....του Δημήτρη Μάρδα
Πρώτο: Παρά το γεγονός ότι η δεύτερη λύση «σωτηρίας» που αποφασίσθηκε τα ξημερώματα της 25ης Μαρτίου, μοιάζει χειρότερη από εκείνη, που απορρίφθηκε από το Κοινοβούλιο της Κύπρου, τώρα, καθώς η σκόνη καταλαγιάζει το κύριο συμπέρασμα είναι ένα: Δεν υπάρχει μια λύση μονόδρομος και όλα εξαρτώνται από την διαπραγματευτική ικανότητα, τη στρατηγική των συμμετεχόντων, τις συμμαχίες που μπορούν να συνάψουν και από ένα σύνολο άλλων αστάθμητων παραγόντων, εξαρτωμένων από τις εθνικές στρατηγικές των κρατών-μελών.
Σύμφωνα με τα ανωτέρω λοιπόν, σε όρους ελληνικού Μνημονίου, οδηγούμαστε στα εξής. Ανάμεσα στα δυο ακραία όρια, όπως αυτά διαμορφώνονται, από το υφιστάμενο πλαίσιο των ελληνικών Μνημονίων (ανώτατο όριο) και το σχίσιμο των όρων των Μνημονίων (κατώτατο όριο), υπάρχουν και άλλες εναλλακτικές λύσεις, που όφειλαν να διερευνήσουν οι ενδιαφερόμενοι. Αυτό όμως, απαιτεί ένα σύνολο ποιοτικών παραγόντων, που συνδέονται με το εύρος ή το κενό της γνώσης και στρατηγικής των διαπραγματευτών. Και δυστυχώς, η εμπειρία της χώρας κλίνει προς την ύπαρξη ενός μεγάλου κενού σε όλα τα ανωτέρω, που ήταν ιδιαίτερα εμφανές επί Παπανδρέου-Παπακωνσταντίνου, όταν λοιπόν το τραίνο της ελληνικής εν δυνάμει χρεοκοπίας έμπαινε σε σιδηροτροχιές.
Δεύτερο, συμπέρασμα αλληλένδετο με το πρώτο: Το άνοιγμα των τραπεζών στην Κύπρο θα συνοδευτεί από ένα σύνολο μέτρων, που θα αναστείλουν προσωρινά την ελεύθερη κυκλοφορία κεφαλαίων από τη μεγαλόνησο στην ΕΕ ή τον υπόλοιπο κόσμο. Το τελευταίο αποτελεί ένα μέτρο προστασίας της οικονομίας, που παραβιάζει βέβαια μια από τις θεμελιώδεις αρχές της ΕΕ. Η συγκεκριμένη όμως επιλογή, προβλέπεται από τη ίδια Συνθήκη της Λισσαβόνας.
Ερώτηση: Δεν μπορούσαν οι Έλληνες διαπραγματευτές να εξασφαλίσουν μια προσωρινή ρήτρα προστασίας υπέρ της εγχώριας παραγωγής και σε βάρος κάποιων εισαγωγών; Φυσικά και ήταν δυνατό κάτι τέτοιο!. Ενδεικτικά σημειώνεται το εξής. Θα μπορούσαν οι δικοί μας κυβερνώντες, να ζητήσουν την εφαρμογή μέτρων, που θα έθεταν υπό προσωρινή αναστολή το άνοιγμα της αγοράς των κρατικών προμηθειών στον ενδοκοινοτικό ανταγωνισμό. Με τον τρόπο αυτό το ελληνικό Δημόσιο θα προμηθευόταν αγαθά από εντόπιες επιχειρήσεις, για ένα χρονικό διάστημα, στο πλαίσιο μιας πολιτικής «υπέρ της αγοράς εγχωρίων προϊόντων».
Υπάρχουν και άλλα μέτρα που θα μπορούσαν να συζητηθούν στο πλαίσιο του παζαριού, με σκοπό τη διαμόρφωση των όρων των όποιων Μνημονίων, αρκεί να πληρούνταν τα στοιχειώδη, σε όρους διαπραγματευτικής ικανότητας των μονόφθαλμων δικών μας πολιτικών. Οπότε, ας μην είναι τόσο περήφανοι όσοι μας οδήγησαν στην κατάσταση που είμαστε, άσχετα αν η Κύπρος τους προσφέρει ένα αναπάντεχο άλλοθι.
Με αφορμή την εμπειρία της Κύπρου, όλοι οι Μνημονιακοί πολιτικοί της χώρας σπεύδουν να αυτοδικαιωθούν για τις έως σήμερα επιλογές τους. Τι έδειξε όμως η περιπέτεια της Κύπρου και τα παραλειπόμενά της;
Πρώτο: Παρά το γεγονός ότι η δεύτερη λύση «σωτηρίας» που αποφασίσθηκε τα ξημερώματα της 25ης Μαρτίου, μοιάζει χειρότερη από εκείνη, που απορρίφθηκε από το Κοινοβούλιο της Κύπρου, τώρα, καθώς η σκόνη καταλαγιάζει το κύριο συμπέρασμα είναι ένα: Δεν υπάρχει μια λύση μονόδρομος και όλα εξαρτώνται από την διαπραγματευτική ικανότητα, τη στρατηγική των συμμετεχόντων, τις συμμαχίες που μπορούν να συνάψουν και από ένα σύνολο άλλων αστάθμητων παραγόντων, εξαρτωμένων από τις εθνικές στρατηγικές των κρατών-μελών.
Σύμφωνα με τα ανωτέρω λοιπόν, σε όρους ελληνικού Μνημονίου, οδηγούμαστε στα εξής. Ανάμεσα στα δυο ακραία όρια, όπως αυτά διαμορφώνονται, από το υφιστάμενο πλαίσιο των ελληνικών Μνημονίων (ανώτατο όριο) και το σχίσιμο των όρων των Μνημονίων (κατώτατο όριο), υπάρχουν και άλλες εναλλακτικές λύσεις, που όφειλαν να διερευνήσουν οι ενδιαφερόμενοι. Αυτό όμως, απαιτεί ένα σύνολο ποιοτικών παραγόντων, που συνδέονται με το εύρος ή το κενό της γνώσης και στρατηγικής των διαπραγματευτών. Και δυστυχώς, η εμπειρία της χώρας κλίνει προς την ύπαρξη ενός μεγάλου κενού σε όλα τα ανωτέρω, που ήταν ιδιαίτερα εμφανές επί Παπανδρέου-Παπακωνσταντίνου, όταν λοιπόν το τραίνο της ελληνικής εν δυνάμει χρεοκοπίας έμπαινε σε σιδηροτροχιές.
Δεύτερο, συμπέρασμα αλληλένδετο με το πρώτο: Το άνοιγμα των τραπεζών στην Κύπρο θα συνοδευτεί από ένα σύνολο μέτρων, που θα αναστείλουν προσωρινά την ελεύθερη κυκλοφορία κεφαλαίων από τη μεγαλόνησο στην ΕΕ ή τον υπόλοιπο κόσμο. Το τελευταίο αποτελεί ένα μέτρο προστασίας της οικονομίας, που παραβιάζει βέβαια μια από τις θεμελιώδεις αρχές της ΕΕ. Η συγκεκριμένη όμως επιλογή, προβλέπεται από τη ίδια Συνθήκη της Λισσαβόνας.
Ερώτηση: Δεν μπορούσαν οι Έλληνες διαπραγματευτές να εξασφαλίσουν μια προσωρινή ρήτρα προστασίας υπέρ της εγχώριας παραγωγής και σε βάρος κάποιων εισαγωγών; Φυσικά και ήταν δυνατό κάτι τέτοιο!. Ενδεικτικά σημειώνεται το εξής. Θα μπορούσαν οι δικοί μας κυβερνώντες, να ζητήσουν την εφαρμογή μέτρων, που θα έθεταν υπό προσωρινή αναστολή το άνοιγμα της αγοράς των κρατικών προμηθειών στον ενδοκοινοτικό ανταγωνισμό. Με τον τρόπο αυτό το ελληνικό Δημόσιο θα προμηθευόταν αγαθά από εντόπιες επιχειρήσεις, για ένα χρονικό διάστημα, στο πλαίσιο μιας πολιτικής «υπέρ της αγοράς εγχωρίων προϊόντων».
Υπάρχουν και άλλα μέτρα που θα μπορούσαν να συζητηθούν στο πλαίσιο του παζαριού, με σκοπό τη διαμόρφωση των όρων των όποιων Μνημονίων, αρκεί να πληρούνταν τα στοιχειώδη, σε όρους διαπραγματευτικής ικανότητας των μονόφθαλμων δικών μας πολιτικών. Οπότε, ας μην είναι τόσο περήφανοι όσοι μας οδήγησαν στην κατάσταση που είμαστε, άσχετα αν η Κύπρος τους προσφέρει ένα αναπάντεχο άλλοθι.
*Ο Δημήτρης Μάρδας είναι καθηγητής στο Τμήμα Οικονομικών Επιστημών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου