.....του Ραφαήλ Παπαδόπουλου
4. Η ιδεολογική οριοθέτηση της σύγχρονης σοσιαλδημοκρατίας: Το φιλελεύθερο συνταγματικό κράτος πρόνοιας απέναντι στους ολοκληρωτισμούς των δύο άκρων
Όπως έγινε φανερό παραπάνω ,η φιλελεύθερη αντιπροσωπευτική δημοκρατία, έτσι όπως αυτή εκφράστηκε και θεσμοποιήθηκε από το 18ο αιώνα μέχρι σήμερα, στηρίχτηκε σε δύο βασικές αξίες, τις οποίες προσπάθησε να συνδυάσει και εφαρμόσει παράλληλα:1) Την αξία της ατομικής ελευθερίας, η οποία βασίζεται στην υπόθεση ότι τα άτομα είναι όντα με διαφορετικές δεξιότητες, συμφέροντα και στόχους το καθένα, τα οποία έχουν την ικανότητα να επιδιώκουν ορθολογικά το προσωπικό τους συμφέρον, και πρέπει να αφήνονται ελεύθερα να το πράξουν, αν με τον τρόπο αυτό δεν καταπατούν την ελευθερία των υπολοίπων να κάνουν το ίδιο. Η αρχή αυτή δέχεται την σχετική ανισότητα μεταξύ των μελών μιας κοινωνίας, με την έννοια ότι κάθε άνθρωπος, ανάλογα με το πλήθος των ικανοτήτων του (φυσικών ή επίκτητων), μπορεί να αποκτήσει περισσότερα ή λιγότερα αγαθά και εξουσία. 2)Από τα μέσα του 20ου αιώνα προσπάθησε να ενσωματώσει, με τη μορφή του κράτους πρόνοιας, την αξία της θεμελιακής ανθρώπινης ισότητας και συνεργασίας(που έχει σοσιαλιστική προέλευση). Σύμφωνα με την αρχή αυτή, οι άνθρωποι έχουν εκ γενετής τις ίδιες ικανότητες και άρα τα ίδια δικαιώματα στην απόλαυση των συλλογικά παραγόμενων αγαθών. Η ανισότητα δεν είναι φυσική, αλλά προϊόν συγκεκριμένων κοινωνικών συνθηκών, όπως της ατομικής ιδιοκτησίας, του ιδιοτελούς ανταγωνισμού και της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο.
Οι άνθρωποι μπορούν να συνεργαστούν ανιδιοτελώς, χωρίς ανταγωνισμό, για να πετύχουν την ευτυχία και την ευημερία. Σε μια τέτοια ιδανική κοινωνία, ο συλλογικά παραγόμενος πλούτος θα είναι ιδιοκτησία όλης της κοινωνίας και άρα κοινόχρηστος, που θα διανέμεται στον καθένα ανάλογα με τις ανάγκες και τις δυνατότητές του.
Η φιλελεύθερη αντιπροσωπευτική συνταγματική δημοκρατία, ως σύστημα βασιζόμενο τόσο σε φιλελεύθερες όσο και σε σοσιαλιστικές αξίες, απειλείται σήμερα από δύο πολύ σημαντικούς κινδύνους, που αλληλοεπηρεάζονται και αλληλοτροφοδοτούνται. Οι δύο αυτοί κίνδυνοι, τους οποίους ονομάζω «ολοκληρωτισμούς των δύο άκρων» είναι οι εξής: Από τη μία, ο οικονομικός ολοκληρωτισμός, που έχει προκύψει σήμερα από την άκρατη εξιδανίκευση της ατομικής ελευθερίας της επιχειρηματικότητας και της ιδιωτικής πρωτοβουλίας στο οικονομικό πεδίο, χωρίς καμία εξωγενή(κρατική ή άλλη) εξισορροπητική-ρυθμιστική παρέμβαση, και ο οποίος θέτει σε κίνδυνο την
κοινωνική δικαιοσύνη, την αναλογική οικονομική ισότητα, ακόμα και την επιβίωση των οικονομικά αδυνάμων, με τη συνέργεια των πολιτικών θεσμών. Αντίθετα , ο πολιτικός ολοκληρωτισμός έχει προκύψει στο παρελθόν και μπορεί να προκύψει και σήμερα, από την πλήρη κατάργηση και υπέρβαση των ατομικών και πολιτικών ελευθεριών, και κυρίως του δικαιώματος στην ελευθερία της γνώμης, καθώς και την κατάργηση της διάκρισης ιδιωτικής-δημόσιας σφαίρας, με το πρόσχημα συλλογικών πολιτικών και ηθικών αξιών(π.χ ισότητα, κοινωνική δικαιοσύνη), οι οποίες αφού θα έχουν επιτευχθεί, θα έχουν καταστήσει άνευ ουσίας αυτούς τους περιορισμούς.
Ο οικονομικός ολοκληρωτισμός, ο οποίος, όπως είδαμε, εκφράζεται από την πολιτική της Νέας Δεξιάς, στα πλαίσια του απορρυθμισμένου άναρχου καπιταλισμού , αναγορεύοντας σε υπέρτατη αρχή, την «υγιή επιχειρηματικότητα» των ιδιωτών, στα πλαίσια του απολύτως ελεύθερου από κρατικές παρεμβάσεις οικονομικού ανταγωνισμού, στοχεύει στη συνεχή αύξηση του παραγόμενου από τον ιδιωτικό τομέα πλούτου, ο οποίος αφήνεται να διανεμηθεί από το «αόρατο χέρι» της ελεύθερης αγοράς, η «φυσική αρμονία» της οποίας αυτονόητα θα εξασφαλίσει μία δίκαιη διανομή. Κατά συνέπεια, η κοινωνία αναμένεται να λειτουργήσει σαν μία ιδιωτική επιχείρηση, στην οποία η εμμονή σε ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς, η μείωση του εργατικού (μισθολογικού) κόστους στο όνομα της αύξησης των κερδών, της «παραγωγικότητας» και της «ανταγωνιστικότητας» των προϊόντων της, θεωρούνται ύψιστης σημασίας σε σχέση με την οικονομική ισότητα και την επιβίωση των εργαζομένων. Η εφαρμογή της λογικής αυτής στους πολίτες μιας οποιασδήποτε χώρας, που αφήνει τους οικονομικά ασθενέστερους αβοήθητους, χωρίς εργασιακά δικαιώματα και στοιχειώδεις αποδοχές, να επιβιώσουν στη ζούγκλα του αχαλίνωτου, χωρίς όρια και ηθικούς φραγμούς, ανταγωνισμού, οδηγεί σε οικονομική εξαθλίωση, κοινωνική έκρηξη, και, από ένα σημείο και πέρα, η απόγνωση και η οργή των νεόπτωχων για την κρατική αδράνεια, βρίσκει διέξοδο στη βία, η οποία έτσι νομιμοποιείται ηθικά ως μέθοδος πολιτικής δράσης. Τραγικό παράδειγμα, είναι τα όσα γίνονται σήμερα στην Ελλάδα και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, όπου η συναίνεση όλων των αστικών πολιτικών δυνάμεων και θεσμών για την εμμονή στην ίδια εγκληματικά δογματική, ανάλγητη και αδιέξοδη πολιτική, υπό το κράτος του, καταγέλαστου πλέον, ψευτοδιλήμματος «λιτότητα ή χρεοκοπία», τους έχει καταστήσει, δικαίως, υπόλογους στα μάτια της πλειοψηφίας των χειμαζόμενων πολιτών, για το αδιέξοδο και την επικείμενη κοινωνική καταστροφή.
Αυτή ακριβώς η προϊούσα απαξίωση και περιφρόνηση της κοινωνίας για τους αντιπροσωπευτικούς πολιτικούς θεσμούς στο σύνολό τους(κοινοβούλιο, κυβέρνηση, κόμματα κτλ), είναι που προάγει έναν άλλου τύπου ολοκληρωτισμό, εξίσου επικίνδυνο με τον οικονομικό: τον πολιτικό ολοκληρωτισμό. Σε συνθήκες οικονομικής και κοινωνικής κρίσης όπως η σημερινή, όπου διαλυτικά φαινόμενα όπως η ύφεση και η ανεργία, υπονομεύουν την κοινωνική συνοχή, δημιουργώντας απαισιοδοξία και ανασφάλεια για το μέλλον, και όπου το κράτος είτε από επιλογή, είτε από αδυναμία, έχει αποποιηθεί την ευθύνη ρυθμιστικής εξισορροπητικής παρέμβασης, αναπτύσσεται μία «εξωσυστημική» ριζοσπαστική ρητορική, από κόμματα, ομάδες ή και μεμονωμένα άτομα, που σκοπό έχει να εκφράσει (και συχνά να οικειοποιηθεί για ιδιοτελείς σκοπούς), την διογκούμενη κοινωνική δυσαρέσκεια. Η ρητορική αυτή έχει 3 χαρακτηριστικά στοιχεία που την εντάσσουν στην κατηγορία του δυνάμει αυταρχικού λαϊκισμού: α) οι κοινοβουλευτικοί αντιπροσωπευτικοί θεσμοί(κυρίως τα πολιτικά κόμματα), και κατ’ επέκταση η ίδια η φιλελεύθερη δημοκρατία στιγματίζονται συλλήβδην ως διεφθαρμένοι, διχαστικοί και αναποτελεσματικοί, εφόσον προάγουν τον ατέρμονο διάλογο και την έκφραση διαφωνιών, έναντι της απαραίτητης άμεσης και αποτελεσματικής λήψης πολιτικών αποφάσεων και της κρατικής δράσης. β)ο λαός, ως ο αυθεντικός εκφραστής του έθνους, παρουσιάζεται ως θύμα μίας διεθνούς συνωμοσίας για την υποταγή της χώρας στα συμφέροντα των ισχυρών ξένων, οι οποίοι, με τη συνειδητή συνέργεια των ντόπιων υπηρετών τους, δηλαδή των πολιτικών ελίτ που ασκούν την εξουσία, καθιστούν τη χώρα υποχείριό τους και την καταδικάζουν στην υποτέλεια και το μαρασμό. Έτσι, ως εσωτερικός που πρέπει να ανατραπεί, ορίζεται το ξενόδουλο «κατεστημένο» και οι συμβατικοί πολιτικοί θεσμοί που το αναδεικνύουν. γ)Εξυμνείται παράλληλα η αυθεντική και αμεσολάβητη έκφραση της λαϊκής βούλησης και συμφερόντων, μέσω της παράκαμψης ή και κατάργησης των αρμόδιων οργάνων και διαδικασιών της έμμεσης αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, οι οποίοι διαστρεβλώνουν τη λαϊκή βούληση, και της καθιέρωσης αμεσοδημοκρατικών διαδικασιών (πχ λαϊκές συνελεύσεις). Και τα 3 αυτά στοιχεία, και ειδικά το τελευταίο, όταν καταστούν πλειοψηφικά στην κοινωνία και συνεπώς ικανά να διαμορφώσουν συνθήκες ριζικής ανατροπής των πολιτικών συσχετισμών και των μορφών διακυβέρνησης, συνδέονται με τη χαρισματική ηγεσία: δηλαδή με ένα πρόσωπο το οποίο, επειδή θεωρείται πως διαθέτει εξαιρετικές ικανότητες, αναγνωρίζεται ως το μοναδικό που μπορεί να αρθεί πάνω από τις παραδοσιακές αντιπαλότητες και διχασμούς και να οδηγήσει το έθνος ομόψυχα ενωμένο στην ανάπτυξη, την ευημερία και το μεγαλείο, εκφράζοντας, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, τα πραγματικά συμφέροντα του λαού, σε απευθείας επαφή μαζί του.
Μία τέτοια προσωπικότητα όμως, εφόσον αναγνωριστεί και επιβληθεί ως ηγετική στα πλαίσια ριζοσπαστικών πολιτικών κινητοποιήσεων(δηλαδή κινητοποιήσεων μεγάλου αριθμού πολιτών με αίτημα την ριζική αλλαγή των σχέσεων και των μορφών πολιτικής εξουσίας και αντιπροσώπευσης), πράγμα που είναι αναγκαίο αν τα κινήματα αυτά θέλουν να καταλάβουν και να ασκήσουν εξουσία(αφού κάθε κίνημα οργανώνεται , διαμορφώνεται και εμπνέεται από μία ηγεσία), ανοίγει (έστω και δυνητικά) το δρόμο προς τον ολοκληρωτισμό. Αν ο ηγέτης είναι ο αποκλειστικός γνώστης και γνήσιος εκφραστής των συμφερόντων της κοινωνίας, τότε αυτός και μόνο καθορίζει όλες τις όψεις της ζωής των πολιτών, καταργώντας τη διάκριση δημόσιου-ιδιωτικού και υποτάσσοντας απόλυτα το άτομο στην κοινωνία, προκειμένου να οδηγήσει το λαό στο ιδανικό πεπρωμένο του. Συνεπώς, κάθε διαφωνία ή κριτική στις επιλογές του ηγέτη απαγορεύεται και καταπνίγεται με όλα τα μέσα (βία, λογοκρισία, διώξεις κτλ). Ο 20ος αιώνας μας έχει προσφέρει ουκ ολίγα παραδείγματα του τι γίνεται όταν, με την επίκληση ευγενών εξισωτικών ιδανικών (όπως «εθνική αξιοπρέπεια», «δημοκρατία», «κοινωνική δικαιοσύνη», «ανθρώπινη χειραφέτηση» και άλλα πολλά), καταργούνται οι εγγυήσεις ατομικών και πολιτικών δικαιωμάτων, και κυρίως αυτές που αφορούν την κατοχύρωση της αποκλειστικά ιδιωτικής σφαίρας και των απαραβίαστων προσωπικών επιλογών, καθώς επίσης και την αναγνώριση και αποδοχή της διαφοράς, πολιτικής ή άλλης. Τα κυριότερα από αυτά τα παραδείγματα, παρά το γεγονός ότι διαφέρουν σε πολλά επίπεδα, είναι αφενός ο χιτλερικός ναζισμός(οι φυλετικές θεωρίες του οποίου οδήγησαν στα πιο μαζικά και σε πρωτόγνωρο βαθμό βάρβαρα ως προς τις μεθόδους τους εγκλήματα στην ανθρώπινη ιστορία), και αφετέρου ο υπαρκτός σοσιαλισμός της ΕΣΣΔ. Στον τελευταίο, το «μαραμένο» και τελικά «αυτοκαταργούμενο» κράτος, στα πλαίσια μίας αταξικής, συνεργατικής και μη ανταγωνιστικής κοινωνίας, μετατράπηκε, με όχημα την λενινιστική θεωρία περί «κόμματος της πρωτοπορίας»(σύμφωνα με την οποία το προλεταριάτο ήταν πολιτικά ανώριμο και ταξικά μη συνειδητοποιημένο, και άρα ήταν απαραίτητη μία ομάδα οργανωμένων και συνειδητοποιημένων ανθρώπων, προκειμένου να το οδηγήσει στην επανάσταση), σε ένα υπέρ-κράτος, μονοκομματικό, γραφειοκρατικό και πανταχού παρόν, στελεχωμένο από τα ανώτατα κομματικά κλιμάκια, το οποίο ήλεγχε, εκτός από την οικονομία(μέσω του κεντρικού σχεδιασμού), και όλες τις υπόλοιπες όψεις της κοινωνικής ζωής (με την καθιέρωση μίας επίσημης κρατικής ιδεολογίας, η οποία απαιτούσε την απόλυτη αφοσίωση θρησκευτικού τύπου, που εξασφαλιζόταν μέσω κρατικών κατασταλτικών μηχανισμών). Το σοβιετικό αυτό μοντέλο διακυβέρνησης εισήχθη και στερεοποιήθηκε από την βίαιη σταλινική προσωποπαγή δικτατορία, και ακολουθήθηκε, στις γενικές του αρχές, και παρά τις επιμέρους «φιλελεύθερες» τροποποιήσεις, μέχρι την περίοδο του Γκορμπατσόφ, οπότε, η προσπάθεια οικονομικών μεταρρυθμίσεων και εκδημοκρατισμού του συστήματος, οδήγησε στην κατάρρευσή του. Έτσι, η επίκληση εξισωτικών ιδανικών και η επαναστατική ορμή, χωρίς να συνοδεύεται από ένα πλέγμα εγγυήσεων ατομικών και πολιτικών δικαιωμάτων, οδήγησε στη μονιμοποίηση της «δικτατορίας του προλεταριάτου», και στη συνέχεια, στον εκφυλισμό της σε δικτατορία της νομενκλατούρας του κομματικού ηγέτη και των ανώτατων κομματικών στελεχών, στην παγίωση, αντί για την εξάλειψη, των κοινωνικών ανισοτήτων, και στην πολιτική και πνευματική υποδούλωση του ατόμου, αντί για την ουσιαστική του χειραφέτηση. Συνεπώς, η μαρξική κομμουνιστική κοινωνία παρέμεινε θεωρητική κατασκευή και απραγματοποίητο ιδανικό, με μόνη ίσως πρακτική ιστορική εφαρμογή, τις εβραϊκές κομμουνιστικές κοινότητες (κιμπούτς), καθώς και την Παρισινή Κομμούνα.
Διαβάστε εδώ το Μέρος Α΄
Διαβάστε εδώ το Μέρος Β΄
Διαβάστε εδώ το Μέρος Γ΄
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου