαπούς, αλλά σίγουρα χωράει πολύ αίμα, πολλά «φυλλάδια πολιτικού κόμματος» και ακόμη περισσότερη δυστυχία.
Μ’ αρέσει να ακούω το «εγώ για σένα ξενυχτώ» από τον Γιώργο Κατσαρό. Μ’ αρέσει να φαντάζομαι ότι για κάποιους κάποτε – όχι πολύ παλιά – στο Βέλγιο, η φωνή του Καζαντζίδη ήταν όντως πέλαγος, κυριολεκτικά μιλώντας. Μ’ αρέσει να κοιτάζω αυτή τη φωτογραφία του @kapafix. Μ’ αρέσει να σκέφτομαι ότι κάποιο τραγούδι που δεν καταλαβαίνω κι ίσως δεν θα ακούσω ποτέ, είναι αυτό που δίνει στον λαθραίο άνθρωπο τη δύναμη να μην πνιγεί κάπου στο Αιγαίο, αλλά με μια τελευταία ανάσα να σηκωθεί στον αφρό, να κολυμπήσει και να πατήσει στο κάθε Φαρμοκονήσι. Ίσως με αυτό το τραγούδι στο στόμα, να ελπίσει έστω για μερικά λεπτά ότι οι άνθρωποι εδώ, δεν θα τον πουν λαθραίο κι ότι δεν θα τον στοιβάξουν σε μια φυλακή κι ότι δεν θα τον κάνουν επιχείρηση σκούπα κι ότι δεν θα τον μαχαιρώσουν κάποιο ξημέρωμα την ώρα που κάνει ποδήλατο. Θα κάνει λάθος που θα ελπίσει.
Τουλάχιστον κάποιοι, εδώ σ’ αυτό τον τόπο που δεν χωράμε πια όλοι, θα συνεχίσουν να πορεύονται στην κάθε Τριών Ιεραρχών, στα Πετράλωνα και θα συνεχίσουν να κάνουν τόσα κι άλλα τόσα κι ας είναι πάντα απελπιστικά λίγα.
Και πάντα, όπως τότε όπως και τώρα, θα κλαίνε τα πουλιά για αέρα και τα δέντρα για νερό.
http://tovytio.wordpress.com/2013/01/19/denxwranealloi/
* Η Μ. μίλησε μαζί του. Αυτός, είναι από το Πακιστάν. Της λέει, ότι στέλνει κάθε μήνα χρήματα στη γυναίκα του. Ο διακινητής ζητάει γι’ αυτήν, τα διπλά χρήματα από όσα έδωσε αυτός για να περάσει στην Ελλάδα. Όμως και να είχε τα χρήματα, λέει δεν θα τα έδινε. Ξέρει πως αν επιχειρήσει αυτό το πέρασμα στην Ελλάδα η γυναίκα του, θα τη βιάσουν σίγουρα τρεις φορές. Σε τρία συγκεκριμένα σημεία, σε τρεις σταθμούς της διαδρομής.
* Μικρή παύση και η διήγηση συνεχίζεται. Τον αδερφό του, τον απέλασαν πριν κάτι μήνες. Όταν έφτασε στην πατρίδα του δεν είχε τα χρήματα που έστελνε κάθε μήνα στην τοπική μαφία, για να μην πειράξουν την οικογένειά του, που είχε μείνει πίσω. Τον έδειραν. Τώρα, μένει πια μόνιμα στη χώρα του, αλλά απ’ το ξύλο, έχει μείνει φυτό.
Μερικά ακόμη νέα.
«Ο νεαρός Πακιστανός Σαχτζάτ Λουκμάν γεννήθηκε το 1986. Ζούσε στην Ελλάδα έξι χρόνια. Τον μαχαίρωσαν την ώρα που έφθανε στη δουλειά του. Δούλευε στις λαϊκές αγορές. Ξεκινούσε από το Περιστέρι όπου κατοικούσε, στις 2.30 για να φθάσει, μία ώρα μετά, στον εργοδότη του, στα Πετράλωνα. Και να φορτώσει τα πορτοκάλια».
–
Αν είσαι γεννημένος το 1986, σε μαχαιρώνουν στην πλάτη, την ώρα που κάνεις ποδήλατο. Αν είσαι Πακιστανός, σε μαχαιρώνουν την ώρα που πας να φορτώσεις πορτοκάλια. Αν ξυπνάς στις 2 μιση το πρωί για να πας στη δουλειά, σε μαχαιρώνουν τύποι που στο σπίτι τους φυλάνε «προεκλογικό υλικό και φυλλάδια πολιτικού κόμματος». Αν είσαι γεννημένος το 1986 και είσαι ανώνυμος αλλοδαπός ή Σαχτζάτ Λουκμάν ή Σερντάρ Γιακούμπ (κάτι δηλώνουν κι όλα αυτά τα ή), πρώτα ταξιδεύει νύχτα γλιτώνοντας το θάνατο στο τσακ στοιβαγμένος σε κάποιο αμπάρι ή στριμωγμένος σε κάποιο φουσκωτό. Σε μαζεύουν άντρες με στολή, σε στοιβάζουν σε κέντρα υποδοχής, σε στοιβάζουν σε διαμερίσματα, σε στοιβάζουν στα πέριξ της Πέτρου Ράλλη. Την ώρα που σκέφτεσαι τους δικούς σου, που δεν τα κατάφεραν ή τους δικούς σου που είναι πίσω, σε διαβάζεις σε όλες τις εφημερίδες. Στην καλύτερη περίπτωση σε περιγράφουν λέγοντας «δεν χωράμε όλοι», στη χειρότερη σε λένε «λαθραίο» και σου ετοιμάζουν «επιχείρηση σκούπα». Ο υπόλοιπος κόσμος ανακουφίζεται.
–
Ποιός είναι αυτός ο τόπος άραγε που δεν χωράμε όλοι και πόσους χωράει και ποιούς; Γιατί μπορεί να μη χωράει πια άλλους ανώνυμους αλλοδαπούς, αλλά σίγουρα χωράει πολύ αίμα, πολλά «φυλλάδια πολιτικού κόμματος» και ακόμη περισσότερη δυστυχία.
Μ’ αρέσει να ακούω το «εγώ για σένα ξενυχτώ» από τον Γιώργο Κατσαρό. Μ’ αρέσει να φαντάζομαι ότι για κάποιους κάποτε – όχι πολύ παλιά – στο Βέλγιο, η φωνή του Καζαντζίδη ήταν όντως πέλαγος, κυριολεκτικά μιλώντας. Μ’ αρέσει να κοιτάζω αυτή τη φωτογραφία του @kapafix. Μ’ αρέσει να σκέφτομαι ότι κάποιο τραγούδι που δεν καταλαβαίνω κι ίσως δεν θα ακούσω ποτέ, είναι αυτό που δίνει στον λαθραίο άνθρωπο τη δύναμη να μην πνιγεί κάπου στο Αιγαίο, αλλά με μια τελευταία ανάσα να σηκωθεί στον αφρό, να κολυμπήσει και να πατήσει στο κάθε Φαρμοκονήσι. Ίσως με αυτό το τραγούδι στο στόμα, να ελπίσει έστω για μερικά λεπτά ότι οι άνθρωποι εδώ, δεν θα τον πουν λαθραίο κι ότι δεν θα τον στοιβάξουν σε μια φυλακή κι ότι δεν θα τον κάνουν επιχείρηση σκούπα κι ότι δεν θα τον μαχαιρώσουν κάποιο ξημέρωμα την ώρα που κάνει ποδήλατο. Θα κάνει λάθος που θα ελπίσει.
Τουλάχιστον κάποιοι, εδώ σ’ αυτό τον τόπο που δεν χωράμε πια όλοι, θα συνεχίσουν να πορεύονται στην κάθε Τριών Ιεραρχών, στα Πετράλωνα και θα συνεχίσουν να κάνουν τόσα κι άλλα τόσα κι ας είναι πάντα απελπιστικά λίγα.
Και πάντα, όπως τότε όπως και τώρα, θα κλαίνε τα πουλιά για αέρα και τα δέντρα για νερό.
http://tovytio.wordpress.com/2013/01/19/denxwranealloi/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου