....του Αλέξανδρου Βλαζάκη
Αυτό είναι ένα απόσπασμα από ένα άρθρο σε εφημερίδα προηγουμένων ετών, το οποίο υπερασπιζόταν τα ευπώλητα βιβλία «παραλίας» και το οποίο τυχαία συνάντησα. Τι είναι και τι δεν είναι λοιπόν αληθινή τέχνη; Τι ανήκει στην mainstream και τι στην πραγματική κουλτούρα; Τι είναι χρυσός και τι σκουπίδια;
«Ας μην υποτιμούμε, λοιπόν, την κουλτούρα της μάζας μέσω της οποίας εκφράζεται και αναδύεται το πνεύμα των καιρών και το συναίσθημα του λαού, όπως το ίδιο συνέβαινε στη λαϊκή τέχνη του Μεσαίωνα και της προ-αναγεννησιακής εποχής.»
Αυτό είναι ένα απόσπασμα από ένα άρθρο σε εφημερίδα προηγουμένων ετών, το οποίο υπερασπιζόταν τα ευπώλητα βιβλία «παραλίας» και το οποίο τυχαία συνάντησα. Τι είναι και τι δεν είναι λοιπόν αληθινή τέχνη; Τι ανήκει στην mainstream και τι στην πραγματική κουλτούρα; Τι είναι χρυσός και τι σκουπίδια;
Το να ορίσουμε την έννοια της τέχνης δεν αποτελεί στόχο του παρόντος άρθρο, μιας και οι δαιδαλώδεις θεωρητικές διαδρομές που καλούμαστε να ακολουθήσουμε, ενδέχεται να μας βοηθήσουν ελάχιστα ως και καθόλου και περισσότερο να μας δημιουργήσουν σύγχυση. Αντίθετα θα επιχειρήσουμε να διακρίνουμε τις εκφάνσεις αυτές της τέχνης που απευθύνονται στο ευρύ κοινό σε αυθεντικές και μη.
Στο έργο του «Σύνοψη της Πολιτιστικής Βιομηχανίας» (1948) ο γερμανός κοινωνιολόγος Adorno παρουσιάζει ολοκληρωμένη την διάκριση της μαζικής κουλτούρας από την πολιτιστική βιομηχανία, ιδέα που είχε εισαγάγει λίγα χρόνια νωρίτερα μαζί με τον Horkheimer. Κατά τον Adorno η μαζική κουλτούρα συνίσταται σε μία μαζικής κλίμακας πολιτιστική παραγωγή, της οποίας βάση είναι τα κατώτερα λαϊκά στρώματα και η οποία όντως δεν διαφέρει πολύ από τη λαϊκή ή παραδοσιακή τέχνη της προβιομηχανικής εποχής : οι απαρχές της τζαζ, το ρεμπέτικο, οι τοιχογραφίες, τα σατιρικά επίκαιρα αποτελούν μορφές τέχνης ανθρώπων της πρώιμης μικροαστικής τάξης, λίγοι από τους οποίους είχαν τη στοιχειώδη αισθητική παιδεία, χωρίς όμως αυτό να μειώνει στο ελάχιστο την αξία του παραγομένου αποτελέσματος, αλλά αντίθετα την αναδεικνύει και την εξυψώνει. Ακόμη και σήμερα, το hip hop, η λεγόμενη αστική τέχνη (urban art), τα γκράφιτι, τα street posters και performances αποτελούν αναμφισβήτητα μορφές τέχνης που ενσωματώνουν τον χαρακτήρα της καταγωγής τους σε ένα υψηλού επιπέδου αισθητικό αποτέλεσμα.
Από την άλλη η πολιτιστική βιομηχανία καμία σχέση δεν έχει με τη μαζική κουλτούρα. Με την έννοια «κουλτούρα» εννοούμε ένα κοινωνιολογικό παράγωγο, το σύνολο της καλλιεργημένης αισθητικής σε ένα ομοιογενές σύνολο ανθρώπων που μοιράζονται κοινή δημόσια ζωή : αστική κουλτούρα, λαϊκή κουλτούρα, παρακουλτούρα, underground κουλτούρα, ροκ κουλτούρα κ.α. Η πολιτιστική βιομηχανία δεν είναι παρά μία μορφή βιομηχανίας, εμπορίου που σαν στόχο δεν έχει παρά να πουλήσει μορφές «τέχνης» έχοντας ήδη πείσει το καταναλωτικό της κοινό, με μεθόδους διαφημιστικής προπαγάνδας, ότι αυτή είναι η τέχνη που του αξίζει και αυτή η τέχνη που του αναλογεί. «Το καλοκαίρι θέλω να ξεσκάσω, θέλω κάτι ελαφρύ, δεν θέλω ένα δυσνόητο/καταθλιπτικό/βαρύ/κουλτουριάρικο βιβλίο (ή ταινία ή μουσική)». Ποιος όμως έχει αποφασίσει τι είναι «δυσνόητο, καταθλιπτικό, βαρύ, κουλτουριάρικο; Σίγουρα όχι το κοινό. Όταν σου πλασάρουν μόνο μπανανόφλουδες για φράουλες και σε κάνουν να νομίζεις πως οι φράουλες προκαλούν κοιλόπονο, τότε οι μπανανόφλουδες θα σου φαίνονται πεντανόστιμες και οι φράουλες αποκρουστικές. Πόση επανάληψη μοτίβων, ανακύκλωση στερεοτύπων, βομβαρδισμό με συγκεκριμένες εικόνες και ήχους δεν έχουμε δεχτεί μέχρι να αποδεχτούμε ότι τέχνη πρέπει να είναι κάτι που να σε κάνει πρώτα από όλα να διασκεδάζεις, να ξεχνιέσαι και να ξεγνοιάζεις;
Πιθηκίζοντας, έχουμε μάθει να είμαστε καταναλωτές. Όμως, να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους: Είμαστε καλοί καταναλωτές. Έχουμε μεγάλο στομάχι, χωράει τα πάντα μέσα, αν και λίγο ευαίσθητο. Έχουμε με μαεστρία εκπαιδευτεί στο fast food. Έχουμε εκπαιδευτεί στις ροζ νουβέλες, στα «γυναικεία» ρομαντικά άρλεκιν, στα βιβλία με « έναν στρόβιλο ίντριγκας, έρωτα, πάθους, εξουσίας» (σημ. : το αντέγραψα αυτούσια από οπισθόφυλλο τεράστιου best seller στο μαγαζί πλοίου), στις ταινίες με προσχηματικά σενάρια, με πρησμένα μπράτσα, αυτόματα όπλα, εκρήξεις, αυτοκίνητα και εγχειρισμένες bimbos, στα ρομαντικά love stories, με μικρές δόσεις ειρωνείας για τη ζωούλα μας μαζί με μεγάλες δόσεις αμήχανου χιούμορ, έχουμε συνηθίσει στα κλάμπ τον αντίλαλο των ντεσιμπέλ στο στήθος μας, τα επαναλαμβανόμενα μέχρι αηδίας μοτίβα στίχων και μέτρων, είμαστε πια σίγουροι πως ο χορός δεν είναι παρά μία συγκεκαλυμμένη σεξουαλική πρόκληση (ίσως ασχοληθούμε άλλη φορά με τη σεξουαλικοποίηση της τέχνης). Το χειρότερο είναι πως έχουμε καταντήσει να νιώθουμε ελλιπείς όταν δεν έχουμε πρόσβαση στα τεχνητά υποπροϊόντα της πολιτιστικής βιομηχανίας. Δεν μας αδικώ πάντως. Αν παραγγείλετε cheeseburger και δεν σας βάλουν μία φέτα τυρί, δεν θα νιώσετε πως κάτι λείπει;
Στο κάτω κάτω της γραφής, το να καταναλώνεις σκουπίδια είναι επιλογή του καθενός. Σεβαστή και αποδεκτή. Όμως, το να κατακρίνεις κάτι που δεν καταλαβαίνεις ως «δήθεν», αυτό είναι πέρα για πέρα εξοργιστικό. Διάβαζα προ ημερών συνέντευξη μίας ελληνίδας συγγραφέα που εκθείαζε την απλότητα, την αυθεντικότητα και την ανάλαφρη διάθεση των έργων της κρίνοντας τη βαριά κουλτούρα της ελίτ, ως απάντηση σε κριτικές για το ότι το έργο της αποτελεί μία ανέμπνευστη αναμάσηση σεναρίων της τηλεόρασης με διαρκείς αυτοεπαναλήψεις. Ο Χάντκε στο βιβλίο του «Ο φόβος του τερματοφύλακα πριν το πέναλτι», μία έξοχη αλληγορική περιγραφή της δυσκολίας του συγγραφέα να δομήσει ένα στέρεο οικοδόμημα σκέψεων και λέξεων, ίδιο με τη δυσκολία του ζωγράφου να δημιουργήσει έναν ενιαίο τόνο χρώματος για ολόκληρο το φόντο του πίνακα. Οι διαφορές σκέψης και νοοτροπίας σχετικά με το περιεχόμενο της τέχνης σε αυτούς τους δύο ανθρώπους είναι εμφανείς. Δεν κατακρίνω το γούστο του καθενός, πρέπει όμως τουλάχιστον να είμαστε σε θέση να διαχωρίσουμε τη φυρά από το στάρι – και μετά να επιλέξουμε αυτό που μας ταιριάζει καλύτερα.
Η κουλτούρα των μαζών θα συνεχίσει να υπάρχει όσο οι άνθρωποι θα νιώθουν την ανάγκη να μοιραστούν τις συλλογικές τους αναπαραστάσεις της αισθητικής τους μέσω της τέχνης. Αλλά και η πολιτιστική εκβιομηχάνιση θα συνεχίσει να παράγει μαζικά προϊόντα κομμένα και ραμμένα στα μέτρα που η ίδια η βιομηχανία έχει θέσει για τους καταναλωτές της. Το μόνο που μένει είναι η επιλογή μας : μάζα που δημιουργεί κουλτούρα ή καταναλωτές fast food πολιτισμού;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου