....του Μιχάλη Μίττα
Εναλλακτικός και ίσως πιο εμπορικός τίτλος του άρθρου θα μπορούσε να είναι ''η άνοδος του νεοφασισμού στην Ελλάδα''. Ωστόσο, τα βασικά χαρακτηριστικά της Ελληνικής πραγματικότητας δεν μας επιτρέπουν να αποφύγουμε δυσάρεστους συνειρμούς σε σχέση με την μεσοπολεμική Γερμανική δημοκρατία. Την θνησιγενή δημοκρατία που θεσπίστηκε με το περίφημο Σύνταγμα της Βαϊμάρης και η οποία κατέληξε στην αυτοδιάλυση με την νομότυπη ανάδειξη των Ναζί στην εξουσία.
Οι αναλογίες (αν όχι ομοιότητες) ανάμεσα στις δυο περιπτώσεις είναι εμφανέστατες. Το κράτος ηττημένο και διαλυμένο, από έναν πόλεμο στην μια περίπτωση και από μια βαριά οικονομική κρίση στην άλλη, με αβέβαιο μέλλον και απαξιωμένη πολιτική ηγεσία και η κοινωνία εθνικά ταπεινωμένη, σπαρασσόμενη από φτώχεια, ανεργία και ανασφάλεια. Οι συνθήκες αυτές αποτέλεσαν ιστορικά το ιδανικότερο ''λίπασμα'' για την εμφάνιση, ανάπτυξη και τελικά επικράτηση εθνικοσοσιαλιστικών-φασιστικών-ναζιστικών κινήσεων. Φυσικά, τα αίτια που οι συγκεκριμένοι πολιτικοί χώροι, πετυχαίνουν σε παρόμοιες συνθήκες είναι απλά. Χρησιμοποιώντας εύπεπτη, λαϊκίζουσα ρητορική δίνουν στις καταρρακωμένες κοινωνίες αυτό που τους λείπει περισσότερο: περηφάνια και ασφάλεια. Ο εθνικισμός, με άλλα λόγια το πατριωτικό ένστικτο του καθενός που τον κάνει να νιώθει διαφορετικός ή και καλύτερος από τους άλλους, είναι ένα βασικό εργαλείο σε αυτή την διαδικασία. Οι πολίτες ομαδοποιούνται απέναντι στην διαφορετικότητα και οπαδοποιούνται αντιμετωπίζοντας την ως κοινό εχθρό. Και διαφορετικότητα βεβαίως συνήθως νοείται ο εκάστοτε αδύναμος κρίκος: το διπλανό κράτος, οι αθίγγανοι, οι θρησκευτικές μειονότητες, οι ''κομουνιστές'', οι μετανάστες..
Η συνταγή, όπως δυστυχώς έχει αποδειχθεί
διαχρονικά, είναι άκρως επιτυχημένη. Για την ακρίβεια, το μείγμα εθνικής
περηφάνιας-πειθαρχίας-λαϊκισμού
Εναλλακτικός και ίσως πιο εμπορικός τίτλος του άρθρου θα μπορούσε να είναι ''η άνοδος του νεοφασισμού στην Ελλάδα''. Ωστόσο, τα βασικά χαρακτηριστικά της Ελληνικής πραγματικότητας δεν μας επιτρέπουν να αποφύγουμε δυσάρεστους συνειρμούς σε σχέση με την μεσοπολεμική Γερμανική δημοκρατία. Την θνησιγενή δημοκρατία που θεσπίστηκε με το περίφημο Σύνταγμα της Βαϊμάρης και η οποία κατέληξε στην αυτοδιάλυση με την νομότυπη ανάδειξη των Ναζί στην εξουσία.
Οι αναλογίες (αν όχι ομοιότητες) ανάμεσα στις δυο περιπτώσεις είναι εμφανέστατες. Το κράτος ηττημένο και διαλυμένο, από έναν πόλεμο στην μια περίπτωση και από μια βαριά οικονομική κρίση στην άλλη, με αβέβαιο μέλλον και απαξιωμένη πολιτική ηγεσία και η κοινωνία εθνικά ταπεινωμένη, σπαρασσόμενη από φτώχεια, ανεργία και ανασφάλεια. Οι συνθήκες αυτές αποτέλεσαν ιστορικά το ιδανικότερο ''λίπασμα'' για την εμφάνιση, ανάπτυξη και τελικά επικράτηση εθνικοσοσιαλιστικών-φασιστικών-ναζιστικών κινήσεων. Φυσικά, τα αίτια που οι συγκεκριμένοι πολιτικοί χώροι, πετυχαίνουν σε παρόμοιες συνθήκες είναι απλά. Χρησιμοποιώντας εύπεπτη, λαϊκίζουσα ρητορική δίνουν στις καταρρακωμένες κοινωνίες αυτό που τους λείπει περισσότερο: περηφάνια και ασφάλεια. Ο εθνικισμός, με άλλα λόγια το πατριωτικό ένστικτο του καθενός που τον κάνει να νιώθει διαφορετικός ή και καλύτερος από τους άλλους, είναι ένα βασικό εργαλείο σε αυτή την διαδικασία. Οι πολίτες ομαδοποιούνται απέναντι στην διαφορετικότητα και οπαδοποιούνται αντιμετωπίζοντας την ως κοινό εχθρό. Και διαφορετικότητα βεβαίως συνήθως νοείται ο εκάστοτε αδύναμος κρίκος: το διπλανό κράτος, οι αθίγγανοι, οι θρησκευτικές μειονότητες, οι ''κομουνιστές'', οι μετανάστες..
Η συνταγή, όπως δυστυχώς έχει αποδειχθεί
διαχρονικά, είναι άκρως επιτυχημένη. Για την ακρίβεια, το μείγμα εθνικής
περηφάνιας-πειθαρχίας-λαϊκισμού
Με βάση αυτήν την, πρόχειρη ίσως, ανάλυση είναι λίγο-πολύ προφανές πως μπορεί η φιλελεύθερη αστική δημοκρατία να αντιμετωπίσει το φαινόμενο της ακροδεξιάς πριν ενδυναμωθεί τόσο ώστε αυτοτροφοδοτούμενο να επικρατήσει. Η καλλιέργεια αφενός του αισθήματος ασφάλειας στους πολίτες όχι τόσο με την μορφή της αστυνομικής προστασίας, όσο κυρίως με την μορφή της κοινωνικής, οικονομικής ασφάλειας που νιώθουν όταν, ακόμα και εν μέσω κρίσης, καλύπτονται από ένα δίχτυ προνοιακής προστασίας, καθιστά μη αναγκαία την πολιτική παρουσία αυτού του ιδεολογικού χώρου. Αφετέρου, η δημόσια αντιμετώπιση του κομματικού φορέα της ελληνικής ακροδεξιάς και των εκπροσώπων της ως κοινών πολιτικών σχηματισμών και η ανάδειξη ορισμένων παρωχημένων θέσεων τους με μαθηματική ακρίβεια θα οδηγήσει στην απομυθοποίηση της. Με την διπλή αυτή αντιμετώπιση ο επικίνδυνος αυτός χώρος που τείνει να καθιερωθεί στην λαϊκή συνείδηση ως τιμωρός του πολιτικού συστήματος και ως προστάτης των αδύναμων θα απαξιωθεί και θα "ξεφουσκώσει". Αν όμως η αντίδραση δεν έρθει ή εφαρμοστεί λανθασμένα, τότε οι θύρες της "ελληνικής Βαϊμάρης" θα παραμείνουν ορθάνοιχτες...
Μίττας Μιχάλης,
Ασκ. Δικηγόρος
Πρ. Συλλόγου Ασκουμένων Δικηγόρων Θεσσαλονίκης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου