Ο χρόνος είναι κατά βάση ψυχολογική έννοια και ως τέτοια δεν θα μπορούσε παρά να επαφίεται στο μεγαλύτερό της μέρος στην υποκειμενική κρίση του ανθρώπου και πολύ λιγότερο στην αντικειμενική. Αντιλαμβανόμαστε τον χρόνο μέσα από την καθημερινότητα μας, την αέναη διαδοχή των εποχών, των μηνών, των ημερών και των ωρών, μια ατέρμονος κίνηση που χαρακτηρίζεται από περιοδικότητα και γραμμικότητα οδηγώντας πάντα στην ίδια και αυτή αρχή.
Κατά πόσο, όμως, μπόρεσε ο άνθρωπος να αφουγκραστεί την αντικειμενικότητα που σήμερα παραδεχόμαστε ότι διέπει, ως έναν βαθμό, τον χρόνο, είναι ένα πολύ ενδιαφέρον ερώτημα. Το πιθανότερο, πάντως, είναι ο άνθρωπος να αντιλαμβάνεται τον εαυτό του ως ‘έρμαιο’ του χρόνου, ως μια ύπαρξη που παραμένει στάσιμη, ανίκανη να τον προσπελάσει και να τον δαμάσει. Εκείνος πάντοτε δείχνει να επικρατεί αφού δεν κάνει τίποτα άλλο από το να ‘προλειαίνει’ το έδαφος για μια ανεπιστρεπτί διαδρομή προς τον θάνατο. Και πάνω σε αυτή την διαδρομή επιχείρησε ο άνθρωπος να οριοθετήσει την καθημερινότητα του, τις πράξεις του, τα ιστορικά γεγονότα και τις εκφάνσεις της κοινωνικής του ζωής πάντοτε υπο το πρίσμα και την σκοπιά της μεροληψιάς. Βέβαια, για να μην είμαστε απόλυτοι, δεν είναι λίγες οι φορές που ο άνθρωπος στην προσπάθειά του να κυριαρχήσει επάνω του, τον ένιωσε ως μία σταθερή και παγιωμένη κατάσταση στην οποία ο ίδιος ήταν ο πρωταγωνιστής και ο δημιουργός και εκείνος απλώς ο θεατής των καταστάσεων που εκτυλλίσονταν διαδοχικά μπροστά του. Αναμφίβολα όμως πάντοτε βρίσκεται εκεί, είτε ως παθητικός είτε ως ενεργητικός συνοδοιπόρος, και είναι η ύπαρξη αυτή, κατά γενική παραδοχή, μία αδήριτη ανάγκη.
Όπως φαίνεται από τα παραπάνω η έννοια του χρόνου είναι και πολύσημη (έχει δηλαδή πολλές σημασίες) αλλά και πολυσήμαντη (είναι εξαιρετικά πολύτιμη και αναγκαία για την ζωή μας). Θα ήταν δύσκολο να φανταστούμε την ύπαρξή μας σε έναν κόσμο όπου ο χρόνος θα κατείχε μηδαμινή αξία ή σε έναν κόσμο όπου η σημασία του χρόνου, με όλες τις προεκτάσεις της, θα είχε την ίδια βαρύτητα με άλλες αφηρημένες έννοιες. Και αυτό γιατί ο χρόνος φαίνεται να τα περιέχει όλα, να τα απορροφά όλα και να τα καθορίζει με μία λειτουργία που δεν αντιλαμβανόμαστε. Πρόκειται για ανεπαίσθητες διεργασίες που τείνουμε να τις αγνοούμε εξ’ ολοκλήρου εφόσον ο χρόνος επιλέγεται να ειδωθεί ως μία δευτερεύουσα και συμβατική λειτουργία. Αν όμως κάναμε τον κόπο να αποστασιοποιηθούμε από τα πεπραγμένα της ζωής μας και να κοιτάξουμε πίσω από την γραμμή πάνω στην οποία «στήνεται» το παιχνίδι της ζωής, θα αντικρίζαμε μία άρδην διαφορετική πραγματικότητα: ο χρόνος είναι αυτός που θέτει την αρχή και το τέλος ενώ το ενδιάμεσο από αυτά υπάγεται επίσης στην δική του κυριαρχία. Με λίγα λόγια, είμαστε ουραγοί του χρόνου και πράτουμε τα δέοντα για να αφομοιοθούμε μαζί του και να τον προσαρμόσουμε στην ζωή μας.
Υπό αυτήν την έννοια, αν έλειπε εκείνος θα ζούσαμε σε ένα χαώδες σύμπαν. Αρκεί να σκεφτεί κανείς βασικές λειτουργίες που ίσως να μην είχαν ποτέ συντελεστεί αν δεν υπήρχε ο χρόνος ή και αν ακόμη ο άνθρωπος δεν αντιλαμβανόταν πως αυτός τον συνόδευε τόσο επίμονα σε όλη την πολυσχιδή διαδρομή της εξέλιξής του. Μία από αυτές τις βασικές λειτουργίες, που σήμερα ανάγεται σε ζωτικό πυρήνα της ανθρώπινης ύπαρξης, είναι η γλώσσα. Δοκιμάστε να σκεφτείται μία οποιαδήποτε συντακτική ακολουθία λέξεων που κατασκευάζουν μία πρόταση χωρίς την έννοια του χρόνου να ενυπάρχει σε αυτήν. Αυτό φαίνεται ενέφικτο αν πάρουμε, μάλιστα, για παράδειγμα την πρόταση (ανάμεσα στις απειράριθμες προτάσεις που μπορεί να πλάσει ένας ομιλητής) «Χθες βγήκα έξω» και από την άλλη την πιο απλή φράση «Φυγε!». Παρατηρούμε ότι στην πρώτη χρησιμοποιείται ρητά μία χρονική λέξη (για την ακρίβεια ένα επίρρημα με χρονική σημασία, το χθες, που μας βοηθάει να τοποθετήσουμε το γεγονός σε ένα ορισμένο χρονικό διάστημα, το παρελθόν) ενώ στην δεύτερη απουσιάζει κάποιος δείκτης χρονικός. Κι όμως η ίδια αυτή φράση χρωματίζεται χρονικά γιατί το ρήμα ως γραμματική κατηγορία ενσωματώνει εγγενώς χρονικές σημασίες: λέγοντας «Φυγε!» τοποθετούμε την πράξη σε ένα μελλοντικό γίγνεσθαι αφού έχουμε την απαίτηση κατανοώντας ο συνομιλητής μας την σημασία της φράσης να υπακούσει και να δράσει αντιστοίχως. Με αυτόν τον τρόπο ακόμη και οι πιο παράλογες σημασιολογικά προτάσεις ενέχουν χρονικές αποχρώσεις: «Άχρωμες πράσινες ιδέες κινούνται μανιασμένα». Η πρόταση αυτή, η οποία κατασκευάζεται μέσω του μηχανισμού του ελεύθερου συνειρμού που καλλιεργήθηκε συστηματικά από τους πρώτους σουρεαλιστές ποιητές, είναι εντελώς έξω από τα δικά μας σημασιακά όρια. Δεν έχει λογική αλληλουχία και σημασιολογικό ειρμό όμως αυτό που κάνει δυνατή την ύπαρξή της στο γλωσσικό μας σύστημα είναι η χρονικότητά της· τοποθετεί ένα γεγονός στην γραμμή του χρόνου, που μοιάζει με ένα νοητό συνεχές που εκτείνεται προς τα εμπρός και προς τα πίσω, (συγκεκριμένα στο παρόν) και αυτό είναι αρκετό για να συνεχίσει να υπάρχει. Παρόμοια, όλα τα εκφωνήματα που παραδοσιακά εντάσσονται στην γραμματική κατηγορία της πρότασης, είναι φορείς χρονικής σημασίας. Η γλώσσα, επομένως, αποτελεί το εργαλείο εκδήλωσης της χρονικότητας που μας διέπει τοποθετώντας τα γεγονότα στον άξονα του χρόνου και διασαφηνίζοντας παράλληλα τον τρόπο με τον οποίον θα γίνει η τοποθέτηση.
Ουσιαστικά, η εξέλιξη αυτή τροφοδοτήθηκε από την έντονη ανάγκη του ανθρώπου να ταξινομήσει τα γεγονότα που λάμβαναν χώρα στην καθημερινότητά του, η οποία έμοιαζε να μην έχει αρχή και τέλος. Ήταν σαν ένα συνεχές χωρίς διαστήματα παύσεων, χωρίς εναλλαγές πράξεων, χωρίς συμβολικές ημερομηνίες και γεγονότα. Τι θα μας έκανε, λοιπόν, να αμφισβητήσουμε την υπόθεση πως η ανάγκη του πρώιμου ανθρώπου για να δηλωθεί ο χρόνος λειτούργησε κάποτε ως κινητήριος δύναμη για να αρθρώσει λόγο. Πέρα από τις περιβαλλοντικές συνθήκες που αδιαμφισβήτητα έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στο να εξελιχθούν διανοητικά οι μακρινοί μας πρόγονοι και να γεννήσουν το φαινόμενο της γλώσσας ( φυσικά μέσα από μία αδιάλειπτη διαδικασία συνεχών νοητικών αναπροσαρμογών που δεν κράτησε λίγο) η ανάγκη του να κάνει τομή του χρονικού συνεχούς αρχικά και να μεταφέρει σημαντικές πληροφορίες στον δέκτη (πότε έκανε τι, πότε θα πράξει το τάδε κτλ.) ίσως λειτούργησε ευεργετικά. Σήμερα όχι μόνο τα ρήματα αλλά και πληθώρα άλλων γλωσσικών κατηγοριών έχουν αναφορά στον χρόνο συναινώντας στην κεντρική θέση που αυτός κατέχει στην ζωή μας ( επιρρήματα όπως ολημερίς, συνεχώς, προσωρινά, μόνιμα, ουσιαστικά όπως ώρα, λεπτά, δευτερόλεπτα, μέρες, μήνες, αιώνες, που αποτελούν και υποδιαιρέσεις της ολότητας του χρόνου, επίθετα όπως πασχαλινός, χριστουγεννιάτικος, βδομαδιάτικος). Ακόμη ολόκληρες λειτουργίες που πραγματοποιούνται στο πλαίσιο της γλωσσικής πραγματικότητας προσπαθούν να ενσωματώσουν τις έννοιες του χρόνου: μία τέτοια είναι η μεταφορά που χρησιμοποιείται ευρέως από τους ομιλητές μίας γλώσσας χωρίς οι ίδιοι να έχουν συνείδηση αυτού. Προτάσεις όπως: «Μην ξοδεύεις τον χρόνο σου γι’αυτά», «Ο χρόνος σας τελείωσε», «Θα μου δώσετε λίγο από τον διαθέσιμο χρόνο σας;» είναι ορισμένα αντιπροσωπευτικά παραδείγματα της ανικανότητας του ανθρώπου να βρει πρόσβαση σε αυτόν.
Όπως και να το κάνουμε ο χρόνος είναι μία αφηρημένη έννοια με συμβολική λειτουργία η οποία χρήζει αποσυμβολοποίησης. Και αυτό γιατί η ανάγκη να υπάρχει στην ζωή μας είναι τόσο πηγαία που μας οδηγεί να του προσδώσουμε υλικές ιδιότητες μέσω βοηθητικών μηχανισμών (η γλώσσα και οι λειτουργίες της). Λυγίζουμε μπροστά του και μας πιάνει τρόμος όταν σκεφτόμαστε την δύναμή που έχει να διαυρώνει υποχθόνια την ζωή μας ροκανίζοντας τις μέρες και τις ώρες μας. Σίγουρα δεν μας δίνει δυνατότητα επιστροφής, σίγουρα δεν μας επιτρέπει να ρίξουμε κλεφτές ματιές στο μέλλον ούτε αφήνει περιθώρια να αιθεροβατούμε πιστεύοντας σε «μηχανές του χρόνου» και παρεμφερή τεχνάσματα.
*Η Αναστασία – Μίλα Ποποβίδου είναι φοιτήτρια στο Τμήμα Φιλολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου