Παρασκευή 17 Αυγούστου 2012

Η μεταρρύθμιση που δε «γίνεται»

....του Στέργιου Καλπάκη


Παραφράζοντας τον τίτλο από το γνωστό βιβλίο του Αλέξη Δημαρά και δίνοντας διάρκεια, μπορούμε να περιγράψουμε με λίγες μόνο λέξεις το ζήτημα της μεταρρύθμισης της Ανώτατης Εκπαίδευσης (κι όχι μόνο) στη χώρα μας. Δυστυχώς, η ιστορία της εκπαιδευτικής πολιτικής στην Ελλάδα, στο μεγαλύτερό της μέρος, είναι συνυφασμένη με περιπτώσεις μεταρρυθμιστικών προσπαθειών που δεν έλυσαν τα προβλήματα των ελληνικών πανεπιστημίων, ώστε ν’ αποτελέσουν παράγοντα κοινωνικής συνοχής, εξέλιξης κι οικονομικής ανάπτυξης.

Μία τέτοια περίπτωση μας απασχολεί έντονα τα τελευταία δύο χρόνια. Από το Νοέμβριο του 2010, όταν παρουσιάστηκε το κείμενο διαβούλευσης της Άννας Διαμαντοπούλου, μέχρι και λίγες ημέρες πριν, που τέθηκε το ζήτημα της αναθεώρησης σημείων του Νόμου 4009/2011, γινόμαστε θεατές μίας διαδικασίας, η οποία πολύ απέχει από την ουσία της μεταρρύθμισης.

Πέρα όμως από τους «πολιτικαντισμούς» σε κοινοβούλιο, παράθυρα και στήλες, πέρα από συντεχνιακές νοοτροπίες κι αγοραίες διαδικασίες στο χώρο των πανεπιστημίων, οι κινήσεις της κυβέρνησης ΠΑΣΟΚ στην προσπάθεια μεταρρύθμισης κι ανατροπής μίας φιλοσοφίας, όπως αυτή έχει διαμορφωθεί από το 1982, κρίνονται αναποτελεσματικές. Την ίδια ώρα, οι αλλαγές που προωθεί η νέα ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας δεν αποτελούν παρά ακόμη ένα φύλλο συκής στη γύμνια της Ανώτατης Εκπαίδευσης. Απλά έρχονται κι αυτές να προστεθούν σε μία μεταρρυθμιστική προσπάθεια που στερείται θεμελίωσης, χρόνου για ευρεία κοινωνική συναίνεση και βασικών υποστηρικτικών μέσων.

Πολλοί από τους εκπαιδευτικούς νόμους που ψηφίστηκαν για την Τριτοβάθμια αλλά και για τις άλλες βαθμίδες δε στηρίχθηκαν σε επιστημονικές παραδοχές και κοινωνικά δεδομένα. Επίσης, τις περισσότερες φορές δεν ανταποκρίθηκαν στις ανάγκες της κοινωνίας. Χαρακτηριστικά, στην Ελλάδα της ύφεσης, της διαλυμένης παραγωγής και έλλειψης στρατηγικού σχεδιασμού για την ανάπτυξη, δε φαίνεται να βοηθάει ο ισχύον νόμος. Δεν έχει γίνει δηλαδή μία προσπάθεια να δοθεί βάρος σε τμήματα φυτικής και ζωικής παραγωγής, νέων τεχνολογιών κι ενέργειας, παροχής υπηρεσιών τουρισμού, διαφήμισης και πολιτισμού. Ταυτόχρονα, οι περικοπές στις παροχές προς τους φοιτητές δυσκολεύουν απίστευτα τη χειμαζόμενη ελληνική οικογένεια να σπουδάσει τα παιδιά της.

Επίσης, στο θέμα της μεταρρύθμισης υπάρχει σοβαρό θέμα με το χρόνο. Οι περισσότεροι νόμοι, όπως κι οι δύο τελευταίοι, ψηφίζονται με διαδικασίες «εξπρές» και καλοκαιρινούς μήνες ( όταν κι οι αντιδράσεις είναι ηπιότερες). Δε δίνεται λοιπόν, ο απαραίτητος χρόνος στη σταδιακή προσέγγιση των επιμέρους ζητημάτων προκειμένου ν’ αντιμετωπιστούν προβλήματα και να διορθωθούν καταστάσεις. Παράλληλα, δε δίνεται η ευκαιρία για ουσιαστικό δημόσιο διάλογο ώστε να επιτευχθεί η ευρύτερη δυνατή κοινωνική αποδοχή και κατανόηση, απαραίτητες προϋποθέσεις για την εφαρμογή ενός νόμου. Για παράδειγμα, ούτε η τωρινή αλλά ούτε κι η προηγούμενη ηγεσία του Υπουργείου απευθύνθηκαν στους φοιτητές. Αντιθέτως, η πολιτική ηγεσία του τόπου επέλεξε να στοχοποιήσει το φοιτητικό κίνημα και να στρέψει την κοινή γνώμη εναντίον της φοιτητική εκπροσώπησης παρουσιάζοντας το φοιτητικό συνδικαλισμό ως την πηγή της διαπλοκής στα πανεπιστήμια.

Τέλος, για να γίνουν τομές στην Ανώτατη Εκπαίδευση χρειάζεται να υπάρχουν κάποια βασικά υποστηρικτικά μέσα. Δε μπορούμε λοιπόν να είμαστε ιδιαίτερα αισιόδοξοι για βελτίωση της απόδοσης της διδασκαλίας κι αποτελεσματικότητας της έρευνας στις άθλιες υποδομές των ελληνικών ιδρυμάτων. Εξάλλου, οι συνεχής μείωση του ποσοστού του Α.Ε.Π. για την Παιδεία δεν αφήνει περιθώρια για βελτίωση της κατάστασης και δημιουργεί πολλά ερωτηματικά για τη διασφάλιση του Δημόσιου και Δωρεάν χαρακτήρα της. Εκτός των οικονομικών όμως, η ίδια η δομή της κοινωνίας μας δεν μπορεί να στηρίξει ακόμη νόμους σαν αυτούς τους τελευταίους. Δεν έχει την ωριμότητα. Γι’ αυτό το λόγο απότομες αλλαγές δεν έχουν αποτελέσματα, διχάζουν και δημιουργούν καταστροφικά για τον κοινωνικό ιστό δίπολα.

Προσεγγίζοντας θεωρητικά κι εμπειρικά το ζήτημα της μεταρρύθμισης στην Ανώτατη Εκπαίδευση, αυτό που φαίνεται, είναι ότι στην περίοδο που ζούμε, ο θεσμός εκείνος, που μαζί με το σχολείο έπρεπε να βρεθούν στην πρώτη γραμμή της αναμόρφωσης της κοινωνίας μας, δεν αντιμετωπίζεται με τη σημασία που θα έπρεπε. Αντιθέτως, γίνεται πεδίο πολιτικών συγκρούσεων κι εξυπηρέτησης προσωπικών και συντεχνιακών συμφερόντων.

Η κυβέρνηση, τα πολιτικά κόμματα, η νεολαία είναι αναγκαίο όσο πότε να αναλάβουν ευθύνες κοινωνικής αναδόμησης. Στην Ελλάδα της οικονομικής κρίσης, της διαλυμένης παραγωγής, του πελατειακού κράτους, με μία κοινωνία που παρασύρεται αγανακτισμένη σ ‘επικίνδυνες γενικεύσεις κι επιλογές, η Παιδεία μπορεί να αποτελέσει μοχλό ανάπτυξης.

Να γίνει η κινητήρια δύναμη στην προσπάθεια για την υπογραφή ενός νέου κοινωνικού συμβολαίου…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου