Είσαι, ακόμη είσαι,
ό, τι όμορφο σκέφτομαι ∙
δεν ξέρω αν αυτό είναι αγάπη,
ή απλά ένα ακάλυπτο κενό,
που πρέπει να αναπληρώσω όσο ζω,
χωρίς ποτέ να βρω την άκρη.
Όσο μόνοι νιώθουμε,
τόσο πιο πολύ χανόμαστε ∙
ειρωνική η μοίρα του ανθρώπου,
να ζει οδεύοντας στο θάνατο,
υμνώντας τη ζωή στη διαδρομή,
με το βλέμμα χαμηλά ∙
οι μελλοθάνατοι χαιρετούν αγέρωχα τον Αυτοκράτορα της Ματαιότητας,
πριν αυτός γνέψει με το χέρι στο δήμιο,
κι αυτός τους καρφώσει αμείλικτα στη σάρκα,
φυσικά, μηχανικά, σα να αναπνέει,
τα πύρινα κοντάρια του χρόνου.
Το όνομα μας θα αντηχεί για πάντα,
στην άκρη του κόσμου,
όχι το δικό μου, ούτε το δικό σου.
Στην άβυσσο των χιλιετιών,
(σαν της ματαιότητας θαύμα)
στην επιτύμβια στήλη των γαλαξιών,
χαραγμένο εις τους αιώνας :
« ἀναθρῶν ἃ ὄπωπε ». 1
«Εντεύθεν δη μόνον των θηρίων ορθώς ο άνθρωπος “άνθρωπος” ωνομάσθη, αναθρών α όπωπε»
(Πλάτων, Κρατύλος)
Ο άνθρωπος, δηλαδή, είναι αυτός που σκέφτεται και εξετάζει αυτά που βλέπει, μόνος απ’ όλα τα ζώα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου