Μεταξύ παράδοσης και εκσυγχρονισμού.
Ανασκοπώντας τη σχέση της Ελλάδας και των Βαλκανίων
100 χρόνια μετά τους πολέμους του 1912-13
Σε ένα άρθρο του στο Έθνος, με τίτλο «Μισθοί Βουλγαρίας», ο δημοσιογράφος Γιώργος Δελαστίκ τονίζει «Πάει και τελείωσε! Η απόφαση της τρόικας είναι τελεσίδικη. Τέτοιους μισθούς θέλει και για τους Έλληνες. Μας το λένε και μας το επαναλαμβάνουν με κάθε ευκαιρία οι εκπρόσωποί της […] Η Ελλάδα ανήκει στα Βαλκάνια και θα ξαναγίνει τόσο εξαθλιωμένη όσο οι υπόλοιπες βαλκανικές χώρες».[1] Από όλες τις αυτο-ταπεινωτικές αναφορές της εποχής μας η Βουλγαρία, ως μέτρο σύγκρισης και ο υποβιβασμός της πατρίδας μας από «ευρωπαϊκή» σε «βαλκανική χώρα» είναι οι συχνότερες. Είναι πάγια τακτική του Τύπου να υποδαυλίζει την οργή, βάζοντας το δάχτυλο στην πιο βαθειά πληγή. Και ο πόνος είναι μεγαλύτερος, όταν αναλογίζεται κανείς πόσο πρόσφατη είναι η εποχή που η Ελλάδα επαναπροσέγγιζε τα Βαλκάνια με τον αέρα μιας επιτυχημένης ευρωπαϊκής χώρας. Τόσο πρόσφατη, ώστε ακόμη επιβιώνουν τρία πανεπιστημιακά τμήματα, που σκοπό είχαν να προετοιμάσουν τους χειριστές αυτής της φιλόδοξης διείσδυσης. Προφανώς η σημασία των συγκρίσεων αυτών έγκειται στο γεγονός ότι η σχέση Ελλάδας Βαλκανίων είναι ιδιάζουσα. Δεν πρόκειται για απλή γειτονία. Θα προσπαθήσω να αναδείξω το βαθύτερο χαρακτήρα της και να επιχειρηματολογήσω πως την πιο σημαντική τομή της, κατά τη γνώμη μου, αποτελούν οι Βαλκανικοί Πόλεμοι του 1912-13.
Οι περιπέτειες της σχέσης αυτής είναι πολυετείς και μπορούν να διακριθούν σε δύο φάσεις μέχρι τους Βαλκανικούς Πολέμους και σε άλλες δύο μετά. Η πρώτη ταυτίζεται με την περίοδο του ώριμου ελληνικού διαφωτισμού, στα τέλη του 18ου αιώνα, και φτάνει μέχρι τα μέσα του 19ου, αν όχι μέχρι το τελευταίο τρίτο του. Την περίοδο αυτή, καθώς διαμορφώνεται ο ελληνικός ιστορικός χώρος και χρόνος, οι βαλκανικοί λαοί αποτελούν όψεις μιας ευρύχωρης ακόμη ιστορίας, ομόδοξα αδέλφια και ξαδέλφια που συνοικούν στο ίδιο σπιτικό. Η έμπρακτη συμμετοχή Σλαβoφώνων και Αλβανοφώνων στην Ελληνική Επανάσταση ερμηνευόταν ως αποδοχή ενός κοινού πεπρωμένου. Η ελληνική εκπαίδευση, εξάλλου, τους έφερνε όλο και πιο κοντά. Σημασία είχε η πολιτισμική και θρησκευτική διάσταση του Ελληνισμού, η οποία και εκφραζόταν μέσα από την ελληνοφωνία των πεπαιδευμένων Βαλκανίων. Η άποψη αυτή διατηρήθηκε και μετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους, αφού ήταν αποδεκτό πως η παραγωγή πολιτισμού μπορούσε και όφειλε να είναι αλληλένδετη με την πολιτική της χώρας, την εσωτερική και την εξωτερική. Ο εξελληνισμός αναδείχθηκε ως τακτική κυρίως μετά τον Κριμαϊκό Πόλεμο (στα μέσα του 19ου αιώνα) και την υποχώρηση της ρωσικής επιρροής στην Ελλάδα∙ ωστόσο, η γενική εικόνα των Βαλκανίων, είτε από την ελληνική είτε από την ορθόδοξη οπτική, παρέμενε η ίδια. Ήταν ένας χώρος οικείος κατά το παρελθόν και τέτοιος έπρεπε να παραμείνει και στο μέλλον.
Η συγγένεια και η οικειότητα με τους Βαλκάνιους, όποια κι αν ήταν, δεν σήμαινε ισότητα. Ήταν κι αυτό ξεκαθαρισμένο από πολύ νωρίς. Με μέτρο την εκπαίδευση προσδιοριζόταν εκ προοιμίου η περισσότερο ή λιγότερο αλλά πάντοτε υποδεέστερη θέση τους μέσα στα κρατικά όρια του Ελληνισμού, όποια κι αν ήταν αυτά, στο παρόν και στο μέλλον: η «διοίκησις» του Ρήγα, το ελληνικό βασίλειο του Όθωνα, η μελλοντική αυτοκρατορία ή η ομοσπονδία της Ανατολής. Το πολιτικό όραμα για τα Βαλκάνια ήταν πάντοτε προσαρμοσμένο στις ελληνικές ανάγκες, ακόμη κι αν περιόριζε το δικαίωμα της ανεξαρτησίας των άλλων. Καμία παραχώρηση ή συμμαχία δεν ήταν αποδεκτή, αν ριψοκινδύνευε μακροπρόθεσμα την ελληνική πορεία για την Κωνσταντινούπολη ή την ελληνική πολιτιστική πρωτοκαθεδρία.
Κατά τη λήξη της Ανατολικής Κρίσης, το 1878, κατέστη σαφές ότι η προσδοκία της ελληνικής ιστορικής δικαίωσης στη Χερσόνησο του Αίμου δεν ήταν δεδομένη. Στα επόμενα χρόνια η διπλωματική κατάσταση άλλαξε άρδην. Τα παλαιότερα σχήματα περί δυτικόφιλων και φιλορθόδοξων δεν είχαν πλέον επαφή ούτε με την εξωτερική αλλά ούτε με την εσωτερική πολιτική της Ελλάδας· γιατί και η Ελλάδα δεν ήταν πλέον ή ίδια. Ήταν μια χώρα, όπου η βελτιωμένη και επαυξημένη εθνική της ιστορία εμπλεκόταν όλο και δραστικότερα στην πολιτική, μάλιστα στη Μακεδονία. Ούτε όμως τα Βαλκάνια ήταν τα ίδια. Η πρόοδός των νέων κρατών ήταν εντυπωσιακή σε εδαφικές φιλοδοξίες, σε οικονομικό και κοινωνικό δυναμισμό. Η ίδια η σχέση της Ελλάδας με τα βαλκανικά κράτη εξελισσόταν σε κομβικό σημείο του εκσυγχρονισμού και της Μεγάλης Ιδέας. Κατά το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα και την πρώτη δεκαετία του 20ού, τα Βαλκάνια ήταν πανταχού παρόντα στην Ελλάδα, είτε ως πρότυπο είτε ως φόβητρο. Η ροή των πληροφοριών για όλους τους γείτονες ήταν πυκνή και οι δίαυλοι ποικίλοι. Επρόκειτο πλέον για μια ελληνική κοινή γνώμη, που διαμορφωνόταν όλο και περισσότερο από το σχολείο, τις διαδηλώσεις, τις διαλέξεις και τα συλλαλητήρια και, βέβαια, από τον ακμάζοντα Τύπο και τα κάθε είδους έντυπα. Κοινό στοιχείο αυτής της μαζικής κουλτούρας ήταν η υπερβολή, απαραίτητη βέβαια τόσο για τη σύμπηξη όσο και για τη μεταβολή της κοινής γνώμης· εικόνες έντονες, μεταφορικά και κυριολεκτικά.
Με δεδομένη την υπερβολή, αλλά και την κακή πορεία των διπλωματικών σχέσεων, η σχέση με τους βαλκανικούς λαούς δεν θα μπορούσε παρά να είναι αποκλίνουσα. Η ευρύτατη γνώση για τα βαλκανικά θέματα--πόσο μάλλον η ψυχρότητα και η αντιπάθεια-- καθιστούσαν ανεδαφική και ανεφάρμοστη οποιαδήποτε ιδέα συνύπαρξης και συμπόρευσης. Δεν έφτανε πλέον η Ορθοδοξία για την αδελφοποίηση με τους Σλάβους ούτε η θρυλούμενη γλωσσική συγγένεια για την αδελφοποίηση με τους Αλβανούς. Οι κύκλοι των ετεροχθόνων, άλλοτε οπαδοί των φιλορθόδοξων τάσεων, αποτέλεσαν πλέον την αιχμή του δόρατος του ελληνικού αλυτρωτισμού στα Βαλκάνια.
Από τη δεκαετία του 1890 η απόκλιση μετατράπηκε σε διάθεση σύγκρουσης. Ο αντιρουμανισμός εμπεδωνόταν ταχύτατα, ενώ ο αντιβουλγαρισμός ήταν πυρετώδης. Στα τέλη του σχολικού έτους 1890-91 ο Ιωάννης Δαμβέργης, κρητικός λογοτέχνης, δημοσιογράφος και εκδότης, παρευρέθηκε στις εξετάσεις ενός δημοτικού σχολείου των Αθηνών. Ενθουσιάστηκε γιατί «Οι παίδες των Ελλήνων εδιδάσκοντο το μίσος προς τους εχθρούς αυτών». Δεν θρήνησε για το δηλητήριο που σταλαζόταν στις ψυχές τους· ήταν σπόρος «μέλλων ν’ αναδώση ημέραν τινά κλάδους δάφνης!».[2] Στα χρόνια του Μακεδονικού Αγώνα που ακολούθησαν το μίσος και η βία εξαγνίστηκαν. Δεν το επικροτούσε ο Παύλος Μελάς αλλά το έκρινε ως απαραίτητο ο Ίων Δραγούμης. Ήταν έργο της εκπαίδευσης να διαμορφώσει αυτή τη γενιά. Έγραψε μια εφημερίδα, μεσούντος του Μακεδονικού Αγώνα: «Οι Έλληνες διδάσκαλοι ας διαπλάττωσι τας καρδίας των Ελληνοπαίδων υπό το πνεύμα τούτο και υποδεικνύοντες αυτοίς τον εχθρόν προς όν εν προσεχεί μέλλοντι θα παλαίσωσιν, ας διδάξωσιν αυτοίς ότι ο αγών έσται ανηλεής και τρομερός ουαί δε τω ηττηθησομένω […] μίσος φλογερόν, μίσος ακατάσχετον, μίσος σατανικόν ας κατέχη τας ψυχάς και τας καρδίας των Ελληνοπαίδων».[3]
Υπό αυτή την έννοια η συμμαχία του 1912 και ο Α Βαλκανικός Πόλεμος προκάλεσαν μια απρόσμενη –προσωρινή βέβαια—ανατροπή. Οι εχθροί έπρεπε να ντυθούν βιαστικά φίλοι, ώστε η σταυροφορία εναντίον της ημισελήνου να είναι αποτελεσματική. Το εγχείρημα δεν ήταν αδύνατο. Προωθήθηκε κατ’ αρχάς με την προβολή των στιβαρών βασιλέων και των ισχυρών στρατών τους, στρατών απαραίτητων για να καταβληθεί η Οθωμανική Αυτοκρατορία.[4] Επίσης παρουσιάστηκαν συστηματικότερα ορισμένες εθνικά αδιάφορες όψεις των όμορων κοινωνιών. Δόθηκε έμφαση στη νεολαία τους, τις όμορφες κοπέλες αλλά και τα ψυχικά χαρακτηριστικά των βαλκανικών λαών.
Καμία όμως μέθοδος κατευνασμού δεν είχε τόσο εντυπωσιακά αποτελέσματα όσο η επίσκεψη 300 βούλγαρων φοιτητών και μερικών υφηγητών και δημοσιογράφων τον Απρίλιο του 1911 στην Αθήνα. Παρά τις αρχικές επιφυλάξεις, η ατμόσφαιρα που δημιουργήθηκε --ήταν και Πάσχα—υπήρξε αρκούντως φιλική.[5] Σ’ αυτό δεν συντέλεσε τόσο η ομιλία του Πρύτανη Σπυρίδωνα Λάμπρου --χαρακτηρίστηκε ψυχρή και χωρίς ρητορείες—κατά την οποία αναγκάστηκε να αναφωνήσει «Ζήτω η Βουλγαρία». Ήταν οι βουλγάρες φοιτήτριες που έσωσαν την κατάσταση και συνέβαλαν στη σύσφιξη των σχέσεων.[6] Μερικές από αυτές ήταν σουφραζέτες και εντυπωσίασαν με το δυναμισμό τους· άλλες με την ομορφιά τους.[7] Η εντυπωσιακότερη από όλες ήταν η περιπόθητη ζωντοχήρα κυρία Γιόφτσεβα, ούτε τριάντα χρονών, πανέμορφη, σωστή παριζιάνα με γούστο και χάρη, κόρη πολιτευτή, με φεμινιστική δράση, φοιτήτρια της Νομικής.[8] Η ελληνική φιλοξενία περιλάμβανε επίσης την παρακολούθηση του θεατρικού «Ο αγαπητικός της βοσκοπούλας», ξενάγηση στην Ακρόπολη από τον Μακεδόνα καθηγητή Γεώργιο Σωτηριάδη, τρικούβερτο πασχαλινό γλέντι με αρνιά που κέρασε το Πανεπιστήμιο, άφθονο κρασί, πολλά «ουρά» και «ζήτω».[9]
Είναι δύσκολο να πει κανείς αν ο πάγος είχε όντως σπάσει. Γράφτηκαν κι άλλα άρθρα, ειδικά το καλοκαίρι του 1912, πως οι Έλληνες, τάχα, δεν γνώριζαν ουσιαστικά τους βαλκάνιους γείτονές τους κι είχε έρθει η ώρα να τους μάθουν, προ παντός να νοιώσουν την ευλαβή σλαβική ψυχή, που καθιστούσε τους λαούς υπερευαίσθητους, ονειροπόλους και μελαγχολικούς.[10] Τα ίδια συνεχίστηκαν και μετά την κήρυξη του πολέμου.
Για τους Βουλγάρους, βέβαια, τουλάχιστον μέχρι να αρχίσουν οι πολεμικές επιχειρήσεις εναντίον των Τούρκων, δεν έλειπαν τα σχόλια, ως κριτική για τη βενιζελική πολιτική της σύγκλισης και την αποσιώπηση των εγκλημάτων τους στη Μακεδονία.[11] Ήταν επόμενη η αμφισβήτηση αυτού του τεχνητού φιλοβουλγαρισμού, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει πως το 1912 κάποιο άλλο κόμμα είχε να προτείνει εναλλακτική πολιτική. Στην ομιλία του στη Βουλή, στις 5 Οκτωβρίου 1912, ο Λάμπρος Κορομηλάς, υπουργός των Εξωτερικών τότε, είπε πως μια «ηθική δύναμις» συνέδεε τα κράτη του Αίμου σε μια «σταυροφορία της προόδου, του πολιτισμού, της ελευθερίας».[12] Πριν από αυτόν ο Ελευθέριος Βενιζέλος είχε φροντίσει να συνδέσει την προοπτική της Βαλκανικής Ομοσπονδίας με το όραμα μιας σύγχρονης και πολυεπίπεδης κρατικής συνεργασίας. Η σύγκληση και η συνεργασία ήταν παλιά όσο το όραμα του Ρήγα αλλά ταυτόχρονα εκσυγχρονιστική ρήξη με το παρελθόν του παλαιοκομματισμού. Έγραφε η εφημερίδα Μακεδονία –προσέξτε-- το Μάρτιο του 1913: «Φαντάζεσθε τι θα εγίνετο αν διηύθυνε σήμερον την Ελλάδα ο παλαιοκομματισμός, με την αμυαλοσύνην του, με την προγονοπληξίαν του, με τον σωβινισμόν του, την δε Βουλγαρίαν ένα από τα αντιπολιτευόμενα κόμματα […] με τα όνειρα τα πτερυγίζοντα πέριξ μιας μεγίστης Βουλγαρίας; Πριν ή λήξη ο κοινός αγών κατά του κοινού εχθρού θα ήρχιζε ο εμφύλιος αγών μεταξύ των συμμάχων. Όμως οι πρωθυπουργοί Βενιζέλος και Γκέσωφ «εν μέσω της θυέλλης των πατριδοκαπηλούντων, των ρωμαντσολογούντων αντιπολιτευομένων εγιγαντώθησαν εις πολιτικούς άνδρας πρώτης τάξεως. Εκλότσησαν τα όνειρα με τα οποία δεν πρέπει να μορφινίζονται τα έθνη και ήλθαν εις την πραγματικότητα».[13] Η ρομαντική πατριδοκαπηλία ήταν μορφίνη.
Αν όμως κάποιος συμπέραινε αντιστρόφως πως ο αιματηρός Δεύτερος Βαλκανικός Πόλεμος που ακολούθησε, εναντίον των Βουλγάρων, ήταν ο θρίαμβος του παλαιοκομματισμού και η υποχώρηση της πολιτικής του ρεαλισμού, θα έκανε λάθος. Μολονότι η πολιτική του Βενιζέλου επιχειρήθηκε όντως να χαρακτηριστεί ως ενδοτική (ώστε να πιστωθεί ο τελικός θρίαμβος της Συνθήκης του Βουκουρεστίου στον Βασιλιά Κωνσταντίνο) η πραγματικότητα είναι πως και οι δυο πόλεμοι μαζί αποτελούν μια τομή όχι μόνον στις σχέσεις με τα Βαλκάνια αλλά στην ελληνική ιστορία γενικότερα. Δεν αναφέρομαι στην εντυπωσιακή αύξηση της έκτασης και του πληθυσμού της, αλλά σε δύο άλλες παρατηρήσεις.
Η πρώτη –στην οποία θα δώσω ιδιαίτερο βάρος λόγω της επετείου-- είναι πως οι πόλεμοι αυτοί επέτρεψαν σε ολόκληρη την ελληνική κοινωνία να ξεπεράσει τα σύνδρομα που την ταλάνιζαν και να εισέλθει σε μια νέα ιστορική περίοδο. Τι εννοώ: Δεν μπορεί να αγνοείται πως, παρά τη σχετική συντομία τους, οι πολεμικές επιχειρήσεις στην ξηρά και τη θάλασσα δεν ήταν ένας περίπατος, όπως μερικοί αρέσκονται να πιστεύουν. Οπωσδήποτε η εμπλοκή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας σε πολλά και μεγάλα μέτωπα έλυνε σοβαρά προβλήματα στρατηγικής και αναλογίας δυνάμεων. Μπορεί οι απώλειες των επιχειρήσεων να μην ήταν τεράστιες, όπως στους πολέμους που ακολούθησαν. Όμως σκληρός εχθρός των εφέδρων ήταν επίσης η βροχή στο Σαραντάπορο, το χιόνι στο Μπιζάνι, η λάσπη στα Γιαννιτσά, οι ψείρες, η πείνα, ο πυρετός, η νοσταλγία. Αυτή η πλευρά, η ανθρώπινη, είναι ίσως πιο ενδιαφέρουσα από τις επιχειρήσεις. Γιατί, μέσα στην καθημερινότητα αυτή του πρώτου νεοτερικού πολέμου της Ελλάδας σφυρηλατήθηκε το νέο ελληνικό έθνος. Για πρώτη φορά χιλιάδες νέοι άνδρες, αγρότες και αστοί, μορφωμένοι και αμόρφωτοι, Μοραΐτες, νησιώτες, Θεσσαλοί και Ρουμελιώτες βρέθηκαν συντεταγμένοι σε μονάδες, για σχεδόν δώδεκα μήνες, μοιράστηκαν την εμπειρία του πολέμου, μάτωσαν ο ένας για τον άλλο, και, το σπουδαιότερο, για πρώτη φορά νίκησαν.
Πριν από την πρώτη μάχη στο Σαραντάπορο ένας συνταγματάρχης ζήτησε από τους μορφωμένους αθηναίους εφέδρους να μιλήσουν στους αγράμματους συναδέλφους τους με πάθος για την αποφασιστική σημασία της μάχης, για την πολεμική αποστολή τους.[14] Τέτοιο μάθημα δεν χρειάστηκε να ξαναγίνει. Ο εχθρός δεν ήταν πλέον θεωρητικός, δεν ήταν μορφές της ιστορίας. Ήταν απέναντί τους. Τον έβλεπαν στα μάτια, όταν εξορμούσαν «εφ’ όπλου λόγχη». Οι απώλειες δεν ήταν αόριστες «θυσίες του έθνους». Ήταν συνάδελφοι, φίλοι τους. Οι αξιωματικοί δεν ήταν οι δημόσιοι υπάλληλοι που σατίριζαν οι εφημερίδες ως χαραμοφάηδες. Πέθαναν εμπρός τους, με το πιστόλι στο χέρι. Τα τοπωνύμια δεν ήταν σημεία του χάρτη∙ ήταν πεδία μαχών και ταφής αδελφών. Η σημαία δεν ήταν διακοσμητικό εκδηλώσεων. Ήταν το σύμβολο του συντάγματος, της επίθεσης, της νίκης. Η ελληνική εθνική ταυτότητα των ανδρών αυτών ήταν πλέον ουσιαστική, μια πραγματική δέσμευση, για την οποία ήταν έτοιμοι να θυσιαστούν, μέρος μιας κληρονομιάς που τους έκανε δικαιολογημένα υπερήφανους, πολίτες μιας χώρας αναβαθμισμένης, στρατιώτες ενός νικηφόρου στρατεύματος. Ο ρίψασπις, ο άκαπνος ο πασπαλισμένος με την ζάχαρη των γλυκισμάτων θαμώνας των ζαχαροπλαστείων, ο γνωστός πλέον ως «κουραμπιές», παραδόθηκε στην αιώνια χλεύη. Έγραψε ένας πολεμιστής στη γυναίκα του στις 27 Ιουλίου 1913: Είδες πόσον εμεγάλωσεν η Ελλάς αγάπη μου; Είδες ποίους θριάμβους; Τα επερίμενες αυτά; Έκθαμβος όλος ο κόσμος προ των κατορθωμάτων της, τρίβει τους οφθαλμούς προ των θαυμάτων του Ελληνικού Στρατού και ερωτά: «είνε αυτή η μικρά και περιφρονημένη γωνία της Ευρώπης, περί της οποίας ουδέποτε εγίνετο λόγος ή, εάν εγίνετο, εγίνετο δια να την εξευτελίσουν και την υβρίσουν, είνε αυτή η μικρούτσικη Ελλάς η οποία συνέτριψε τα μούτρα δύο φοβερών αντιπάλων […] Πόσον πρέπει να είναι υπερήφανος η γενεά αύτη, η οποία επετέλεσε το θαύμα αυτό υπερβάσα όλα τα κατορθώματα και των αρχαίων προγόνων της και των ηρώων του 21! Η σημερινή γενεά απέκτησε πλέον δικαιωματικά τον τίτλον των ενδοξωτέρων προγόνων. Εγίναμεν ένδοξοι πρόγονοι! Οι μεταγενέστεροι θα ομιλώσι περί ημών «οι πρόγονοί μας του 1912-13».[15]
Δεν ήταν μόνον οι πολεμιστές που βίωναν το συναίσθημα αυτό αλλά και τα μετόπισθεν. Οι επιτυχίες στα πεδία των μαχών μέθυσαν τη κοινή γνώμη. Όλη η ζωή μπήκε στο ρυθμό του πολέμου. Στον Πειραιά με αγωνία περίμεναν τους τραυματίες που έφταναν με τα πλωτά νοσοκομεία. Κύριες κάθε τάξης πλαισίωσαν τις υγειονομικές υπηρεσίες του στρατεύματος. Εθελοντές από όλο τον Ελληνισμό, τις ομογενειακές εστίες, την Κύπρο και την Αίγυπτο, κατέφθαναν στην Αθήνα μαζί με πλήθος υπερατλαντικών μεταναστών. Έρανοι διεξάγονταν παντού. Ο Τύπος, ελληνικός και ομογενειακός, έσφυζε καθημερινά από εθνικό παλμό. Στα φύλλα παρήλαυναν φωτογραφίες των νέων ηρώων αλλά και της νέας Ελλάδας: η Βέροια, το Λιτόχωρο, η Φλώρινα, η Βλαχοκλεισούρα, η Χίος, τα Γιάννενα. Οι λαϊκές λιθογραφίες δόξαζαν τον «βουλγαροφάγο» Έλληνα στρατιώτη. Στα αθηναϊκά θέατρα, όπου οι στρατιωτικές επιθεωρήσεις γνώριζαν ημέρες δόξας, οι στρατιωτικές νίκες πανηγυρίζονταν αμέσως μετά την πρώτη τους αγγελία. Στο φινάλε, με την υπόκρουση εμβατηρίων, ομοιώματα του Βενιζέλου και των βασιλέων στεφανώνονταν από την Ελλάδα. Οι πολιτικοί και ο θρόνος ανέκτησαν επιτέλους το κύρος και τη συμβολική τους σημασία. Η στρατιωτική ζωή ενέπνεε ακόμα και τις λαϊκές κωμωδίες. Το ίδιο συνέβη και με την τέχνη. Ζωγράφοι ζήτησαν άδεια για να επισκεφτούν τα πεδία των μαχών και οι εκθέσεις ζωγραφικής πλημμύριζαν από κόσμο. Οι γλύπτες είδαν τις παραγγελίες για ηρώα να εκτοξεύονται στα ύψη. Ποιητικοί και λογοτεχνικοί διαγωνισμοί προκηρύχθηκαν με θέματα πολεμικά. Νέα τραγούδια και θούρια συντέθηκαν, ακόμη και μοιρολόγια για τους πεσόντες. Οι πεζογράφοι αλλά και οι φωτογράφοι μπήκαν σε ένα νέο κύκλο δημιουργίας. Σε νέα σύμβολα αναδείχθηκαν το τσαρούχι και το φέσι των ευζώνων∙ το θωρακισμένο καταδρομικό «Αβέρωφ» έγινε θρύλος σε κάθε σχολική τάξη, όπως και ο Βότσης με το τορπιλοβόλο του, ο Μουτούσης και ο τρελλο-Καμπέρος με τα αεροπλάνα τους. Για πρώτη φορά ακούστηκε στο μέτωπο της Ηπείρου η ιαχή «Αέρα». Από πολλές απόψεις οι Βαλκανικοί Πόλεμοι ήταν ίσως η αρχή μιας νέας Ελλάδας και σίγουρα το τέλος της παλαιάς. Ένα νέο συναίσθημα συνείχε τους πολίτες του ελληνικού βασιλείου. Πολεμούσαν ως έθνος εναντίον έθνους.
Η δεύτερη παρατήρηση αφορά την ουσία των σχέσεων Ελλάδας Βαλκανίων. Οι πόλεμοι του 1912-13 και ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος ολοκλήρωσαν και παγίωσαν τη στερεοτυπική εικόνα των βαλκανικών λαών (όχι μόνον στην Ελλάδα), ειδικά μετά την ανεξαρτησία της Αλβανίας, που την ενέταξε αυτομάτως και αυτήν στο στρατόπεδο των αντιπαθών κρατών. Εξάλλου οι συμπάθειες και οι αντιπάθειες βασίζονταν πλέον στις πολεμικές εμπειρίες όλου του ανδρικού πληθυσμού κι όχι στις επιφυλλίδες ή στη θρησκεία. Ό,τι ακολούθησε έκτοτε, σε περιόδους ειρήνης και πολέμου, επιβεβαίωσε την εικόνα που είχε σχηματιστεί και εδραίωσε στην Ελλάδα την πεποίθηση πως όντως βρισκόταν στην κορυφή της βαλκανικής πυραμίδας του πολιτισμού. Αναφέρομαι ήδη –εν συντομία-- στις δυο ύστερες φάσεις των ελληνοβαλκανικών σχέσεων που προανήγγειλα: στη μεσοπολεμική κενή ουσιαστικού περιεχομένου προσπάθεια εκτόνωσης και προσέγγισης, στην οποία πρέπει να ενταχθούν εκτός από τις βαλκανικές συνδιασκέψεις και όλες οι σκέψεις για τη δημιουργία ιδρύματος βαλκανικών μελετών και σχετικών εδρών στο νέο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης και στην τέταρτη, τη πολεμική και μεταπολεμική περίοδο (1941-1989), κατά την οποία η σλαβική, η βουλγαρική και αλβανική απειλή συνδέθηκε τέλεια με τον κίνδυνο του Κομμουνισμού. Και στις δύο φάσεις –αν μπορούν να διαχωριστούν—ήταν η Αριστερά αυτή, που για τους δικούς της λόγους και με τους δικούς της στόχους διατήρησε τους διαύλους επικοινωνίας με τα Βαλκάνια ανοιχτούς, αν και όχι χωρίς προβλήματα και διχογνωμίες.
Με την τελευταία αυτή αναφορά θα ήθελα να ξεκινήσω τη συνολική επισκόπηση του θέματός μου. Αν ανατρέξει κανείς την πορεία της σχέσης Ελλάδας και βαλκανικών λαών θα παρατηρήσει πως ανέκαθεν υπήρχαν δύο σχεδόν διακριτές συνιστώσες: Για τη μια συνιστώσα τα Βαλκάνια ήταν χώρος της καθ’ ημάς Ανατολής, χώρος ομόδοξος, ενός ορθόδοξου γένους, που τελούσε υπό την σκέπη της ομόδοξης Ρωσίας. Για το γένος αυτό ο Τούρκος ήταν ένα αναγκαίο κακό και η Ευρώπη ένα χώρος μακρινός και ξένος. Βέβαια, κατά τις αρχές του 19ου αιώνα, η προϊούσα γλωσσική διαφοροποίηση και η κοινή θρησκεία έδιναν τη δυνατότητα να επιχειρηματολογήσει κανείς πως συνυπήρχαν ταυτόχρονα τα σύγχρονα έθνη με το ενιαίο χριστιανικό. Όμως η διάκριση αυτή των εθνών, αν και κατανοητή, δεν ήταν επιθυμητή. Πολλώ δε μάλλον που η ελληνική γλώσσα και οι πάμπολλες παροικίες μέχρι τον Δούναβη δημιουργούσαν την εντύπωση πως και η πολιτική ανασύσταση του γένους θα ήταν κάποτε δυνατή. Στο πλαίσιο αυτό νομιμοποιήθηκε η σύμπραξη με τους Σέρβους, η Φιλική Εταιρεία και η συμμετοχή αλλοφώνων στην Ελληνική Επανάσταση.
Μετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους ο χώρος αυτός, των οπαδών της Ανατολής, που αποτελείτο κυρίως από ετερόχθονες, φιλορθόδοξους οπαδούς του ρωσικού κόμματος πρωταγωνίστησε στις πάσης φύσεως επαφές της Ελλάδας με τα Βαλκάνια. Είχαν εξελιχθεί σ’ ένα είδος διαμεσολαβητών με ευνόητες ευαισθησίες για τις τουρκοκρατούμενες πατρίδες τους. Οι ίδιοι σχεδόν κύκλοι οραματίζονταν μια μελλοντική Ανατολική Ομοσπονδία, αλλά ήταν κάθετα αντίθετοι με τη δημιουργία άλλων εθνικών κρατών και ταγμένοι εχθροί του δυτικόφερτου στα Βαλκάνια εθνικισμού. Όμως, όταν φούντωσε το Μακεδονικό Ζήτημα, ο ίδιος αυτός χώρος άλλαξε στρατόπεδο. Προτεραιότητα πλέον ήταν να γίνουν Θεσσαλία, Ήπειρος και Μακεδονία ελληνικές. Ο χώρος των οπαδών της Ομοσπονδίας, των λεγόμενων Φεντεραλιστών, συρρικνώθηκε, συνδέθηκε με τον χώρο των σοσιαλιστών, που εργάζονταν πλέον για μια δημοκρατική κι όχι για μια βασιλευόμενη ομοσπονδία. Κατέστη εν τέλει χώρος πολιτικά ύποπτος, αφού τα ίδια οράματα υποστηρίζονταν και από τους σοσιαλιστές του βουλγαρομακεδονικού κομιτάτου, του βασικού αντιπάλου μας κατά τον Μακεδονικό Αγώνα. Υπενθυμίζω πως ο χώρος αυτός, των Φεντεραλιστών, υπό την ομπρέλα της Σοβιετικής Ένωσης, εξελίχθηκε στη δεκαετία του 1920 στη Βαλκανική Κομμουνιστική Ομοσπονδία, η οποία είχε καταλυτικό ρόλο στην επαναδιαμόρφωση του Μακεδονικού. Παραφυάδα της ίδιας ομοσπονδιακής ιδεολογίας ήταν η μεταπολεμική Γιουγκοσλαβία, στην οποία, βέβαια, δεν προσχώρησε ποτέ, παρά τα σχέδια του Βελιγραδίου, η Βουλγαρία και η Αλβανία. Είναι ενδιαφέρον, με αυτά τα δεδομένα, πως, μετά την κατάλυση των κομμουνιστικών καθεστώτων, ο φιλορωσισμός και η επανένταξη στα Βαλκάνια όχι μόνον απενοχοποίηθηκαν αλλά, σύντομα και εύκολα, ανέκτησαν τον πολιτικό χώρο που είχαν απολέσει στα τέλη του 19ου αιώνα, και μάλιστα παρά την όξυνση του Μακεδονικού. Ο θρησκευτικός δεσμός υπερτιμήθηκε εκ νέου και αποτέλεσε σημαντικό αντιδυτικό επιχείρημα των σύγχρονων φιλορθοδόξων.
Η δεύτερη ελληνική συνιστώσα ήταν αυτή των Διαφωτιστών, των οπαδών του ευρωπαϊκού πολιτισμού και της Δύσης. Αυτών που εισήγαγαν εκ νέου στην πολιτική διεκδίκηση το όρο «Ελλάς», πίστευαν στις επιχειρηματικές αρετές των Ελλήνων και υποτιμούσαν τους αμόρφωτους γεωργούς και κτηνοτρόφους των Βαλκανίων. Με ακαταμάχητο επιχείρημα την ελληνική αρχαιότητα, κέρδισαν την ανεξαρτησία αλλά ταυτόχρονα υποβάθμισαν και σταδιακά έχασαν το ομόδοξο παρελθόν. Προώθησαν τον εκσυγχρονισμό, αλλά κατηγορήθηκαν, γιατί στέρησαν τη χώρα από τις παραδόσεις της. Προώθησαν τη Μεγάλη Ιδέα και τα κατοπινά εθνικά συμφέροντα προσαρμοσμένα στο μέτρο του ελληνοκεντρικού αστικού εκσυγχρονισμού∙ γεγονός που (για τους αντιπάλους τους) τους καθιστούσε ενδοτικούς και υποταγμένους στην Ευρώπη, την Αμερική, τη Δύση. Χρησιμοποίησαν την υπαρκτή βόρεια απειλή, για να εξοβελίσουν οριστικά ένα παρελθόν που δεν ταίριαζε με το πολιτικό και οικονομικό τους πρότυπο. Η Ελλάδα ανήκε στη Δύση αλλά όχι στα Βαλκάνια, που ταυτίστηκαν με το ανατολίτικο παρελθόν, την οπισθοδρόμηση, την υπανάπτυξη και τους χαμηλούς μισθούς∙ για να γυρίζω εκεί όπου ξεκίνησα.
Κυρίες και κύριοι,
Υποστηρίζω πως η ιδιάζουσα σχέση της Ελλάδας με τα Βαλκάνια έγκειται στο γεγονός ότι ακόμη κι αν το θέλουμε, δεν μπορούμε να δούμε τη γειτονιά αυτή ως μια οντολογική ή επιστημολογική ενότητα εντελώς διακριτή από μας. Ακόμη κι όταν ήταν εχθρική, δεν έπαυε να είναι μια χαμένη πατρίδα ή μια περασμένη ηλικία των Ελλήνων. Η Ελλάδα και η ιστορία της, ο μεταβαλλόμενος πολιτισμός και η πολιτική της, όλες σχεδόν οι όψεις του κράτους μαζί και οι ανησυχίες και οι προσδοκίες των Ελλήνων εμπλέκονται ως παράμετροι σύγκρισης των γειτόνων της. Από κάθε άποψη ήταν και είναι μια άνιση σύγκριση για όλους: Η Ελλάδα είναι καταδικασμένη να υπερέχει μέσα στην παρακμή της και να υστερεί ακόμη κι όταν συγκριτικά ακμάζει. Το αντίστροφο συνέβαινε και συμβαίνει με τις βαλκανικές χώρες. Δεν φθάνουν ποτέ το ελληνικό πρότυπο, ακόμη κι όταν αυτό βρίσκονται στη χειρότερή του ώρα· αλλά κρίνονται εύκολα ως υπέρτερες, αν αυτό το συμπέρασμα ταπεινώνει ή παραδειγματίζει τους Έλληνες. Το βαλκανικό είδωλο της Ελλάδας αλλάζει τόσο εύκολα και γρήγορα όσο και η ίδια.
Αν η άποψη αυτή στέκει, τότε οι Βαλκανικοί Πόλεμοι, οριοθετούν συμβολικά και ουσιαστικά την ενηλικίωση της πατρίδας μας∙ όχι μόνον εξαιτίας της μορφής του μαζικού εθνικού πολέμου, που αναπτύχθηκε προηγουμένως. Η χειραφέτησή της ως μιας αυτόνομης μικρής δύναμης (μετά τη χρεοκοπία και την ήττα του 1897) συνοδεύτηκε από την ψύχραιμη και ρεαλιστική αντιμετώπιση των Βαλκανίων, που ήταν ταυτόχρονα μια αναμέτρηση με τον εαυτό της και με το παρελθόν της. Είδος απογαλακτισμού ή ώριμου συμβιβασμού. Πιστεύω πως δεν μπορούσε και δεν μπορεί να προχωρήσει η Ελλάδα, αν λείπει οποιαδήποτε από τις δύο συνιστώσες της, η δυτική και ανατολική, γιατί ήταν εξαρχής δισυπόστατη και διχασμένη: Ας το δεχτούμε σ’ όποια από αυτές κι αν ανήκουμε. Όλες οι μεγάλες και καλές ιδέες του γένους που τροφοδοτούσαν και τροφοδοτούν ιδεολογικά τους Έλληνες καρποφόρησαν μόνον όποτε τις διαχειρίζονταν ορθολογικά οι οπαδοί του δυτικόστροφου εκσυγχρονισμού. Και αντίστροφα, ο εκσυγχρονισμός δεν έφερνε, δεν φέρνει και φοβούμαι πως δεν θα φέρει αποτελέσματα, αν δεν γίνει μέρος μιας μεγάλης και συλλογικής ιδέας του έθνους, συμβατής με τις παραδεκτές αξίες του, κι όχι ένα κρατικό πρόγραμμα μεταρρύθμισης. Νομίζω ότι είναι προφανές στο ακροατήριο αυτό τι υπαινίσσομαι και που θέλω να καταλήξω.
Βασίλης Κ. Γούναρης
Καθηγητής Φιλοσοφικής Σχολής ΑΠΘ
[1] Έθνος, 31 Μαρτίου 2012.
[2] Εβδομάς, 25 Μαΐου 1891.
[3] Τα Πάτρια, 5 Αυγ. 1906.
[4] Ελλάς, 11Οκτ. 1912, σσ. 8-9.
[5] Ελλάς, 17 Φεβρ. 1911, σ. 2· Ακρόπολις, 8-9 Απρ. 1911.
[6] Σφαίρα, 7 και 13 Απριλίου 1911· Ακρόπολις, 10 Απρ. 1911.
[7] Ακρόπολις, 10 Απρ. 1911.
[8] Ακρόπολις, 13 Απρ. 1911.
[9] Ελλάς, 21 Απρ. 1911, σσ. 6-7.
[10] Ακρόπολις, 9-10 Δεκ. 1910 και 11 Απρ. 1912· Εμπρός, 1 Νοεμβρ. 1912· Ελλάς, 14 Οκτ.1912, σσ. 13-14· Δ. Φ. Στρούμπος, «Βούλγαροι, Σέρβοι, Μαυροβούνιοι», Ο Προμηθεύς, Φιλολογικόν, εγκυκλοπαιδικόν εικονογραφημένον ημερολόγιον του ελληνισμού της Αμερικής (Νέα Υόρκη, 1913), σ. 101· Ν.Π. Ελευθεριάδης «Η Ρουμανία και η χερσόνησος του Αίμου», Παναθήναια, 23 (15 Φεβρ. 1912), 230-2 και του ιδίου «Το Μαυροβούνιο, η Αδριατική και η χερσόνησος του Αίμου», Παναθήναια 24 (31 Μαΐου 1912), 99-102· Ιω. Λαζόπουλος, «Αι δυνάμεις των τεσσάρων συμμάχων Μαυροβούνιο και Σερβία», Ελλάς, 4 Οκτ.1912, σσ. 4-5· Νικόλαος Κόλλας, «Σερβική Παράδοσις», Ημερολόγιον της Ελλάδος (Αθήνα 1910), σ. 128. Αντ. Αθηναίος, «Ελληνίδες, Σερβίδες, Μποεροπούλες, Ρωσσίδες…», Ελλάς, 25 Οκτ.1912, σ. 5.
[11] Βλ. π.χ. Εμπρός, 4 Δεκεμβρίου 1910 και το κεντρικό πρωτοσέλιδο θέμα στην εφ. Ακρόπολις, 12 Ιουλίου 1912.
[12] Εφημερίς των Συζητήσεων της Βουλής, συνεδρίαση 6η, 5 Οκτωβρίου 1912, σ. 28.
[13] Μακεδονία, 6 Μαρτίου 1912.
[14] Εμπρός, 11 Ιαν. 1913.
[15] Λύντια Τρίχα (επιμ.), Ημερολόγια και γράμματα από το μέτωπο. Βαλκανικοί πόλεμοι 1912-1913 (Αθήνα, 1993), σ. 328.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου