Σηκώθηκε άνεμος πάλι και σήμερα.
Και πώς να μαζέψω τα νερά απ' τις φουρτουνιασμένες σκέψεις μου
που εδώ κι εκεί έχουν πλημμυρίσει τη ζωή μου με χίλιες δυο αρμυρισμένες καινοτομίες
που, όσο κι αν τις διψά η ζωή μου,
άλλο τόσο το θαλασσινό νερό τους την κάνει να τις διψά ακόμη πιο πολύ
κι η άλμη τους την "καίει" στις ανοιχτές πληγές της.
Σηκώθηκε άνεμος και ανεκάτωσε τα δέντρα.
Και τα κλαδιά γερμένα, για πρώτη φορά κοίταξαν
άλλα κλαδιά απ' άλλα δέντρα, που έγερναν κι αυτά,
και μια ολόκληρη στρατιά κλαδιών θέλησαν να αποκοπούν απ' τους κορμούς τους
για να 'ρθουν πιο κοντά, να γνωριστούν με το άγνωστο...
Μα η αιωνόβια σοφία των δέντρων έστεκε αμίλητη στη σιωπή της
ακλόνητη, για το καλό τους και για τη συνέχιση της ίδιας της ζωής,
αφήνοντας τα άμαθα και απερίσκεπτα μικρά κλαδιά να υποφέρουν
στάζοντας δακρυσμένα τους χυμούς τους μέσα σε σπαραξικάρδια θροΐσματα
για τη ματαίωση της περιπαθούς επιθυμίας τους
και για την απαθή και ασυγκίνητη γειωμένη σταθερότητα των ήρεμων και γέρικων κορμών.
Σηκώθηκε άνεμος και σκόρπισε αγάπες και αρώματα
μπήκε στα σπίτια και γέμισε χώμα και φύλλα τις φρεσκοστρωμένες ηρεμίες
σκούπισε τους δρόμους απ' την καχεκτική ηλιοκενοφάνεια
πότισε επιθυμίες της βροχής για να ανθίσουν τα βιώματα.
Δεν άφησε τίποτα
ο άνεμος.
Σηκώθηκε,
και σήκωσε ευεργετικά οτιδήποτε- αργά ή γρήγορα- ήταν για να σηκωθεί,
οτιδήποτε δεν ήταν καλά ριζωμένο.
που εδώ κι εκεί έχουν πλημμυρίσει τη ζωή μου με χίλιες δυο αρμυρισμένες καινοτομίες
που, όσο κι αν τις διψά η ζωή μου,
άλλο τόσο το θαλασσινό νερό τους την κάνει να τις διψά ακόμη πιο πολύ
κι η άλμη τους την "καίει" στις ανοιχτές πληγές της.
Σηκώθηκε άνεμος και ανεκάτωσε τα δέντρα.
Και τα κλαδιά γερμένα, για πρώτη φορά κοίταξαν
άλλα κλαδιά απ' άλλα δέντρα, που έγερναν κι αυτά,
και μια ολόκληρη στρατιά κλαδιών θέλησαν να αποκοπούν απ' τους κορμούς τους
για να 'ρθουν πιο κοντά, να γνωριστούν με το άγνωστο...
Μα η αιωνόβια σοφία των δέντρων έστεκε αμίλητη στη σιωπή της
ακλόνητη, για το καλό τους και για τη συνέχιση της ίδιας της ζωής,
αφήνοντας τα άμαθα και απερίσκεπτα μικρά κλαδιά να υποφέρουν
στάζοντας δακρυσμένα τους χυμούς τους μέσα σε σπαραξικάρδια θροΐσματα
για τη ματαίωση της περιπαθούς επιθυμίας τους
και για την απαθή και ασυγκίνητη γειωμένη σταθερότητα των ήρεμων και γέρικων κορμών.
Σηκώθηκε άνεμος και σκόρπισε αγάπες και αρώματα
μπήκε στα σπίτια και γέμισε χώμα και φύλλα τις φρεσκοστρωμένες ηρεμίες
σκούπισε τους δρόμους απ' την καχεκτική ηλιοκενοφάνεια
πότισε επιθυμίες της βροχής για να ανθίσουν τα βιώματα.
Δεν άφησε τίποτα
ο άνεμος.
Σηκώθηκε,
και σήκωσε ευεργετικά οτιδήποτε- αργά ή γρήγορα- ήταν για να σηκωθεί,
οτιδήποτε δεν ήταν καλά ριζωμένο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου