Δεν ξέρω αν ήταν τυχαίο ή του μυαλού μου τα παιχνίδια, αλλά φέτος το
καλοκαίρι, μου φάνηκε ότι τα βιβλία ( τα περισσότερα απ’αυτά
τουλάχιστον ) που διάβασα είχαν μια περίεργη σύνδεση. Οι «Καθρέφτες» του
Γκαλεάνο, «οι γυμνοί και οι νεκροί» του Μέηλερ, το «σύντομο καλοκαίρι
της αναρχίας» (ξανά, να το εμπεδώσουμε), ακόμη και το «κάτι θα γίνει θα
δεις» του Οικονόμου, μου φαινόταν ότι συνδέονταν κάπως, ότι κάπου υπήρχε
μια τομή, ένα σημείο που όλες αυτές οι σελίδες ενώνονταν.
Στην Ηρακλειά ένα βράδυ το σκέφτηκα κάπως έτσι. Όλα αυτά τα βιβλία δεν ήταν παρά βιβλία ιστορίας, αφηγήσεις της πραγματικότητας, της ζωής κάποτε, απ’ την πλευρά όμως των αληθινών ανθρώπων. Δεν υπήρχαν ημερομηνίες και συνθήκες και παρασκηνιακές διαβουλεύσεις ηγετών. Οι συγγραφείς εστίαζαν στην ζωή, στους ανθρώπους που ζουν και πεθαίνουν και πολεμούν και αντιστέκονται και τελικά ( το πιο συχνό ) τους καταπίνει η αιώνια μαυρίλα και η ατέλειωτη σκληρότητα. Ξαφνικά εκείνο το βράδυ ένιωθα πιο έντονα από ποτέ ότι δεν έχω διαβάσει ιστορία ποτέ και ότι κανένα απ’ όλα τα βιβλία, τους τόμους και τα σχολικά εγχειρίδια που κάποτε ξεφύλλισα δεν μου πρόσφεραν τίποτα άλλο, πέρα απ’ το να διαστρεβλώσουν τη ματιά μου και να αλλοιώσουν την αίσθηση της παλιάς ζωής. Εκείνο το βράδυ,σχεδόν απογευματάκι το έκαναν τα φώτα των αστεριών, αναρωτήθηκα πόση σημασία έχει μια ιστορία της Ελλάδας των τελευταίων τριών χρόνων που αναφέρεται συνεχώς στον γαπ, τον κουβέλη ή την τρόικα. Ο Οικονόμου (με το εξαιρετικό, σκληρό και ολοζώντανο βιβλίο του) με έπειθε πως θα μπορούσα να αδιαφορήσω για τις συνεχείς μη επαναδιαπραγματεύσεις των κομμάτων της σύγχρονης Ελλάδας.
Αυτό που είχε σημασία ήταν ξεκάθαρο. Οι ουρές στον ΟΑΕΔ, οι λαϊκές μετά τις 2, μια εισβολή των ματ στην λαϊκή αγορά της Κυψέλης, κάτι που το έλεγαν τιούτορπουλ, μια συνέλευση που απέτυχε στην πλατεία Συντάγματος, μερικά παιδιά που έφυγαν με ένα αεροπλάνο και πάει λέγοντας. Αντιλαμβάνομαι ότι δεν μπορεί να γραφτεί επίσημη ιστορία αφήνοντας απ’ έξω τον Άδωνι Γεωργιάδη, τον Χρυσοχοΐδη και τα στρατόπεδα συγκέντρωσης που φύτεψαν τριγύρω. Όμως δεν μπορώ παρά να σκεφτώ ότι με ενδιαφέρει περισσότερο ο δήμαρχος Κορίνθου που κόβει το νερό και λέει «στον πόλεμο όλα επιτρέπονται». Περισσότερο με ενδιαφέρει το πρόσωπο του ανώνυμου μαχαιρωμένου, οι κουβέντες ενός κυνηγημένου, οι αγωνίες και οι διεργασίες των παιδιών που επιμένουν να αντιδρούν (όπως νομίζουν) στη βαρβαρότητα και τον αυταρχισμό. Περισσότερο με ενδιαφέρει το βλογ του Καυκά.
Το πρόβλημα με την ιστορία που γράφεται από πάνω για τους μελλοντικούς από κάτω, δεν είναι
τόσο ότι αφήνει απ’ έξω τις μικρο – ιστορίες των από κάτω, όσο ότι καθορίζει το βλέμμα και την οπτική. Σύμφωνα με αυτή την οπτική, η ζωή κρίνεται σε μια αίθουσα κάπου στις Βρυξέλλες, σε
μια κουβεντούλα Βενιζέλου – Κουβέλη κλπ. Και έτσι μπορεί να είναι. Δεν το πιστεύω, αλλά λέω
ότι μπορεί και να ισχύει. Κι όμως, ακόμη κι αν ισχύει, δεν παύει η οπτική αυτή να στρέφει το βλέμμα ή την προσδοκία στους άλλους. Δεν παύει αυτή η οπτική να αναθέτει, να αποποιείται την ευθύνη, να παρατηρεί τις αποφάσεις των άλλων (κάποιων άλλων πάντα πιο ισχυρών, πάντα πιο δυνατών, πάντα πιο ικανών).
Κι όμως στους καθρέφτες του Γκαλεάνο ας πούμε μπορείς να διαβάσεις τις ιστορίες των ανθρώπων. Των ανθρώπων που χωρίς να γίνουν οι πιο διάσημοι ήρωες, έζησαν και άλλαξαν τη ζωή. Των ανθρώπων που δεν ανέθεσαν τίποτα σε κανέναν.Έτσι, θέλω να ακούω πια μόνο για τους στρατιώτες του Μέηλερ, για τους αγωνιστές και τους αναρχικούς του Ετσενμπέργκερ και εντέλει για τους σημερινούς ανθρώπους του Οικονόμου. Τους σημερινούς βασανιζόμενους, τους βυθισμένους στη σύγχυση και την αγωνία. Τους ανθρώπους που παλεύουν ακόμη με όποιο τρόπο μπορούν. Τους ανθρώπους που ματώνουν, πέφτουν, σηκώνονται και χάνονται οριστικά ακριβώς δίπλα μου, σχεδόν πάνω στα χέρια μου.
http://tovytio.wordpress.com/2012/08/24/kalokairines_diakopes1/
Στην Ηρακλειά ένα βράδυ το σκέφτηκα κάπως έτσι. Όλα αυτά τα βιβλία δεν ήταν παρά βιβλία ιστορίας, αφηγήσεις της πραγματικότητας, της ζωής κάποτε, απ’ την πλευρά όμως των αληθινών ανθρώπων. Δεν υπήρχαν ημερομηνίες και συνθήκες και παρασκηνιακές διαβουλεύσεις ηγετών. Οι συγγραφείς εστίαζαν στην ζωή, στους ανθρώπους που ζουν και πεθαίνουν και πολεμούν και αντιστέκονται και τελικά ( το πιο συχνό ) τους καταπίνει η αιώνια μαυρίλα και η ατέλειωτη σκληρότητα. Ξαφνικά εκείνο το βράδυ ένιωθα πιο έντονα από ποτέ ότι δεν έχω διαβάσει ιστορία ποτέ και ότι κανένα απ’ όλα τα βιβλία, τους τόμους και τα σχολικά εγχειρίδια που κάποτε ξεφύλλισα δεν μου πρόσφεραν τίποτα άλλο, πέρα απ’ το να διαστρεβλώσουν τη ματιά μου και να αλλοιώσουν την αίσθηση της παλιάς ζωής. Εκείνο το βράδυ,σχεδόν απογευματάκι το έκαναν τα φώτα των αστεριών, αναρωτήθηκα πόση σημασία έχει μια ιστορία της Ελλάδας των τελευταίων τριών χρόνων που αναφέρεται συνεχώς στον γαπ, τον κουβέλη ή την τρόικα. Ο Οικονόμου (με το εξαιρετικό, σκληρό και ολοζώντανο βιβλίο του) με έπειθε πως θα μπορούσα να αδιαφορήσω για τις συνεχείς μη επαναδιαπραγματεύσεις των κομμάτων της σύγχρονης Ελλάδας.
Αυτό που είχε σημασία ήταν ξεκάθαρο. Οι ουρές στον ΟΑΕΔ, οι λαϊκές μετά τις 2, μια εισβολή των ματ στην λαϊκή αγορά της Κυψέλης, κάτι που το έλεγαν τιούτορπουλ, μια συνέλευση που απέτυχε στην πλατεία Συντάγματος, μερικά παιδιά που έφυγαν με ένα αεροπλάνο και πάει λέγοντας. Αντιλαμβάνομαι ότι δεν μπορεί να γραφτεί επίσημη ιστορία αφήνοντας απ’ έξω τον Άδωνι Γεωργιάδη, τον Χρυσοχοΐδη και τα στρατόπεδα συγκέντρωσης που φύτεψαν τριγύρω. Όμως δεν μπορώ παρά να σκεφτώ ότι με ενδιαφέρει περισσότερο ο δήμαρχος Κορίνθου που κόβει το νερό και λέει «στον πόλεμο όλα επιτρέπονται». Περισσότερο με ενδιαφέρει το πρόσωπο του ανώνυμου μαχαιρωμένου, οι κουβέντες ενός κυνηγημένου, οι αγωνίες και οι διεργασίες των παιδιών που επιμένουν να αντιδρούν (όπως νομίζουν) στη βαρβαρότητα και τον αυταρχισμό. Περισσότερο με ενδιαφέρει το βλογ του Καυκά.
Το πρόβλημα με την ιστορία που γράφεται από πάνω για τους μελλοντικούς από κάτω, δεν είναι
τόσο ότι αφήνει απ’ έξω τις μικρο – ιστορίες των από κάτω, όσο ότι καθορίζει το βλέμμα και την οπτική. Σύμφωνα με αυτή την οπτική, η ζωή κρίνεται σε μια αίθουσα κάπου στις Βρυξέλλες, σε
μια κουβεντούλα Βενιζέλου – Κουβέλη κλπ. Και έτσι μπορεί να είναι. Δεν το πιστεύω, αλλά λέω
ότι μπορεί και να ισχύει. Κι όμως, ακόμη κι αν ισχύει, δεν παύει η οπτική αυτή να στρέφει το βλέμμα ή την προσδοκία στους άλλους. Δεν παύει αυτή η οπτική να αναθέτει, να αποποιείται την ευθύνη, να παρατηρεί τις αποφάσεις των άλλων (κάποιων άλλων πάντα πιο ισχυρών, πάντα πιο δυνατών, πάντα πιο ικανών).
Κι όμως στους καθρέφτες του Γκαλεάνο ας πούμε μπορείς να διαβάσεις τις ιστορίες των ανθρώπων. Των ανθρώπων που χωρίς να γίνουν οι πιο διάσημοι ήρωες, έζησαν και άλλαξαν τη ζωή. Των ανθρώπων που δεν ανέθεσαν τίποτα σε κανέναν.Έτσι, θέλω να ακούω πια μόνο για τους στρατιώτες του Μέηλερ, για τους αγωνιστές και τους αναρχικούς του Ετσενμπέργκερ και εντέλει για τους σημερινούς ανθρώπους του Οικονόμου. Τους σημερινούς βασανιζόμενους, τους βυθισμένους στη σύγχυση και την αγωνία. Τους ανθρώπους που παλεύουν ακόμη με όποιο τρόπο μπορούν. Τους ανθρώπους που ματώνουν, πέφτουν, σηκώνονται και χάνονται οριστικά ακριβώς δίπλα μου, σχεδόν πάνω στα χέρια μου.
http://tovytio.wordpress.com/2012/08/24/kalokairines_diakopes1/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου