Τετάρτη 22 Φεβρουαρίου 2012

Όλα βαίνουν καλώς εναντίον μας


....του Ραφαήλ Παπαδόπουλου



   Τρία παραδείγματα της ποιότητας της καθημερινής ζωής και της σχέσης Πολιτείας- πολιτών στην μπανανία που επιμένει να αυτοαποκαλείται κράτος(και μάλιστα ευρωπαϊκό): α)200 περίπου δικαιούχοι προνοιακών επιδομάτων(ανάμεσα στους οποίους πολλοί τυφλοί και παράλυτοι), στριμώχνονται σε κεντρικό δρόμο της Αθήνας, προκειμένου να λάβουν το χαρτί της βεβαίωσης από την υπηρεσία του δήμου ώστε να πάρουν τα χρήματα αυτά. Το προσωπικό της υπηρεσίας περιορίζεται σε μόλις 11 άτομα, με αποτέλεσμα, σε ένα απίστευτο κομφούζιο, η υπεύθυνη να γράφει τα ονόματα των δικαιούχων σε μπλοκάκι και να προσπαθεί να μοιράσει τα χαρτάκια στο απελπισμένο πλήθος. β)Και πάλι στο κέντρο της Αθήνας, το 70% των φαναριών είναι κατεστραμμένο λόγω των επεισοδίων της Κυριακής, και καμία ενέργεια δεν έχει γίνει προς αποκατάσταση των ζημιών. γ)η ζωή ενός νεογνού 4 μηνών με σοβαρότατο πρόβλημα υγείας βρίσκεται σε άμεσο κίνδυνο, καθώς η απαραίτητη επέμβαση για τη σωτηρία του μπορεί να γίνει μόνο σε νοσοκομεία του εξωτερικού, εκ των οποίων μόνο ένα (συγκεκριμένα στο Λονδίνο), έχει δεχτεί να αναλάβει την αναγκαία μεταμόσχευση λεπτού εντέρου. Ωστόσο, το αδιέξοδο παραμένει, αφού το ταμείο στο οποίο είναι ασφαλισμένο το νεογνό και οι γονείς του, αδυνατεί να καταβάλλει 300.000 ευρώ, που απαιτούνται για να διακομιστεί το μωρό στο εξωτερικό, επειδή «δεν έχει χρήματα». Η πολιτική «ηγεσία» του τόπου παρακολουθεί εδώ και μέρες αυτή την ανθρώπινη τραγωδία εντελώς αμέτοχη.


Την ίδια στιγμή, με φόντο τις κατεστραμμένες περιουσίες και τα καταστήματα χιλιάδων πολιτών και τις ορδές των νέων ανέργων που οι καταστροφές συνεπάγονται(λόγω της ανικανότητας, ή, ακόμα χειρότερα, της ανοχής των αρμόδιων αστυνομικών αρχών), κι ενώ η ανεργία έχει ήδη φτάσει (επίσημα) το ιλιγγιώδες 21%(και ένας στους δύο νέους είναι άνεργοι), ο κόσμος της «υψηλής πολιτικής»(βουλευτές, κόμματα, επίδοξοι δελφίνοι, «νανίσκοι» αρχηγοί κομμάτων, ο γεμάτος κιλά και υποσχέσεις «υπουργίσκος» των οικονομικών ο εντολοδόχος «πρωθυπουργός», και οι μεγαλοδημοσιογράφοι), ζει σε ένα παράλληλο σύμπαν: ψηφίζεται η νέα δανειακή σύμβαση με την ψήφο «εθνικής ευθύνης» των 199 κομματικών στρατιωτών της Βουλής, για να σωθεί η χώρα από την «εξαθλίωση», τη «χρεοκοπία», την «απομόνωση» και το «χάος», περιορίζονται δραστικά κατώτατοι μισθοί, κύριες και επικουρικές συντάξεις, καταργούνται βασικά εργασιακά δικαιώματα και δομές κοινωνικού κράτους(συλλογικές συμβάσεις, εργατική εστία κτλ), ενώ υπάρχουν σκέψεις για νέα αύξηση των έμμεσων φόρων, που θα πλήξουν και πάλι την ήδη επικίνδυνα συμπιεσμένη μεσαία τάξη. Ταυτόχρονα, οι βουλευτές διατηρούν ακέραιες τις εξωφρενικές αμοιβές τους και τα σκανδαλώδη προνόμιά τους, τα κόμματα συνεχίζουν να χρηματοδοτούνται από το κράτος και από μεγάλες τράπεζες, η δημόσια διοίκηση στοχοποίειται μονομερώς για ακαμψία και αδυναμία εφαρμογής των «μεταρρυθμίσεων»(που σύμφωνα με το νεοφιλελεύθερο δόγμα που κυριαρχεί σε ΕΕ και ΔΝΤ είναι οι ιδιωτικοποιήσεις και η «απελευθέρωση» της αγοράς, δηλαδή η πλήρης απόσυρση του κράτους από κάθε ρυθμιστική παρέμβαση στην οικονομία). Την ίδια ώρα, ο μέχρι πρότινος «καλός μαθητής» της Ευρώπης, η Ιρλανδία, αρχίζει να βιώνει κι αυτός παρόμοιες δραματικές συνέπειες στην οικονομία και την κοινωνία, από την εφαρμογή του δικού της μνημονίου, καταρρίπτοντας το μύθο της ορθότητας της «συνταγής» και της αδυναμίας των Ελλήνων, που έχει αρχίσει να αμφισβητείται και από διεθνούς κύρους οικονομολόγους(π.χ Πωλ Κρούγκμαν), οι οποίοι τονίζουν εμφατικά την ανάγκη επιστροφής στον κρατικό παρεμβατισμό κευνσιανού τύπου, για να τονωθεί η ανάπτυξη, κάτι που αρνείται να δεχτεί η δογματική και άκαμπτη ευρωπαϊκή ηγεσία(κοινώς οι «Μερκοζί»).

Στο εσωτερικό της χώρας, οι διαλυτικές συνέπειες του φαύλου κύκλου λιτότητα- ύφεση, ο οποίος, από ό,τι δείχνει η εμπειρία 2 χρόνων, δεν έχει τέλος, σε συνδυασμό με τη ραγδαία απαξίωση και διάλυση των δύο (πρώην) μεγάλων κομμάτων εξουσίας που στηρίζουν την κυβέρνηση, την κοινωνική αγανάκτηση και την πολιτική απονομιμοποίηση των αντιπροσωπευτικών θεσμών, συνιστούν ένα πολύ επικίνδυνο μείγμα, βραδυφλεγή βόμβα στα θεμέλια της δημοκρατίας, η οποία πρέπει τάχιστα να εκτονωθεί. Δεδομένου ότι η παράταση της κατάστασης αυτής, με μία μη εκλεγμένη κυβέρνηση να δεσμεύει τη χώρα για τα επόμενα χρόνια, εκβιάζοντας συνεχώς τους πολίτες και με το 80-85% των εκλογέων απέναντί της, πρώτο απαραίτητο βήμα για την εξομάλυνση της κατάστασης είναι οι εκλογές, όσο το δυνατόν ταχύτερα(σε πείσμα όσων, εντός κι εκτός της χώρας, προκρίνουν την αναβολή τους, αγνοώντας τη λαϊκή βούληση και σκοπεύοντας σε πραξικοπηματική κατάργηση της δημοκρατίας, για να εξυπηρετήσουν ίδια συμφέροντα, οικονομικά και πρωτίστως πολιτικά). Οι εκλογές , εφόσον πραγματοποιηθούν με απόλυτη ελευθερία και δεν επηρεαστούν από το πολυκαιρισμένο και εκβιαστικό ψευδοδίλλημα «σωτηρία ή χρεοκοπία», το οποίο πολλοί παράγοντες συνεχίζουν, ιδιοτελώς και βλακωδώς, να διακινούν, θα αναδείξουν μία ευρεία «αντιμνημονιακή» πλειοψηφία στη Βουλή, με άξονα τα κόμματα της αριστεράς, τα οποία έτσι θα αναλάβουν επιτέλους την κυβερνητική εξουσία και συνεπώς την ευθύνη εφαρμογής όσων υποστηρίζουν μέχρι τώρα.

Αφού με τον τρόπο αυτό θα έχει διασφαλιστεί η εκτόνωση της σημερινής κρίσης αντιπροσώπευσης, τουλάχιστον στο επίπεδο των κοινοβουλευτικών συσχετισμών(με πιθανότερη τη λύση μίας κυβερνητικής συνεργασίας μεταξύ της Αριστεράς και του τμήματος του ΠΑΣΟΚ που τάχθηκε κατά της νέας δανειακής σύμβασης και των συνακόλουθων μέτρων λιτότητας), η χώρα, με διαπραγματευτικό όπλο τη λαϊκή νομιμοποίηση της νέας κυβέρνησης, θα έχει δύο διαφορετικές αλλά εξίσου μεγάλου κόστους, επιλογές.

Η πρώτη, που διασφαλίζει την παραμονή της χώρας στην ευρωζώνη, αλλά, ρεαλιστικά μιλώντας, έχει πολύ λίγες πιθανότητες υλοποίησης, είναι η εξουσιοδότηση από την κυβέρνηση των κοινωνικών εταίρων, να διαπραγματευτούν με την τρόικα αλλαγή της σημερινής αδιέξοδης και καταστροφικής πολιτικής. Ο εντεταλμένος εκπρόσωπος των εργαζομένων σε κάθε τομέα της οικονομίας (τουρισμός, εμπόριο, βιομηχανία κτλ), θα πρέπει, ως άνθρωπος που έχει άμεση εμπειρία των ιδιαίτερων προβλημάτων που αντιμετωπίζει ο κάθε κλάδος λόγω της ύφεσης, να προτείνει στην τρόικα και τους δανειστές συγκεκριμένα μέτρα που εκτιμά ότι θα επαναφέρουν την ανάπτυξη και θα θέσουν ξανά σε κίνηση την ανύπαρκτη αυτή τη στιγμή οικονομική δραστηριότητα, μέσω πρωτοβουλιών, για να υπάρξει η αναγκαία ρευστότητα στην αγορά(π.χ μείωση φόρων, ρυθμίσεις για τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά, ειδικές φοροαπαλλαγές για κρίσιμους και πληγέντες τομείς της οικονομίας όπως ο τουρισμός κτλ). Αν μετά από τη σχετική διαπραγμάτευση, οι δανειστές δεχτούν να εντάξουν τα προτεινόμενα μέτρα σε ένα ουσιαστικά αναπτυξιακό πρόγραμμα, θα πρέπει ο κάθε εκπρόσωπος των κοινωνικών εταίρων, ανάλογα με τον κλάδο που εκπροσωπεί, να τοποθετηθεί στο αντίστοιχο υπουργείο όπου θα επιτηρεί και θα δίνει κατευθύνσεις για την καθημερινή σωστή εφαρμογή των μέτρων, και μάλιστα με δυνατότητα άσκησης βέτο στις αποφάσεις των υπουργών και ορισμού των υψηλόβαθμων στελεχών του κάθε υπουργείου(θα έχει δηλαδή ρόλο υπερ-υπουργού). Αυτές οι πρωτοβουλίες για να έχουν μακροπρόθεσμη προοπτική, θα πρέπει να συνοδευτούν από μία ριζική αλλαγή συσχετισμών στην πολιτική ηγεσία της ΕΕ, με την αντικατάσταση της σημερινής συντηρητικής νεοφιλελεύθερης ηγεσίας, από μία ηγεσία προοδευτική, εμπνευσμένη από έναν σοσιαλισμό κευνσιανού τύπου, που θα έχει το θάρρος να πάρει αναπτυξιακά και αναδιανεμητικά μέτρα σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, ώστε να καταστεί η Ευρώπη μία πραγματική πολιτική και οικονομική, και όχι απλώς νομισματική, ένωση. (π.χ επιβολή φόρου στις διεθνείς χρηματοπιστωτικές συναλλαγές, έκδοση ευρωομολόγου από την ΕΚΤ, για τη στήριξη των υπερχρεωμένων χωρών του νότου). Ένα πρώτο ενθαρρυντικό δείγμα στην κατεύθυνση αυτή, είναι η διαφαινόμενη εκλογή του σοσιαλιστή Φρανσουά Ολλάντ στις επικείμενες γαλλικές προεδρικές εκλογές.

Η αισιόδοξη αυτή προοπτική, ωστόσο, δεν φαίνεται άμεσα πραγματοποιήσιμη. Το πιο πιθανό είναι οι δανειστές της Ελλάδας, δέσμιοι του ιδεολογικού τους δογματισμού ή άλλων δικών τους συμφερόντων, να επιμείνουν στην εφαρμογή της πιο σκληρής εκδοχής της πολιτικής που μέχρι τώρα εφαρμόστηκε, όπως αυτή αποτυπώνεται στο νέο μνημόνιο. Τότε, δεδομένης της καταστροφικής εμπειρίας των δύο χρόνων της μονόπλευρης λιτότητας, η νέα κυβέρνηση δεν θα έχει άλλη επιλογή από την απόρριψη της σύμβασης και τη στάση πληρωμών. Η επιλογή αυτή θα οδηγήσει κατά πάσα πιθανότητα στην έξοδο από το ευρώ και την επιστροφή σε εθνικό νόμισμα. Βέβαια, ακόμα κι αυτό αμφισβητείται από κάποιους οικονομολόγους, όπως ο Γ. Βαρουφάκης, με το επιχείρημα ότι οι τράπεζες των μεγάλων ευρωπαϊκών χωρών είναι ακόμη σε μεγάλο βαθμό εκτεθειμένες στο ελληνικό χρέος, και άρα, μη όντας έτοιμες να αναλάβουν το οικονομικό κόστος μίας ελληνικής στάσης πληρωμών, θα σπεύσουν να χρηματοδοτήσουν τη χώρα.

Ανεξάρτητα όμως από το αν ευσταθεί η εκτίμηση αυτή, ίσως η επιστροφή σε μία, έστω και δραστικά υποτιμημένη, δραχμή, να μην είναι τόσο καταστροφική όσο επιχειρούν, με εικόνες αποκάλυψης και καταστροφής, να μας πείσουν οι επίδοξοι «σωτήρες» μας. Ενδεχομένως μάλιστα μεσοπρόθεσμα να αποβεί επωφελής, αν σχεδιαστεί με κατάλληλη προσοχή και προετοιμασία, και ληφθούν αμέσως ορισμένα μέτρα που θα απαλύνουν, κατά το δυνατόν, τις πρώτες έντονες αναταράξεις που θα προκαλέσει η μετάβαση. Είναι όντως πολύ πιθανό βραχυπρόθεσμα να αντιμετωπίσει η χώρα πρόβλημα έλλειψης, ακόμα και βασικών προϊόντων(π.χ λάδι, ντομάτες, καύσιμα κτλ), δεδομένου ότι οι εισαγωγές θα μειωθούν κατακόρυφα ή θα σταματήσουν τελείως. Για το λόγο αυτό, όπως τονίζουν οι θιασώτες της επιλογής αυτής( με εξέχοντες εκπροσώπους τους οικονομολόγους Δ. Καζάκη και Κ. Λαπαβίτσα) ορισμένα, από τα πρώτα επείγοντα μέτρα που θα πρέπει να ληφθούν είναι τα εξής: επιβολή υψηλών δασμών στα εισαγόμενα προϊόντα, και επιβολή πλαφόν στις τιμές των βασικών για την επιβίωση αγαθών(όπως τα τρόφιμα), ώστε αυτά να είναι προσιτά στους απλούς πολίτες. Ταυτόχρονα, θα πρέπει να έχει προηγηθεί δέσμευση των τραπεζικών καταθέσεων από ένα ποσό και πάνω και έλεγχος των κεφαλαιακών ροών και των συναλλαγών εντός και εκτός της χώρας, μέχρι να γίνει ομαλή μετάβαση στο νέο νόμισμα και να καθοριστεί η νέα ισοτιμία(πιθανότατα με το δολάριο). Έτσι, θα αποτραπεί μία μαζική ροή κεφαλαίων στο εξωτερικό και η αγορά γης και ακίνητης περιουσίας μέσα  στη χώρα «κοψοχρονιά» από επιτήδειους, όπως συνήθως λέγεται. Επιπλέον, οι κυριότερες μεγάλες ιδιωτικές τράπεζες θα πρέπει να περάσουν στον έλεγχο του κράτους, το οποίο θα ελέγχει την παροχή ρευστότητας στην οικονομία και τις ιδιωτικές επιχειρήσεις και θα ρυθμίσει ή θα διαγράψει τα χρέη δανειοληπτών που δεν μπορούν αποδεδειγμένα να πληρώσουν τα δάνειά τους, αναστέλλοντας ταυτόχρονα όλους τους πλειστηριασμούς και τις κατασχέσεις της περιουσίας τους. Τέλος, θα πρέπει να συσταθεί μια ανεξάρτητη επιτροπή λογιστικού ελέγχου, αποτελούμενη από διακεκριμένους επιστήμονες της Ελλάδας και του εξωτερικού, αυτοχρηματοδοτούμενη, που θα διερευνήσει αν κάποιο τμήμα του δημόσιου χρέους είναι επαχθές, και άρα, σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, δε χρήζει αποπληρωμής. Είναι βεβαίως συζητήσιμο κατά πόσον τα μέτρα αυτά είναι εφαρμόσιμα, από ποιες πολιτικές δυνάμεις και σε ποιο πολιτικό και κοινωνικό πλαίσιο. Είναι όμως μια πρώτη απάντηση στους «εκσυγχρονιστές» θιασώτες του μνημονίου, που λένε συνεχώς ότι «δεν υπάρχει άλλος δρόμος». Δείχνει πως η επιλογή της δραχμής μπορεί, υπό προϋποθέσεις, να θέσει ίσως τις βάσεις για μία σταδιακή ανασύνταξη της οικονομίας, της κοινωνίας και της πολιτικής: να ανασυσταθεί αναγκαστικά η, εδώ και 30 χρόνια, κατεστραμμένη αγροτική παραγωγή, λόγω της αλόγιστης και ψηφοθηρικής χρήσης των ευρωπαϊκών επιδοτήσεων από τις κυβερνήσεις, σε μία χώρα που μέχρι τη δεκαετία του 80 ήταν απολύτως αυτάρκης από αγροτικά προϊόντα, να ανακτηθεί το ζωτικό εργαλείο της νομισματικής κυριαρχίας, να περιοριστούν άμεσα και δραστικά, λόγω έλλειψης δανεικών, οι εξωφρενικές δαπάνες για άχρηστους και κακής ποιότητας εξοπλισμούς(10 % του ΑΕΠ), καθώς επίσης και για τα προνόμια, τους μισθούς και τις «αποζημιώσεις», υπουργών, βουλευτών και εργατοπατέρων συνδικαλιστών(βλ. Φωτόπουλος),και αντίστοιχα να αυξηθούν σε τομείς όπως η υγεία, η παιδεία και η έρευνα, να τονωθούν οι εξαγωγές, να ανασυσταθεί το υπό κατάργηση κοινωνικό κράτος(μέσω αύξησης μισθών και στοχευμένης παροχής επιδομάτων στους οικονομικά ασθενέστερους), να τονωθεί επίσης η ζήτηση, η παραγωγή και η ρευστότητα στην αγορά, και εντέλει να επανέλθει η ανάπτυξη στη χώρα. Υπάρχει ωστόσο ακόμη μία ευρύτατη δυσπιστία απέναντι στην επιλογή αυτή, η οποία είναι απολύτως δικαιολογημένη, αφού οι πολιτικές δυνάμεις που την υποστηρίζουν σε επίπεδο ρητορικής(δηλ. ορισμένα κόμματα της Αριστεράς) δεν τολμούν να τη διατυπώσουν απλά και καθαρά, ως συγκεκριμένο πολιτικό πρόγραμμα και δέσμη μέτρων, ώστε να γίνει κατανοητή από τους μη ειδήμονες πολίτες, ως πραγματική εναλλακτική.

Σε κάθε περίπτωση, κλείνοντας, θεωρώ αναγκαίο να κάνω κάποιες κρίσιμες κατά τη γνώμη μου διευκρινίσεις, πολιτικού και κοινωνικού χαρακτήρα, όσον αφορά το περίφημο δίλλημα «ευρώ ή δραχμή».

Πρώτον, τίποτα δεν διασφαλίζει ότι, υπό τις παρούσες συνθήκες, μία έξοδος από το ευρώ θα μας οδηγούσε σίγουρα και σχετικά ανώδυνα σε μία υπέρβαση της κρίσης, στην ανάπτυξη και την διατήρηση της κοινωνικής ειρήνης. Κάθε άλλο. Όπως ανέφερα προηγούμενα, η τελική κατάληξη της επιλογής αυτής εξαρτάται από πολλούς αστάθμητους παράγοντες, όπως οι πολιτικές δυνάμεις που θα την υλοποιήσουν, η λαϊκή νομιμοποίηση που θα απολαμβάνει, η προετοιμασία και η οργάνωση που θα έχει προηγηθεί για την αντιμετώπιση των παρενεργειών, καθώς και η επιμονή και η πολιτική βούληση και ικανότητα που θα επιδείξουν οι υπεύθυνοι. Όλα τα παραπάνω παραμένουν ζητούμενα. Ωστόσο, η επιλογή της δραχμής προσφέρει μία, έστω αβέβαιη και αμυδρή, ελπίδα άρσης του αδιεξόδου, σε σύγκριση με τη βέβαιη καταστροφή και διάλυση που θα επιφέρει η προβαλλόμενη ως μονόδρομος ισοπεδωτική πολιτική της οριζόντιας λιτότητας και της συνεχούς περικοπής των κοινωνικών παροχών.

Δεύτερον, κάτι που σχετίζεται άμεσα με την προηγούμενη επισήμανση. Είναι προφανές πια ότι η προοπτική καταστροφής, εξαθλίωσης και κοινωνικής αποσύνθεσης, που συστηματικά και τρομοκρατικά συνδέεται με την επιστροφή στη δραχμή, έχει αρχίσει να συντελείται ήδη με δραματικά γρήγορους ρυθμούς(διπλασιασμός της ανεργίας τα τελευταία δύο χρόνια, τριπλασιασμός, μόνο φέτος, των αστέγων και των αυτοκτονιών λόγω οικονομικών δυσχερειών, κλείσιμο επιχειρήσεων και χιλιάδες απολύσεις είναι μερικά μόνο «κατορθώματα» της λιτότητας), ως αποτέλεσμα της «σωτήριας» συνταγής του ΔΝΤ και της συντηρητικής Ευρώπης. Συνεπώς, το ερώτημα δεν είναι «λιτότητα με ευρώ, σωτηρία και ευημερία, ή στάση πληρωμών με δραχμή, χάος και εξαθλίωση», όπως εκβιαστικά τίθεται, αλλά «υπό ποιους όρους και προϋποθέσεις μπορεί η μία ή η άλλη επιλογή να εξασφαλίσει μεσοπρόθεσμα την ανάκαμψη και την ευημερία». Σε όσους επιμένουν πως η απόρριψη της δανειακής σύμβασης και η στάση πληρωμών, θα οδηγούσε σε πανικό και χάος, όπως στην Αργεντινή το 2001, απαντώ ότι η συνέχιση και η εντατικοποίηση της ίδιας ισοπεδωτικής και αδιέξοδης πολιτικής, με πρόσχημα τη «σωτηρία», θα οδηγήσει αναπόφευκτα σε ασύντακτη χρεοκοπία και κοινωνική έκρηξη τύπου Αργεντινής, με ενδεχόμενη αντιδημοκρατική εκτροπή. Αντίθετα, η ανάληψη της πρωτοβουλίας της εξόδου από το ευρώ από τη νόμιμα εκλεγμένη κυβέρνηση και η προσπάθεια ώστε να ελαχιστοποιηθεί το κοινωνικό κόστος και να είναι η μετάβαση όσο το δυνατόν πιο ομαλή, θα περισώσει τουλάχιστον την ήδη βαριά πληγωμένη αξιοπιστία των δημοκρατικών θεσμών.

Τρίτον, η Ελλάδα έχει την ατυχία να συνδυάζει ένα εντελώς ανίκανο, ακόμη και για στοιχειώδεις καθημερινές λειτουργίες, και πλήρως αποδιαρθρωμένο κράτος(όπως δείχνουν τα τριτοκοσμικά περιστατικά που αναφέρθηκαν στην αρχή), με μία αποδεδειγμένα αποτυχημένη και επικίνδυνη εφαρμοζόμενη πολιτική, της οποίας οι εισηγητές είναι δογματικά προσηλωμένοι σ’ αυτήν, σε βαθμό γελοιότητας. Οι περίφημες «διαρθρωτικές αλλαγές» και ο «εξορθολογισμός» ουδόλως ενδιαφέρουν τους δανειστές μας, οι οποίοι μας επιβάλλουν τη λιτότητα επειδή, δήθεν, είμαστε ανίκανοι να εξορθολογήσουμε τη λειτουργία και τις δαπάνες του κράτους. Αν είναι έτσι, τότε γιατί δεν έχουν θέσει ούτε μία φορά αυτά τα δύο χρόνια, ζητήματα όπως η χρήση των νέων τεχνολογιών(κυρίως του διαδικτύου), ώστε π.χ οι εφορίες και τα ΚΕΠ να λειτουργούν γρήγορα και αποτελεσματικά, και να μην ταλαιπωρούν τους πολίτες, εξευτελίζοντάς τους, και γιατί επιμένουν συνεχώς σε μειώσεις κατωτάτων μισθών και συντάξεων, και στη χωρίς όρια ελαστικοποίηση των σχέσεων εργασίας; Επίσης, γιατί οι άλλες δύο χώρες που έχουν μπει σε αντίστοιχα μνημόνια, παρότι τα εφαρμόζουν με ζήλο και πρωτοφανή συναίνεση, έχουν μπει στον ίδιο φαύλο κύκλο λιτότητας, ύφεσης και ανεργίας και οδηγούνται σε κι αυτές σε αλλεπάλληλα «κουρέματα» χρέους, ενώ η κοινωνική απόγνωση μεγαλώνει; Είναι ευνόητο και ολοφάνερο: το πρόβλημα δεν είναι οι στρεβλώσεις και οι ιδιαιτερότητες της «ελληνικής περίπτωσης»(που προφανώς υπάρχουν και χρήζουν αντιμετώπισης), αλλά η καταστροφική μονομέρεια της κυρίαρχης νεοφιλελεύθερης ορθοδοξίας και η εμμονή της στη λιτότητα και τη δημοσιονομική προσαρμογή, χωρίς ίχνος αναπτυξιακών μέτρων και κοινωνικών παροχών. Αυτή είναι που απειλεί να τινάξει στον αέρα, όχι μόνο την ευρωζώνη, αλλά και την ίδια την ΕΕ, και όχι οι «ανεύθυνοι» και «σπάταλοι» Έλληνες.

Τέλος, η αντιμετώπιση της σημερινής κρίσης και η μέχρι τώρα στάση και οι επιδόσεις της πολιτικής μας ηγεσίας, δείχνουν πεντακάθαρα ένα πράγμα: το κράτος αυτό, έχει τόσο σαθρά θεμέλια και είναι τόσο δομικά ανορθολογικό(παράγοντας ιστορίες καθημερινής τρέλας), ώστε αυτό που χρειάζεται δεν είναι απλά μεταρρύθμιση αλλά κυριολεκτικά «γκρέμισμα» και αναδόμηση από την αρχή. Αυτό δεν μπορεί να γίνει σταδιακά, αλλά προϋποθέτει ένα πολύ ισχυρό κοινωνικό, οικονομικό και πολιτικό σοκ, το οποίο θα αλλάξει ριζικά το σύνολο των σχέσεων μεταξύ κοινωνίας, οικονομίας και πολιτικής, ανάλογο με τη Μικρασιατική Καταστροφή, τον Εμφύλιο ή την τραγωδία της Κύπρου(με επιστημονικούς όρους, διανύουμε περίοδο «διαιρετικής τομής»). Είναι βέβαιο ότι οι συνέπειες ενός γεγονότος τόσο μεγάλου μεγέθους, θα πλήξουν, όπως δείχνει η ιστορική εμπειρία, δυσανάλογα αυτούς που δεν έχουν καμία ευθύνη για το σημερινό αδιέξοδο. Αυτό είναι σκληρό και άδικο, όμως, εδώ που φτάσαμε, είναι ο μόνος τρόπος να απομακρυνθούν οριστικά οι υπεύθυνοι της σημερινής κατάστασης(που δεν περιορίζονται μόνο στην πολιτική, αλλά βρίσκονται σε όλους τους κοινωνικούς χώρους), και να ανανεωθεί τόσο το πολιτικό προσωπικό, όσο και οι νοοτροπίες της κοινωνίας. Αντιθέτως, η συνέχιση της χρηματοδότησης του ελληνικού κράτους ως έχει, είναι σαν να κρατάμε στη ζωή τεχνητά έναν ετοιμοθάνατο παρατείνοντας το μαρτύριό του, ή να χορηγούμε ουσίες σε έναν ναρκομανή για να απεξαρτηθεί «σταδιακά». Όχι μόνο δεν έχει κανένα νόημα, αλλά, με τους όρους υπό τους οποίους γίνεται, επιτείνει το αδιέξοδο και αυξάνει το κοινωνικό κόστος του απαραίτητου σοκ: αφενός επιβαρύνονται συνεχώς αυτοί που έχουν τη μικρότερη ευθύνη(μισθωτοί και συνταξιούχοι), και αφετέρου οι κυβερνώντες, που είναι κύριοι υπεύθυνοι του αδιεξόδου, συνεχίζουν να απολαμβάνουν την ασφάλεια και τα προνόμιά τους, διεκδικώντας, παρότι είναι καταστροφείς, το ρόλο των σωτήρων. Αυτή η τραγελαφική «φούσκα», όσο κι αν παρατείνεται τεχνητά, σύντομα θα σκάσει με πάταγο, με συνέπειες απρόβλεπτες και, πολύ φοβάμαι, ανεξέλεγκτες. Κι εμείς, ζώντας μέσα της και ελπίζοντας μάταια σε ένα ανώδυνο τέλος, κάθε λίγους μήνες ψηφίζουμε μέτρα,
κουρεύουμε μισθούς και χρέος, ρίχνοντας τους κόπους μιας ζωής σε μια μαύρη τρύπα, και βαυκαλιζόμαστε πως αποφύγαμε τα χειρότερα. Και όλα βαίνουν καλώς εναντίον μας…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου