.....του Ραφαήλ Παπαδόπουλου
Πριν από όλα, οφείλω να ενημερώσω τον αναγνώστη, ότι ο τίτλος του παρόντος κειμένου, αποτελεί «δάνειο» από ένα βιβλίο του Ανδρέα Παπανδρέου με τον ίδιο τίτλο, στο οποίο ο ιδρυτής του ΠΑΣΟΚ επιχειρεί μία ανασκόπηση των πολιτικών εξελίξεων της περιόδου 1963-67, καθώς και μια περιγραφή του τρόπου με τον οποίο, κατά τη γνώμη του, αυτές οδήγησαν στην απαξίωση και τελικά στην κατάλυση των δημοκρατικών θεσμών. Μακράν από το να αποτελεί λογοκλοπή, η επιλογή του συγκεκριμένου τίτλου έγινε διότι η φράση αυτή περιγράφει με απόλυτη ακρίβεια την καταστρεπτική και υπονομευτική, κατά την άποψη του γράφοντος, επίδραση που έχει η λειτουργία και η σύνθεση της σημερινής «εθνοσωτήριας» κυβέρνησης, στην αντιπροσωπευτικότητα και την ποιότητα του δημοκρατικού πολιτεύματος, σχεδόν 40 χρόνια μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας στη χώρα.
Η διαλυτική επίδραση του παρόντος κυβερνητικού σχήματος στο κύρος των πολιτικών θεσμών (Σύνταγμα, Βουλή, κόμματα) και, το κυριότερο, στο δημοκρατικό φρόνημα των πολιτών, αν και δεν είναι άμεσα ορατή, είναι ωστόσο αδιαμφισβήτητη και ραγδαία. Οφείλεται σε τρείς διαφορετικές συνιστώσες, οι οποίες αλληλοεπηρεάζονται και πλήττουν ανεπανόρθωτα την, έτσι κι αλλιώς περιορισμένη, αξιοπιστία και ηθική νομιμοποίηση του πολιτικού συστήματος.
Η πρώτη συνιστώσα αφορά στις συνθήκες που προκάλεσαν την πτώση της προηγούμενης κυβέρνησης. Η κυβέρνηση Παπανδρέου, όπως είναι γνωστό, έχοντας χάσει κάθε κοινωνικό έρεισμα και αδυνατώντας πλήρως να δικαιολογήσει την αδιέξοδη και άδικη πολιτική που ακολουθούσε (συνεχείς αυξήσεις της φορολογίας και μειώσεις εισοδημάτων εις βάρος αποκλειστικά των μισθωτών και συνταξιούχων, με παράλληλη αδυναμία πάταξης της φοροδιαφυγής και στοχευμένης μείωσης των περιττών κρατικών δαπανών, λόγω αντίδρασης των κομματικών συντεχνιών), ήρθε αντιμέτωπη με μία ανεξέλεγκτη λαϊκή οργή και, μετά από ένα διάστημα καταιγιστικών εξελίξεων στο εσωτερικό και διεθνών πιέσεων(με αφετηρία τα γεγονότα κατά τις παρελάσεις της 28ης Οκτωβρίου), ο πρωθυπουργός εξαναγκάστηκε σε παραίτηση. Εκ πρώτης όψεως η κατάληξη ακούγεται λογική. Όταν μία κυβέρνηση ασκεί μία πολιτική την οποία είναι ανίκανη να δικαιολογήσει, προκαλώντας φτώχεια και ανεργία και ωθώντας στην εξαθλίωση όλο και περισσότερους πολίτες χωρίς προοπτική ανάκαμψης, με πρόσχημα την «σωτηρία» της χώρας, είναι επικίνδυνη και πρέπει να απομακρύνεται με κάθε μέσο. Αντί όμως ο πρωθυπουργός να εξαναγκαστεί σε παραίτηση λόγω της εμμονής του στην πολιτική αυτή(π.χ να καταψηφιστεί το Μεσοπρόθεσμο τον Ιούνιο ή η επιβολή του ισοπεδωτικού και άδικου φόρου ακινήτων το Σεπτέμβριο), εξαναγκάστηκε σε παραίτηση όταν πρότεινε το δημοψήφισμα ,δηλαδή τη μοναδική λύση που θα έδινε τη δυνατότητα στους πολίτες να εκφραστούν με τρόπο γνήσιο και αμεσολάβητο για την ασκούμενη πολιτική και αποφασίσουν οι ίδιοι για το μέλλον τους, και άρα θα απαντούσε στην καρδιά του προβλήματος, που ήταν η πλήρης διάσταση μεταξύ κυβερνητικής πολιτικής και λαϊκής θέλησης. Το δημοψήφισμα μάλιστα πολεμήθηκε λυσσαλέα από ένα πολύμορφο κατεστημένο(το σύνολο σχεδόν των ΜΜΕ, τα κόμματα της αντιπολίτευσης και ένα μεγάλο αριθμό κυβερνητικών βουλευτών), με το εξοργιστικά ανόητο επιχείρημα ότι έβαζε τη χώρα σε περιπέτειες και έθετε σε κίνδυνο την παραμονή της στο ευρώ και την ευρωπαϊκή της προοπτική(!). Και το κερασάκι στην τούρτα: το ίδιο αυτό κατεστημένο, παρόλο που όλη την προηγούμενη περίοδο επέκρινε την κυβερνητική πολιτική για προχειρότητα και αναλγησία, αμέσως μετά την παραίτηση του Γ. Παπανδρέου ανέδειξε και στήριξε(ή ανέχτηκε) μία κυβέρνηση η οποία, όντας προϊόν μίας έξωθεν επιβεβλημένης επίπλαστης «συναίνεσης», συνεχίζει να ασκεί την ίδια πολιτική φτάνοντάς την στα πιο ακραία της όρια(κατεδάφιση κοινωνικού κράτους, πλήρης απορρύθμιση εργασιακών σχέσεων), και επιστρατεύοντας το ίδιο ακριβώς ψευτοδίλημμα( δανειακή σύμβαση και νέα μέτρα ή χρεοκοπία), χωρίς να έχει προκύψει από εκλογές και όταν τα κόμματα που τη στηρίζουν μετά βίας ξεπερνούν αθροιστικά το 35% του εκλογικού σώματος, με βάση τις τελευταίες δημοσκοπήσεις. Κατά συνέπεια, η χώρα οδηγείται τάχιστα στην κοινωνική έκρηξη και την έξοδο από το ευρώ, παρά το γεγονός ότι γίνεται προσπάθεια να πειστούν οι πολίτες πως όσα αποφασίζονται στοχεύουν να αποτρέψουν και τα δύο αυτά ενδεχόμενα.
Η δεύτερη συνιστώσα έχει να κάνει με τη σκοπιμότητα της στήριξης της κυβέρνησης από τα τρία κόμματα. Οι ενθουσιώδεις θιασώτες του εγχειρήματος Παπαδήμου υποστηρίζουν ότι τα κόμματα με την πρωτοβουλία τους αυτή εισήγαγαν μία κουλτούρα συνεργασίας και μετριοπάθειας απαραίτητη για το μέλλον του τόπου και συμπεριφέρθηκαν υπεύθυνα προτάσσοντας το εθνικό μπροστά από κομματικό συμφέρον. Όπως δείχνουν όμως οι συνεχείς ενδοκυβερνητικές τριβές, η αναποτελεσματικότητα και η ασυνεννοησία όχι μόνο δεν αντιμετωπίστηκαν, αλλά επιδεινώθηκαν, στη νέα κυβέρνηση. Και αυτό ήταν απολύτως αναμενόμενο, δεδομένου ότι, τα ελληνικά πολιτικά κόμματα έχουν συνηθίσει να λειτουργούν με τη λογική του «ώριμου φρούτου», και το καθένα αποσκοπεί σε άμεσα πολιτικά οφέλη από τη φθορά των αντιπάλων. Έτσι, το κάθε κόμμα εξυπηρετεί με τη συμμετοχή του στην κυβέρνηση διαφορετικές στρατηγικές: Οι υπουργοί του ΠΑΣΟΚ επιχειρούν να χτίσουν φιλολαϊκό ή εκσυγχρονιστικό προφίλ στην κούρσα για την ηγεσία ενός κόμματος που διαλύεται, προσπαθώντας να εξασφαλίσουν την πολιτική τους επιβίωση, με αμφίβολα αποτελέσματα (με πιο οικτρό παράδειγμα θράσους και αναξιοπρέπειας την περίπτωση Χρυσοχοίδη). Ακόμα χειρότερα, η Νέα Δημοκρατία του κ. Σαμαρά(ο οποίος διεκδικεί την πρωθυπουργία στις προσεχείς εκλογές με αρκετές, δυστυχώς για τη χώρα, πιθανότητες επιτυχίας), στηρίζει την άσκηση μίας πολιτικής την οποία μέχρι πρότινος θεωρούσε καταστροφική, και ταυτόχρονα προσπαθεί, προσβάλλοντας τον κοινό νου, να παραστήσει την αντιπολίτευση, ψελλίζοντας αντιρρήσεις σε ορισμένες κορυφαίες κυβερνητικές επιλογές, προκειμένου να μην αναλάβει το πολιτικό κόστος που συνεπάγονται. Η πιο κραυγαλέα μάταιη προσπάθεια να κρατήσει αυτή την ισορροπία, είναι η περίφημη πατέντα του διαχωρισμού της νέας δανειακής σύμβασης από τη συμφωνία για τα μέτρα που θα τη συνοδεύουν!. Είναι προφανές ότι μία τέτοια στάση όχι μόνο δεν μαρτυρά υπευθυνότητα, αλλά είναι μία νοοτροπία «ανευθυνουπεύθυνου» κόμματος και πολιτικού ηγέτη(για να δανειστώ και πάλι έναν από τους χαρακτηρισμούς που απηύθυναν στον Α. Παπανδρέου οι εσωκομματικοί του αντίπαλοι στην Ένωση Κέντρου λίγο πριν τα Ιουλιανά του 1965). Η ίδια στάση χαρακτηρίζει και τον ΛΑΟΣ ο οποίος, εκτός των άλλων, επιχειρεί να εδραιώσει την εικόνα ενός κυβερνητικού εταίρου και όχι ενός περιθωριακού αντιπολιτευόμενου κόμματος, χωρίς να τα καταφέρνει ιδιαίτερα. Δεδομένης λοιπόν της «ανευθυνουπεύθυνης» συμπεριφοράς των 3 κυβερνητικών εταίρων, η κυβέρνηση Παπαδήμου, αντί να περισώσει τα ψήγματα αξιοπρέπειας των συμμετεχόντων, ολοκλήρωσε την γελοιοποίηση του πολιτικού προσωπικού και των θεσμών στη συνείδηση του μέσου πολίτη.
Ο τρίτος, τέλος, παράγοντας υπονόμευσης της αξιοπιστίας του δημοκρατικού πολιτεύματος από την κυβέρνηση Παπαδήμου, είναι η συμμετοχή σε αυτήν και ακόμα περισσότερο, η υπουργοποίηση στελεχών του ΛΑΟΣ. Είναι γνωστό ότι το κόμμα αυτό δημιουργήθηκε το 2002 από τον Γ. Καρατζαφέρη, μετά τη διαγραφή του από τη Νέα Δημοκρατία, με διακηρυγμένο(ήδη πριν την ίδρυση του ΛΑΟΣ) στόχο την αντιπροσώπευση των εκτός Νέας Δημοκρατίας τάσεων του δεξιού πολιτικού φάσματος. Μεταξύ άλλων, αναφέρει στις τάσεις αυτές τη Χρυσή Αυγή(τα μέλη της οποίας αποκαλεί «αγωνιστές»), την χουντικής προέλευσης ΕΠΕΝ(της οποίας εξέχον μέλος στα φοιτητικά του χρόνια υπήρξε ο υπουργοποιηθείς Μ. Βορίδης, που διακρίνεται σε φωτογραφία της εποχής να κρατά λοστό και τσεκούρι), και τους βασιλόφρονες, τους οποίους καλεί να πάρουν μέρος «στη διανομή της εξουσίας». Ο ίδιος, στην ιδρυτική συγκέντρωση του ΛΑΟΣ αναγορεύει σε τρίπτυχο αρχών του κόμματος το γνωστό(που δυστυχώς είχε τόσο τραυματικές συνέπειες για την ελληνική κοινωνία ώστε δεν μπορεί να ξεχαστεί)«Ελλάς, Ελλήνων, Χριστιανών». Υπό το επαναλαμβανόμενο σύνθημα παραληρούντων οπαδών «ο λαός απαιτεί έξω οι αλλοδαποί», ο «Καρατζαφύρερ», αναφέρει ότι «με την 21η Απριλίου ήμουνα, με την 22α δεν ήμουνα», γιατί «έπρεπε οι φαύλοι να έχουν πληρώσει, και αυτό το λάθος πληρώνουμε σήμερα». Ως «γνήσιος Έλληνας» ,καλεί τους οπαδούς του να «ψηφίσουν μια Βουλή χωρίς μασόνους, ομοφυλόφιλους, και σιωνιστές».
Βέβαια, από τη στιγμή που ο ΛΑΟΣ αντιπροσωπεύτηκε στη Βουλή και πολύ περισσότερο τον τελευταίο καιρό, που αποτελεί κυβερνητικό εταίρο, και προσπαθεί να φιλοτεχνήσει μία εικόνα μετριοπαθούς, συστημικού κόμματος που είναι παράγοντας σταθερότητας, ο Γ. Καρατζαφέρης αρνείται συστηματικά κάθε σχέση με όλες αυτές τις «ρίζες», τις οποίες επικαλούνταν παλαιότερα. Και είναι αρκετά ευέλικτος και ικανός στην υποκριτική, ώστε, για ένα μεγάλο αριθμό πολιτών που δεν γνωρίζει τις απόψεις που εξέφραζε, όταν δεν δεσμευόταν από το περιοριστικό πλαίσιο της συμμετοχής στο κοινοβούλιο, ακούγεται πραγματικά ως μία «λογική» και «μετριοπαθής» φωνή που αγωνιά για την φθορά και την απαξίωση των δημοκρατικών θεσμών, τόσο ώστε να γίνει η «συγκολλητική ουσία» για τη συγκρότηση της κυβέρνησης συνεργασίας, όπως ο ίδιος υποστηρίζει. Όμως, επειδή η ιστορία δεν παραγράφεται(όπως τα αδικήματα των πολιτικών…), και επειδή ένας λαός δεν αξίζει να υπάρχει αν δεν γνωρίζει την ιστορία του και δε διδάσκεται από αυτήν, στη συνείδηση του κάθε ιστορικά κατατοπισμένου και με στοιχειώδεις δημοκρατικές και ανθρωπιστικές ευαισθησίες πολίτη, για τον κ. Καρατζαφέρη θα ισχύει πάντα(ας μου επιτραπεί γι ακόμη μια φορά να χρησιμοποιήσω μία ιστορική φράση), αυτό που είχε πει ο Αμερικανός πρέσβης Τζον Πιουριφόι το 1952 για να δικαιολογήσει τον αποκλεισμό του ενδεχομένου στήριξης της κεντρώας κυβέρνησης από την ελληνική Αριστερά(ΕΔΑ) : «η λεοπάρδαλη, όσα χρόνια κι αν περάσουν, δεν αποβάλλει τα στίγματά της». Παρομοίως,(και χωρίς να συμφωνώ με τον συγκεκριμένο χαρακτηρισμό του Πιούριφοι για την τότε ΕΔΑ), ο ΛΑΟΣ είναι ες αεί «στιγματισμένος», από τις τοποθετήσεις του αρχηγού του, οι οποίες χαρακτηρίζουν τα βασικά και αναλλοίωτα στοιχεία της φυσιογνωμίας του κόμματος αυτού διαχρονικά, και συνεπώς κάθε εκ των υστέρων προσπάθεια υποβιβασμού ή άρνησής τους, είναι προφανέστατα ανειλικρινής και υποτιμά τη νοημοσύνη και την κριτική ικανότητα του κόσμου(στην άμβλυνση της οποίας μάλλον «ποντάρει» ο κ. Καρατζαφέρης). Και πράγματι, το γεγονός ότι ο ΛΑΟΣ δεν είναι δυνατόν να αποκοπεί από τις «ελληνοχριστιανικές» του αξίες και την φασιστική «εθνικοφροσύνη» του, επιβεβαιώνεται περίτρανα από τις σκληρές αντιδράσεις στελεχών του σε απόπειρες εκδημοκρατισμού και φιλελευθεροποίησης των κοινωνικών ηθών(όπως π.χ ο νόμος για την
ιθαγένεια των μεταναστών, το νομοσχέδιο με την ελάφρυνση των ποινών για χρήση ναρκωτικών και η διάταξη για την ταχύτερη έκδοση διαζυγίων). Ένα κόμμα με αυτές τις αρχές νομιμοποιείται σήμερα να ασκεί εξουσία, στα πλαίσια της ψευδεπίγραφης «εθνικής ενότητας», που δήθεν ενσαρκώνει αυτή η κυβέρνηση –θίασος. Με το κόμμα αυτό συγκλίνει και τείνει να ταυτιστεί ιδεολογικά και η «φιλελεύθερη» Νέα Δημοκρατία του κ. Σαμαρά, ο οποίος, προκειμένου να κερδίσει εκλογικούς πόντους, δεν διστάζει να παίξει το χαρτί του «πατριωτισμού» και της «ελληνοχριστιανοσύνης», θυμίζοντας εποχές που νομίζαμε (κι ελπίζαμε) ότι είχαν περάσει ανεπιστρεπτί. Το χειρότερο όλων είναι πως ο χώρος που θα περίμενε κανείς να αντιταχθεί απέναντι σε αυτό το αναχρονιστικό- αντιδραστικό μπλοκ του «πατρίς- θρησκεία –οικογένεια»(δηλαδή η Αριστερά) και να προτάξει την κοινωνική δικαιοσύνη και την αναδιανομή του πλούτου, με συγκεκριμένες προτάσεις κι όχι ευχολόγια, σήμερα είναι πολυδιασπασμένος κι ένα μεγάλο μέρος του υιοθετεί εθνικιστική «πατριωτική» ρητορική, παίζοντας έτσι στο «γήπεδο» της ακροδεξιάς και δίνοντάς της το πλεονέκτημα στην έκφραση της κοινωνικής δυσαρέσκειας.
Εν κατακλείδι, η διογκούμενη κοινωνική δυσαρέσκεια ,σε συνδυασμό με την αναξιοπιστία και την αδυναμία των παραδοσιακών κομμάτων να αντιμετωπίσουν την δομική πολιτική κρίση που αυτή προκαλεί, καθώς επίσης και η έκφραση της δυσαρέσκειας αυτής με αποκλειστικά εθνικιστικούς όρους, συσκοτίζει το πραγματικό πρόβλημα: την πλήρη διάσταση μεταξύ των αναγκών της κοινωνίας και των αποφάσεων της πολιτικής εξουσίας. Όσο το πρόβλημα αυτό αποκρύπτεται εντέχνως και μετατοπίζεται σε μία στείρα αντιπαράθεση μεταξύ Ελλάδας-θύματος και ξένων-εκμεταλλευτών, ή υποβαθμίζεται σε ζήτημα απλής, τεχνοκρατικής οικονομικής διαχείρισης, ελλειμμάτων και «ανταγωνιστικότητας», τόσο θα μπορούν οι «πατριώτες» νοσταλγοί της Χούντας, τύπου Καρατζαφέρη, να στήνουν τη δημοκρατία στο απόσπασμα, παριστάνοντας ότι τη διασώζουν και την υπηρετούν.
Πριν από όλα, οφείλω να ενημερώσω τον αναγνώστη, ότι ο τίτλος του παρόντος κειμένου, αποτελεί «δάνειο» από ένα βιβλίο του Ανδρέα Παπανδρέου με τον ίδιο τίτλο, στο οποίο ο ιδρυτής του ΠΑΣΟΚ επιχειρεί μία ανασκόπηση των πολιτικών εξελίξεων της περιόδου 1963-67, καθώς και μια περιγραφή του τρόπου με τον οποίο, κατά τη γνώμη του, αυτές οδήγησαν στην απαξίωση και τελικά στην κατάλυση των δημοκρατικών θεσμών. Μακράν από το να αποτελεί λογοκλοπή, η επιλογή του συγκεκριμένου τίτλου έγινε διότι η φράση αυτή περιγράφει με απόλυτη ακρίβεια την καταστρεπτική και υπονομευτική, κατά την άποψη του γράφοντος, επίδραση που έχει η λειτουργία και η σύνθεση της σημερινής «εθνοσωτήριας» κυβέρνησης, στην αντιπροσωπευτικότητα και την ποιότητα του δημοκρατικού πολιτεύματος, σχεδόν 40 χρόνια μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας στη χώρα.
Η διαλυτική επίδραση του παρόντος κυβερνητικού σχήματος στο κύρος των πολιτικών θεσμών (Σύνταγμα, Βουλή, κόμματα) και, το κυριότερο, στο δημοκρατικό φρόνημα των πολιτών, αν και δεν είναι άμεσα ορατή, είναι ωστόσο αδιαμφισβήτητη και ραγδαία. Οφείλεται σε τρείς διαφορετικές συνιστώσες, οι οποίες αλληλοεπηρεάζονται και πλήττουν ανεπανόρθωτα την, έτσι κι αλλιώς περιορισμένη, αξιοπιστία και ηθική νομιμοποίηση του πολιτικού συστήματος.
Η πρώτη συνιστώσα αφορά στις συνθήκες που προκάλεσαν την πτώση της προηγούμενης κυβέρνησης. Η κυβέρνηση Παπανδρέου, όπως είναι γνωστό, έχοντας χάσει κάθε κοινωνικό έρεισμα και αδυνατώντας πλήρως να δικαιολογήσει την αδιέξοδη και άδικη πολιτική που ακολουθούσε (συνεχείς αυξήσεις της φορολογίας και μειώσεις εισοδημάτων εις βάρος αποκλειστικά των μισθωτών και συνταξιούχων, με παράλληλη αδυναμία πάταξης της φοροδιαφυγής και στοχευμένης μείωσης των περιττών κρατικών δαπανών, λόγω αντίδρασης των κομματικών συντεχνιών), ήρθε αντιμέτωπη με μία ανεξέλεγκτη λαϊκή οργή και, μετά από ένα διάστημα καταιγιστικών εξελίξεων στο εσωτερικό και διεθνών πιέσεων(με αφετηρία τα γεγονότα κατά τις παρελάσεις της 28ης Οκτωβρίου), ο πρωθυπουργός εξαναγκάστηκε σε παραίτηση. Εκ πρώτης όψεως η κατάληξη ακούγεται λογική. Όταν μία κυβέρνηση ασκεί μία πολιτική την οποία είναι ανίκανη να δικαιολογήσει, προκαλώντας φτώχεια και ανεργία και ωθώντας στην εξαθλίωση όλο και περισσότερους πολίτες χωρίς προοπτική ανάκαμψης, με πρόσχημα την «σωτηρία» της χώρας, είναι επικίνδυνη και πρέπει να απομακρύνεται με κάθε μέσο. Αντί όμως ο πρωθυπουργός να εξαναγκαστεί σε παραίτηση λόγω της εμμονής του στην πολιτική αυτή(π.χ να καταψηφιστεί το Μεσοπρόθεσμο τον Ιούνιο ή η επιβολή του ισοπεδωτικού και άδικου φόρου ακινήτων το Σεπτέμβριο), εξαναγκάστηκε σε παραίτηση όταν πρότεινε το δημοψήφισμα ,δηλαδή τη μοναδική λύση που θα έδινε τη δυνατότητα στους πολίτες να εκφραστούν με τρόπο γνήσιο και αμεσολάβητο για την ασκούμενη πολιτική και αποφασίσουν οι ίδιοι για το μέλλον τους, και άρα θα απαντούσε στην καρδιά του προβλήματος, που ήταν η πλήρης διάσταση μεταξύ κυβερνητικής πολιτικής και λαϊκής θέλησης. Το δημοψήφισμα μάλιστα πολεμήθηκε λυσσαλέα από ένα πολύμορφο κατεστημένο(το σύνολο σχεδόν των ΜΜΕ, τα κόμματα της αντιπολίτευσης και ένα μεγάλο αριθμό κυβερνητικών βουλευτών), με το εξοργιστικά ανόητο επιχείρημα ότι έβαζε τη χώρα σε περιπέτειες και έθετε σε κίνδυνο την παραμονή της στο ευρώ και την ευρωπαϊκή της προοπτική(!). Και το κερασάκι στην τούρτα: το ίδιο αυτό κατεστημένο, παρόλο που όλη την προηγούμενη περίοδο επέκρινε την κυβερνητική πολιτική για προχειρότητα και αναλγησία, αμέσως μετά την παραίτηση του Γ. Παπανδρέου ανέδειξε και στήριξε(ή ανέχτηκε) μία κυβέρνηση η οποία, όντας προϊόν μίας έξωθεν επιβεβλημένης επίπλαστης «συναίνεσης», συνεχίζει να ασκεί την ίδια πολιτική φτάνοντάς την στα πιο ακραία της όρια(κατεδάφιση κοινωνικού κράτους, πλήρης απορρύθμιση εργασιακών σχέσεων), και επιστρατεύοντας το ίδιο ακριβώς ψευτοδίλημμα( δανειακή σύμβαση και νέα μέτρα ή χρεοκοπία), χωρίς να έχει προκύψει από εκλογές και όταν τα κόμματα που τη στηρίζουν μετά βίας ξεπερνούν αθροιστικά το 35% του εκλογικού σώματος, με βάση τις τελευταίες δημοσκοπήσεις. Κατά συνέπεια, η χώρα οδηγείται τάχιστα στην κοινωνική έκρηξη και την έξοδο από το ευρώ, παρά το γεγονός ότι γίνεται προσπάθεια να πειστούν οι πολίτες πως όσα αποφασίζονται στοχεύουν να αποτρέψουν και τα δύο αυτά ενδεχόμενα.
Η δεύτερη συνιστώσα έχει να κάνει με τη σκοπιμότητα της στήριξης της κυβέρνησης από τα τρία κόμματα. Οι ενθουσιώδεις θιασώτες του εγχειρήματος Παπαδήμου υποστηρίζουν ότι τα κόμματα με την πρωτοβουλία τους αυτή εισήγαγαν μία κουλτούρα συνεργασίας και μετριοπάθειας απαραίτητη για το μέλλον του τόπου και συμπεριφέρθηκαν υπεύθυνα προτάσσοντας το εθνικό μπροστά από κομματικό συμφέρον. Όπως δείχνουν όμως οι συνεχείς ενδοκυβερνητικές τριβές, η αναποτελεσματικότητα και η ασυνεννοησία όχι μόνο δεν αντιμετωπίστηκαν, αλλά επιδεινώθηκαν, στη νέα κυβέρνηση. Και αυτό ήταν απολύτως αναμενόμενο, δεδομένου ότι, τα ελληνικά πολιτικά κόμματα έχουν συνηθίσει να λειτουργούν με τη λογική του «ώριμου φρούτου», και το καθένα αποσκοπεί σε άμεσα πολιτικά οφέλη από τη φθορά των αντιπάλων. Έτσι, το κάθε κόμμα εξυπηρετεί με τη συμμετοχή του στην κυβέρνηση διαφορετικές στρατηγικές: Οι υπουργοί του ΠΑΣΟΚ επιχειρούν να χτίσουν φιλολαϊκό ή εκσυγχρονιστικό προφίλ στην κούρσα για την ηγεσία ενός κόμματος που διαλύεται, προσπαθώντας να εξασφαλίσουν την πολιτική τους επιβίωση, με αμφίβολα αποτελέσματα (με πιο οικτρό παράδειγμα θράσους και αναξιοπρέπειας την περίπτωση Χρυσοχοίδη). Ακόμα χειρότερα, η Νέα Δημοκρατία του κ. Σαμαρά(ο οποίος διεκδικεί την πρωθυπουργία στις προσεχείς εκλογές με αρκετές, δυστυχώς για τη χώρα, πιθανότητες επιτυχίας), στηρίζει την άσκηση μίας πολιτικής την οποία μέχρι πρότινος θεωρούσε καταστροφική, και ταυτόχρονα προσπαθεί, προσβάλλοντας τον κοινό νου, να παραστήσει την αντιπολίτευση, ψελλίζοντας αντιρρήσεις σε ορισμένες κορυφαίες κυβερνητικές επιλογές, προκειμένου να μην αναλάβει το πολιτικό κόστος που συνεπάγονται. Η πιο κραυγαλέα μάταιη προσπάθεια να κρατήσει αυτή την ισορροπία, είναι η περίφημη πατέντα του διαχωρισμού της νέας δανειακής σύμβασης από τη συμφωνία για τα μέτρα που θα τη συνοδεύουν!. Είναι προφανές ότι μία τέτοια στάση όχι μόνο δεν μαρτυρά υπευθυνότητα, αλλά είναι μία νοοτροπία «ανευθυνουπεύθυνου» κόμματος και πολιτικού ηγέτη(για να δανειστώ και πάλι έναν από τους χαρακτηρισμούς που απηύθυναν στον Α. Παπανδρέου οι εσωκομματικοί του αντίπαλοι στην Ένωση Κέντρου λίγο πριν τα Ιουλιανά του 1965). Η ίδια στάση χαρακτηρίζει και τον ΛΑΟΣ ο οποίος, εκτός των άλλων, επιχειρεί να εδραιώσει την εικόνα ενός κυβερνητικού εταίρου και όχι ενός περιθωριακού αντιπολιτευόμενου κόμματος, χωρίς να τα καταφέρνει ιδιαίτερα. Δεδομένης λοιπόν της «ανευθυνουπεύθυνης» συμπεριφοράς των 3 κυβερνητικών εταίρων, η κυβέρνηση Παπαδήμου, αντί να περισώσει τα ψήγματα αξιοπρέπειας των συμμετεχόντων, ολοκλήρωσε την γελοιοποίηση του πολιτικού προσωπικού και των θεσμών στη συνείδηση του μέσου πολίτη.
Ο τρίτος, τέλος, παράγοντας υπονόμευσης της αξιοπιστίας του δημοκρατικού πολιτεύματος από την κυβέρνηση Παπαδήμου, είναι η συμμετοχή σε αυτήν και ακόμα περισσότερο, η υπουργοποίηση στελεχών του ΛΑΟΣ. Είναι γνωστό ότι το κόμμα αυτό δημιουργήθηκε το 2002 από τον Γ. Καρατζαφέρη, μετά τη διαγραφή του από τη Νέα Δημοκρατία, με διακηρυγμένο(ήδη πριν την ίδρυση του ΛΑΟΣ) στόχο την αντιπροσώπευση των εκτός Νέας Δημοκρατίας τάσεων του δεξιού πολιτικού φάσματος. Μεταξύ άλλων, αναφέρει στις τάσεις αυτές τη Χρυσή Αυγή(τα μέλη της οποίας αποκαλεί «αγωνιστές»), την χουντικής προέλευσης ΕΠΕΝ(της οποίας εξέχον μέλος στα φοιτητικά του χρόνια υπήρξε ο υπουργοποιηθείς Μ. Βορίδης, που διακρίνεται σε φωτογραφία της εποχής να κρατά λοστό και τσεκούρι), και τους βασιλόφρονες, τους οποίους καλεί να πάρουν μέρος «στη διανομή της εξουσίας». Ο ίδιος, στην ιδρυτική συγκέντρωση του ΛΑΟΣ αναγορεύει σε τρίπτυχο αρχών του κόμματος το γνωστό(που δυστυχώς είχε τόσο τραυματικές συνέπειες για την ελληνική κοινωνία ώστε δεν μπορεί να ξεχαστεί)«Ελλάς, Ελλήνων, Χριστιανών». Υπό το επαναλαμβανόμενο σύνθημα παραληρούντων οπαδών «ο λαός απαιτεί έξω οι αλλοδαποί», ο «Καρατζαφύρερ», αναφέρει ότι «με την 21η Απριλίου ήμουνα, με την 22α δεν ήμουνα», γιατί «έπρεπε οι φαύλοι να έχουν πληρώσει, και αυτό το λάθος πληρώνουμε σήμερα». Ως «γνήσιος Έλληνας» ,καλεί τους οπαδούς του να «ψηφίσουν μια Βουλή χωρίς μασόνους, ομοφυλόφιλους, και σιωνιστές».
Βέβαια, από τη στιγμή που ο ΛΑΟΣ αντιπροσωπεύτηκε στη Βουλή και πολύ περισσότερο τον τελευταίο καιρό, που αποτελεί κυβερνητικό εταίρο, και προσπαθεί να φιλοτεχνήσει μία εικόνα μετριοπαθούς, συστημικού κόμματος που είναι παράγοντας σταθερότητας, ο Γ. Καρατζαφέρης αρνείται συστηματικά κάθε σχέση με όλες αυτές τις «ρίζες», τις οποίες επικαλούνταν παλαιότερα. Και είναι αρκετά ευέλικτος και ικανός στην υποκριτική, ώστε, για ένα μεγάλο αριθμό πολιτών που δεν γνωρίζει τις απόψεις που εξέφραζε, όταν δεν δεσμευόταν από το περιοριστικό πλαίσιο της συμμετοχής στο κοινοβούλιο, ακούγεται πραγματικά ως μία «λογική» και «μετριοπαθής» φωνή που αγωνιά για την φθορά και την απαξίωση των δημοκρατικών θεσμών, τόσο ώστε να γίνει η «συγκολλητική ουσία» για τη συγκρότηση της κυβέρνησης συνεργασίας, όπως ο ίδιος υποστηρίζει. Όμως, επειδή η ιστορία δεν παραγράφεται(όπως τα αδικήματα των πολιτικών…), και επειδή ένας λαός δεν αξίζει να υπάρχει αν δεν γνωρίζει την ιστορία του και δε διδάσκεται από αυτήν, στη συνείδηση του κάθε ιστορικά κατατοπισμένου και με στοιχειώδεις δημοκρατικές και ανθρωπιστικές ευαισθησίες πολίτη, για τον κ. Καρατζαφέρη θα ισχύει πάντα(ας μου επιτραπεί γι ακόμη μια φορά να χρησιμοποιήσω μία ιστορική φράση), αυτό που είχε πει ο Αμερικανός πρέσβης Τζον Πιουριφόι το 1952 για να δικαιολογήσει τον αποκλεισμό του ενδεχομένου στήριξης της κεντρώας κυβέρνησης από την ελληνική Αριστερά(ΕΔΑ) : «η λεοπάρδαλη, όσα χρόνια κι αν περάσουν, δεν αποβάλλει τα στίγματά της». Παρομοίως,(και χωρίς να συμφωνώ με τον συγκεκριμένο χαρακτηρισμό του Πιούριφοι για την τότε ΕΔΑ), ο ΛΑΟΣ είναι ες αεί «στιγματισμένος», από τις τοποθετήσεις του αρχηγού του, οι οποίες χαρακτηρίζουν τα βασικά και αναλλοίωτα στοιχεία της φυσιογνωμίας του κόμματος αυτού διαχρονικά, και συνεπώς κάθε εκ των υστέρων προσπάθεια υποβιβασμού ή άρνησής τους, είναι προφανέστατα ανειλικρινής και υποτιμά τη νοημοσύνη και την κριτική ικανότητα του κόσμου(στην άμβλυνση της οποίας μάλλον «ποντάρει» ο κ. Καρατζαφέρης). Και πράγματι, το γεγονός ότι ο ΛΑΟΣ δεν είναι δυνατόν να αποκοπεί από τις «ελληνοχριστιανικές» του αξίες και την φασιστική «εθνικοφροσύνη» του, επιβεβαιώνεται περίτρανα από τις σκληρές αντιδράσεις στελεχών του σε απόπειρες εκδημοκρατισμού και φιλελευθεροποίησης των κοινωνικών ηθών(όπως π.χ ο νόμος για την
ιθαγένεια των μεταναστών, το νομοσχέδιο με την ελάφρυνση των ποινών για χρήση ναρκωτικών και η διάταξη για την ταχύτερη έκδοση διαζυγίων). Ένα κόμμα με αυτές τις αρχές νομιμοποιείται σήμερα να ασκεί εξουσία, στα πλαίσια της ψευδεπίγραφης «εθνικής ενότητας», που δήθεν ενσαρκώνει αυτή η κυβέρνηση –θίασος. Με το κόμμα αυτό συγκλίνει και τείνει να ταυτιστεί ιδεολογικά και η «φιλελεύθερη» Νέα Δημοκρατία του κ. Σαμαρά, ο οποίος, προκειμένου να κερδίσει εκλογικούς πόντους, δεν διστάζει να παίξει το χαρτί του «πατριωτισμού» και της «ελληνοχριστιανοσύνης», θυμίζοντας εποχές που νομίζαμε (κι ελπίζαμε) ότι είχαν περάσει ανεπιστρεπτί. Το χειρότερο όλων είναι πως ο χώρος που θα περίμενε κανείς να αντιταχθεί απέναντι σε αυτό το αναχρονιστικό- αντιδραστικό μπλοκ του «πατρίς- θρησκεία –οικογένεια»(δηλαδή η Αριστερά) και να προτάξει την κοινωνική δικαιοσύνη και την αναδιανομή του πλούτου, με συγκεκριμένες προτάσεις κι όχι ευχολόγια, σήμερα είναι πολυδιασπασμένος κι ένα μεγάλο μέρος του υιοθετεί εθνικιστική «πατριωτική» ρητορική, παίζοντας έτσι στο «γήπεδο» της ακροδεξιάς και δίνοντάς της το πλεονέκτημα στην έκφραση της κοινωνικής δυσαρέσκειας.
Εν κατακλείδι, η διογκούμενη κοινωνική δυσαρέσκεια ,σε συνδυασμό με την αναξιοπιστία και την αδυναμία των παραδοσιακών κομμάτων να αντιμετωπίσουν την δομική πολιτική κρίση που αυτή προκαλεί, καθώς επίσης και η έκφραση της δυσαρέσκειας αυτής με αποκλειστικά εθνικιστικούς όρους, συσκοτίζει το πραγματικό πρόβλημα: την πλήρη διάσταση μεταξύ των αναγκών της κοινωνίας και των αποφάσεων της πολιτικής εξουσίας. Όσο το πρόβλημα αυτό αποκρύπτεται εντέχνως και μετατοπίζεται σε μία στείρα αντιπαράθεση μεταξύ Ελλάδας-θύματος και ξένων-εκμεταλλευτών, ή υποβαθμίζεται σε ζήτημα απλής, τεχνοκρατικής οικονομικής διαχείρισης, ελλειμμάτων και «ανταγωνιστικότητας», τόσο θα μπορούν οι «πατριώτες» νοσταλγοί της Χούντας, τύπου Καρατζαφέρη, να στήνουν τη δημοκρατία στο απόσπασμα, παριστάνοντας ότι τη διασώζουν και την υπηρετούν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου