Πώς να κάνεις απολογισμούς για το 2012; Αν αρχίσεις να θυμάσαι, να
μετράς, να καταγράφεις, το συνολικό φορτίο θα βγει υπερβολικά βαρύ, τα
άγχη θα ανέβουν στο λαιμό και θα σε πνίξουν, οι ειδήσεις θα κάτσουν στο
λαιμό και θα γυρίσουν τρεις βόλτες το στομάχι.
Τώρα που τελειώνει όμως ο κόσμος (ή έστω θα μπορούσε να τελειώνει) υπάρχει η δικαιολογία για όλα. Για να θυμηθώ ότι με βολεύει ή όπως με βολεύει το ζόρικο έτος 2012.
Πρώτα απ’ όλα το 2012 η κρίση σταμάτησε να είναι συζήτηση μεταξύ οικονομολόγων ή πραγματικότητα που αφορά μια μείωση του βιοτικού επιπέδου ή ένα μεγαλύτερο ζόρι. Τώρα πια, η σκληρότητα παρελαύνει όχι σε σκοτεινές γωνιές και γνώριμα σημεία, αλλά στις κεντρικές λεωφόρους. Δυστυχία και φτώχεια. Αμέτρητοι άστεγοι, υποσιτισμός παιδιών στα σχολεία, δομές ψυχικής υγείας κλειστές και κάποιοι στο δρόμο, συσσίτια, ανεργία σκληρή. Άνθρωποι λυγίζουν οριστικά ή σχεδόν ανεπανόρθωτα. Η αγωνία για την υλική επιβίωση και η βεβαιότητα πολλών πια, ότι δεν, δεν πρόκειται πια. Αναγκαστική μετανάστευση. 250€ το 4ωρο, 500€ το 8ωρο. Κάθε φορά που ανοίγεις τα μάτια σου στον κόσμο σφίγγεται η καρδιά σου.
Το 2012 ήταν η χρονιά, κατά την οποία δεν χρειάστηκε να λαϊκίσουμε ή να καταφύγουμε σε φιλοσοφικές υπερερμηνείες, για να πούμε ότι υπάρχει μια αυταρχική κυβέρνηση. Οι φασίστες μαχαίρωσαν περισσότερο από ποτέ, πιο φανερά από ποτέ, με περισσότερη στήριξη από ποτέ. Η Νέα Δημοκρατία έβγαλε το κοστουμάκι του Ευρωπαίου συντηρητικού κόμματος και συνομίλησε απευθείας με το Θεό, βασάνισε με tazer, υιοθέτησε με χαρά τη συνεισφορά της ΧΑ στο δημόσιο λόγο, συνέχισε να στοιβάζει ανθρώπους σε στρατόπεδα συγκέντρωσης και όπου να ‘ναι θα αλλάξει την υπερβολική λέξη «εμφύλιος» με την πιο ακριβή «συμμοριτοπόλεμο». Η μαύρη δεξιά αποκαλύπτεται σε όλο της το μεγαλείο. Η αστυνομία της χτύπησε ντόπιους, μετανάστες και τουρίστες με τον ίδιο αμείωτο ζήλο. Μπορούμε να μιλάμε, χωρίς να είμαστε υπερβολικοί – κτγμ – για πολιτικές διώξεις και ποινικοποίηση ιδεολογιών.
Απ’ το 2012, θυμάμαι την πορεία της 12ης Φεβρουαρίου. Βγαλμένη νομίζω απευθείας απ’ τον Δεκέμβρη του 2008 κι όχι όπως όλα τα προηγούμενα γεγονότα, από το Σύνταγμα του 2011 ή τον Μάιο του 2010.
Ήταν η χρονιά που η όποια ιδεολογική ή πολιτική μου τοποθέτηση, υποχώρησε για να βρει ξανά τη θέση του στην επιφάνεια το παλιό τυφλό μίσος των εφηβικών χρόνων απέναντι στους μπάτσους. Το 2012 ήταν η χρονιά που οι ίδιοι οι ένστολοι αποφάσισαν ότι προτιμούν να λέγονται μπάτσοι. Το ίδιο τυφλό μίσος με επισκέφθηκε και έκτοτε δεν με άφησε σε διάφορες περιστάσεις. Μίσος που δεν ξέρω αν κοιτάζει κατάματα συγκεκριμένα πρόσωπα ή ένα ολόκληρο πολιτικό ρεύμα που μεγαλώνει στα σάπια σπλάχνα της ελληνικής κοινωνίας. Σημεία τομής, ο βασανισμός του μετανάστη στη Σαλαμίνα, ο Λοβέρδος να επιχειρεί να ξεφτιλίσει τις οροθετικές πόρνες και τα σχόλια για την αυτοκτονία στην πλατεία Συντάγματος. Εδώ, η κουβέντα σταματά.
Αλλά ήταν και η χρονιά που κατάλαβα τι σημαίνει να γυρνάς σπίτι και να σε υποδέχεται μια τρελαμένη ουρά, ένα εκκρεμές χαράς. Ένα αίσθημα ανακούφισης, καθώς κλείνεις την πόρτα και ένας σκύλος πηδάει πάνω σου με όλη τη φόρα του κόσμου.
Τρία καθηλωτικά βιβλία φέτος. Δύο μικρά, ελάχιστα. «Συνοδεία εγχόρδων» του Τζίφα, «η αδερφή μου» του Ζουμπουλάκη. Και πρώτα απ’ όλα το «κάτι θα γίνει, θα δεις» του Οικονόμου. Διηγήματα σκέτη ζωή, να σου τρίψουν όλη τη σκληρότητα και όλη την αγάπη του κόσμου στα μούτρα. Κατά τ’ άλλα η χαρά του να ανακαλύπτεις όλο και περισσότερους κρυφούς αναγνώστες του Βακαλόπουλου και αυτή η περίεργη σκέψη ότι όλοι τους μοιράζονται ένα ωραίο χαμόγελο, ύποπτο, συνωμοτικό, παραλίγο καθησυχαστικό. Παρά τα όσα φρικτά λέγονται στα δελτία ειδήσεων, υπάρχει μια υπόγεια κίνηση, μια βουβή συνεννόηση που κάποια στιγμή θα βγει στην επιφάνεια σαν τραγούδι της Μπέλλου ή παλιό ροκ εν ρολ. Ο κόσμος τότε, θα έχει ήδη σωθεί.
Τόσοι καινούριοι άνθρωποι. Τόση αγωνία να κάνουμε κάτι. Τόσα πράγματα
που γίνονται. Κάτι πρωινά στο δρόμο για τη δουλειά, πιάνω τον εαυτό μου
να σκέφτομαι πόσο θαυμάζω κάποιους ανθρώπους που ξέρω. Και πώς να τους
το πεις, που θα σε πάρουν στο ψιλό;
Κι ύστερα αυτά που δεν ξεπερνιούνται. Ο θάνατος. Τυχαίνει φέτος να είναι η σειρά μου που θα είμαι λίγο πιο έξω απ’ αυτό. Έτσι με λίγο πιο καθαρό μυαλό παρατηρώ τους ανθρώπους που βουλιάζουν στο πένθος. Ανθρώπους σχετικά ξένους, μα όσο τους παρατηρώ, είναι απίθανο πόσο κοντά τους νιώθω πια, πόσο δικούς μου τους βλέπω, πόσο τα φιλιά της χαιρετούρας είναι φιλιά παλιών αγαπημένων, ανθρώπων που συνδέονται με τρόπους άρρητους, γεμάτους πόνο και αληθινή ζωή. Και μέσα στο πένθος τους, βλέπω και αγγίζω και ακούω την αγάπη. Και το πένθος τους τελικά είναι πένθος μου και πόσο ανόητος ήμουν να μην το βλέπω.
Σε άλλη περίπτωση θα επιχειρούσα να τα ζυγίσω, αλλά αφενός βρισκόμαστε στο πάρα πέντε (ή στο και πέντε) του τέλους του κόσμου, αφετέρου, όλη η δυστυχία του κόσμου δεν θα μπορούσε να μαζευτεί και να είναι αρκετή στη μια γωνία του δωματίου μου. Είμαι εγωιστής, παρτάκιας, ανεύθυνος και απαράδεκτος. Η χρονιά που ζω με τη Μ., δεν μπορεί να είναι τίποτα άλλο από μια ωραία χρονιά. Συνεπώς, αν επιζήσω, όπως επιζήσω, κάποτε, κάπου θα αναφερθεί η χρονιά 2012 και ‘γω αδίστακτα, δίχως δεύτερη σκέψη, θα σηκώσω το ποτήρι μου. Καλή καρδιά θα πω και θα χαζογελάω για ώρα.
http://tovytio.wordpress.com/2012/12/21/2012/
Τώρα που τελειώνει όμως ο κόσμος (ή έστω θα μπορούσε να τελειώνει) υπάρχει η δικαιολογία για όλα. Για να θυμηθώ ότι με βολεύει ή όπως με βολεύει το ζόρικο έτος 2012.
Πρώτα απ’ όλα το 2012 η κρίση σταμάτησε να είναι συζήτηση μεταξύ οικονομολόγων ή πραγματικότητα που αφορά μια μείωση του βιοτικού επιπέδου ή ένα μεγαλύτερο ζόρι. Τώρα πια, η σκληρότητα παρελαύνει όχι σε σκοτεινές γωνιές και γνώριμα σημεία, αλλά στις κεντρικές λεωφόρους. Δυστυχία και φτώχεια. Αμέτρητοι άστεγοι, υποσιτισμός παιδιών στα σχολεία, δομές ψυχικής υγείας κλειστές και κάποιοι στο δρόμο, συσσίτια, ανεργία σκληρή. Άνθρωποι λυγίζουν οριστικά ή σχεδόν ανεπανόρθωτα. Η αγωνία για την υλική επιβίωση και η βεβαιότητα πολλών πια, ότι δεν, δεν πρόκειται πια. Αναγκαστική μετανάστευση. 250€ το 4ωρο, 500€ το 8ωρο. Κάθε φορά που ανοίγεις τα μάτια σου στον κόσμο σφίγγεται η καρδιά σου.
Το 2012 ήταν η χρονιά, κατά την οποία δεν χρειάστηκε να λαϊκίσουμε ή να καταφύγουμε σε φιλοσοφικές υπερερμηνείες, για να πούμε ότι υπάρχει μια αυταρχική κυβέρνηση. Οι φασίστες μαχαίρωσαν περισσότερο από ποτέ, πιο φανερά από ποτέ, με περισσότερη στήριξη από ποτέ. Η Νέα Δημοκρατία έβγαλε το κοστουμάκι του Ευρωπαίου συντηρητικού κόμματος και συνομίλησε απευθείας με το Θεό, βασάνισε με tazer, υιοθέτησε με χαρά τη συνεισφορά της ΧΑ στο δημόσιο λόγο, συνέχισε να στοιβάζει ανθρώπους σε στρατόπεδα συγκέντρωσης και όπου να ‘ναι θα αλλάξει την υπερβολική λέξη «εμφύλιος» με την πιο ακριβή «συμμοριτοπόλεμο». Η μαύρη δεξιά αποκαλύπτεται σε όλο της το μεγαλείο. Η αστυνομία της χτύπησε ντόπιους, μετανάστες και τουρίστες με τον ίδιο αμείωτο ζήλο. Μπορούμε να μιλάμε, χωρίς να είμαστε υπερβολικοί – κτγμ – για πολιτικές διώξεις και ποινικοποίηση ιδεολογιών.
Απ’ το 2012, θυμάμαι την πορεία της 12ης Φεβρουαρίου. Βγαλμένη νομίζω απευθείας απ’ τον Δεκέμβρη του 2008 κι όχι όπως όλα τα προηγούμενα γεγονότα, από το Σύνταγμα του 2011 ή τον Μάιο του 2010.
Ήταν η χρονιά που η όποια ιδεολογική ή πολιτική μου τοποθέτηση, υποχώρησε για να βρει ξανά τη θέση του στην επιφάνεια το παλιό τυφλό μίσος των εφηβικών χρόνων απέναντι στους μπάτσους. Το 2012 ήταν η χρονιά που οι ίδιοι οι ένστολοι αποφάσισαν ότι προτιμούν να λέγονται μπάτσοι. Το ίδιο τυφλό μίσος με επισκέφθηκε και έκτοτε δεν με άφησε σε διάφορες περιστάσεις. Μίσος που δεν ξέρω αν κοιτάζει κατάματα συγκεκριμένα πρόσωπα ή ένα ολόκληρο πολιτικό ρεύμα που μεγαλώνει στα σάπια σπλάχνα της ελληνικής κοινωνίας. Σημεία τομής, ο βασανισμός του μετανάστη στη Σαλαμίνα, ο Λοβέρδος να επιχειρεί να ξεφτιλίσει τις οροθετικές πόρνες και τα σχόλια για την αυτοκτονία στην πλατεία Συντάγματος. Εδώ, η κουβέντα σταματά.
Αλλά ήταν και η χρονιά που κατάλαβα τι σημαίνει να γυρνάς σπίτι και να σε υποδέχεται μια τρελαμένη ουρά, ένα εκκρεμές χαράς. Ένα αίσθημα ανακούφισης, καθώς κλείνεις την πόρτα και ένας σκύλος πηδάει πάνω σου με όλη τη φόρα του κόσμου.
Τρία καθηλωτικά βιβλία φέτος. Δύο μικρά, ελάχιστα. «Συνοδεία εγχόρδων» του Τζίφα, «η αδερφή μου» του Ζουμπουλάκη. Και πρώτα απ’ όλα το «κάτι θα γίνει, θα δεις» του Οικονόμου. Διηγήματα σκέτη ζωή, να σου τρίψουν όλη τη σκληρότητα και όλη την αγάπη του κόσμου στα μούτρα. Κατά τ’ άλλα η χαρά του να ανακαλύπτεις όλο και περισσότερους κρυφούς αναγνώστες του Βακαλόπουλου και αυτή η περίεργη σκέψη ότι όλοι τους μοιράζονται ένα ωραίο χαμόγελο, ύποπτο, συνωμοτικό, παραλίγο καθησυχαστικό. Παρά τα όσα φρικτά λέγονται στα δελτία ειδήσεων, υπάρχει μια υπόγεια κίνηση, μια βουβή συνεννόηση που κάποια στιγμή θα βγει στην επιφάνεια σαν τραγούδι της Μπέλλου ή παλιό ροκ εν ρολ. Ο κόσμος τότε, θα έχει ήδη σωθεί.
Η χρονιά που ο ΚΚΜ αφήνει για λίγο τα γυναικεία πόδια και γράφει τα πιο πικρά κείμενα για την σημερινή πραγματικότητα.
Ωραίες στιγμές έζησα, για τις οποίες δεν
είναι εύκολο πάντα να λες ευχαριστώ όπως το θες εκεί που το θες. Σ’
αυτούς που έγραψαν στο Μπαχάρ #3 και στον ύποπτο τύπο που το έστησε.
Στον rs που περάσαμε τόσο ωραία με το «ένα φου» το β’ μισό της σεζόν. Ωραίες στιγμές γενικώς. Η Ο.Λαζαρίδου στο στούντιο του μπαμπλ. Το μπαρ Μακούμπα στην Ηρακλειά. Ο φίλος Αλέξανδρος Χαντζής βραβεύεται στη Δράμα για το εξαιρετικό «τσέλσι – μπαρτσελόνα». Ένας ωραίος γάμος σε νησί. Και πάει λέγοντας.
Κι ύστερα αυτά που δεν ξεπερνιούνται. Ο θάνατος. Τυχαίνει φέτος να είναι η σειρά μου που θα είμαι λίγο πιο έξω απ’ αυτό. Έτσι με λίγο πιο καθαρό μυαλό παρατηρώ τους ανθρώπους που βουλιάζουν στο πένθος. Ανθρώπους σχετικά ξένους, μα όσο τους παρατηρώ, είναι απίθανο πόσο κοντά τους νιώθω πια, πόσο δικούς μου τους βλέπω, πόσο τα φιλιά της χαιρετούρας είναι φιλιά παλιών αγαπημένων, ανθρώπων που συνδέονται με τρόπους άρρητους, γεμάτους πόνο και αληθινή ζωή. Και μέσα στο πένθος τους, βλέπω και αγγίζω και ακούω την αγάπη. Και το πένθος τους τελικά είναι πένθος μου και πόσο ανόητος ήμουν να μην το βλέπω.
Σε άλλη περίπτωση θα επιχειρούσα να τα ζυγίσω, αλλά αφενός βρισκόμαστε στο πάρα πέντε (ή στο και πέντε) του τέλους του κόσμου, αφετέρου, όλη η δυστυχία του κόσμου δεν θα μπορούσε να μαζευτεί και να είναι αρκετή στη μια γωνία του δωματίου μου. Είμαι εγωιστής, παρτάκιας, ανεύθυνος και απαράδεκτος. Η χρονιά που ζω με τη Μ., δεν μπορεί να είναι τίποτα άλλο από μια ωραία χρονιά. Συνεπώς, αν επιζήσω, όπως επιζήσω, κάποτε, κάπου θα αναφερθεί η χρονιά 2012 και ‘γω αδίστακτα, δίχως δεύτερη σκέψη, θα σηκώσω το ποτήρι μου. Καλή καρδιά θα πω και θα χαζογελάω για ώρα.
http://tovytio.wordpress.com/2012/12/21/2012/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου