Παρασκευή 30 Μαρτίου 2012

Πολιτική και Κοινωνική Δημοκρατία. Μέρος Ε'

....του Ραφαήλ Παπαδόπουλου



5. Η ηθική και πολιτική θεμελίωση της σοσιαλδημοκρατίας, ως εξισωτικής και φιλελεύθερης θεωρίας: Η αρετή της μεσότητας του «Τρίτου Δρόμου»

Στα αμέσως προηγούμενα προσδιορίστηκε η σοσιαλδημοκρατία και το κράτος πρόνοιας με αρνητικό τρόπο. Εκφράστηκαν δηλαδή τα δύο «ακραία» πολιτικά και οικονομικά συστήματα (αφενός ο οικονομικός νεοφιλελευθερισμός και αφετέρου ο πολιτικός ολοκληρωτισμός)  στα οποία αντιτίθεται και από τα οποία τηρεί ίσες αποστάσεις, επιδιώκοντας να πετύχει τη «χρυσή τομή» μεταξύ τους, με το συνδυασμό ορισμένων από τα χαρακτηριστικά τους. Ο θετικός προσδιορισμός της σοσιαλδημοκρατίας, δηλαδή το σε τι συνίσταται και πού αποσκοπεί, καθορίζεται επομένως από τη στάση της απέναντι στην ελευθερία και στο αίτημα για κοινωνικοοικονομική ισότητα και δικαιοσύνη, και από τον τρόπο με τον οποίο συμβιβάζει αυτά τα δύο.

Ως προς το ζήτημα της ελευθερίας και αυτονομίας των ατόμων, αυτό αποτελεί το βασικό πυρήνα της σοσιαλδημοκρατικής σκέψης και πολιτικής πρακτικής. Η καθιέρωση και η σθεναρή υποστήριξη ορισμένων θεμελιωδών ατομικών και πολιτικών δικαιωμάτων, τα οποία καθορίζουν μία ελάχιστη, απαραβίαστη από το κράτος και την κοινωνία, σφαίρα ελεύθερων ατομικών επιλογών, όπως επίσης διασφαλίζουν και τη δυνατότητα συλλογικών μορφών διεκδίκησης αιτημάτων και υπεράσπισης συμφερόντων( σεβασμός στην ανθρώπινη ζωή και περιουσία, ελευθερία της έκφρασης και αποδοχή της πολιτικής κριτικής και διαφωνίας, αντιπροσωπευτικό δημοκρατικό σύστημα διακυβέρνησης,
πολυκομματισμός, ελεύθερος και ανοιχτός εκλογικός ανταγωνισμός), είναι συνεπώς απαραίτητη προϋπόθεση οποιουδήποτε περαιτέρω κοινωνικού ή οικονομικού «εκδημοκρατισμού». Αυτό επιβεβαιώνεται από την κοινή λογική, δεδομένου ότι σε συνθήκες απουσίας των εγγυήσεων των ατομικών και πολιτικών δικαιωμάτων, τα οικονομικά ασθενέστερα κατώτερα κοινωνικά στρώματα (χειρώνακτες εργάτες, χαμηλόμισθοι, χαμηλοσυνταξιούχοι κτλ) δε θα έχουν νόμιμα αναγνωρισμένα μέσα(απεργίες, διαδηλώσεις, ελεύθερα ΜΜΕ, εκλογικές διαδικασίες), για να εκφράσουν τη δυσαρέσκειά τους και να διεκδικήσουν τη βελτίωση της θέσης τους.

Υπάρχουν ορισμένοι αυτοαποκαλούμενοι «δημοκράτες», οι οποίοι, στο όνομα της «ισότητας» και της «λαϊκής κυριαρχίας» , εντός και εκτός Ελλάδος, προτείνουν απερίσκεπτα και ελαφρά τη καρδία τη βίαιη κατάλυση των αντιπροσωπευτικών πολιτικών θεσμών(κοινοβούλιο, Σύνταγμα, κόμματα κτλ), από την (δικαιολογημένα) εξοργισμένη μάζα των πολιτών που συμπιέζονται οικονομικά, ωθούμενοι πολλές φορές στην εξαθλίωση, αντιμέτωποι με την κρατική αδυναμία ή αδιαφορία. Αυτοί οι
 «δημοκράτες», που ενίοτε φτάνουν στο σημείο να μιλήσουν ακόμα και για θανάτωση πολιτικών προς παραδειγματισμό(!), ας έχουν υπ όψη τους τα εξής:

1) Η βία, ως μέθοδος πολιτικής δράσης, είναι δικαιολογημένη ως ύστατη λύση μόνο σε απολυταρχικά ή δικτατορικά καθεστώτα, όπου οι καταπιεζόμενοι δεν έχουν διαθέσιμα μη βίαια μέσα αντίδρασης, κάτι που δεν ισχύει σε μια φιλελεύθερη αντιπροσωπευτική δημοκρατία, της οποίας οι θεσμοί και οι διαδικασίες προσφέρουν αρκετά μέσα μη βίαιης έκφρασης των αιτημάτων των πολιτών.
2) Η βία, από τη στιγμή που θα νομιμοποιηθεί στα μάτια των πολιτών, και μάλιστα πολιτών εξοργισμένων από το πολιτικό σύστημα, χωρίς να υπάρχει πλαίσιο που καθορίζει τις επιτρεπτές μορφές πολιτικής δράσης, είναι βέβαιο ότι θα γενικευτεί και θα στραφεί κατά δικαίων και αδίκων, αφού είναι τυφλή, χωρίς όρια και ορθολογισμό , δημιουργώντας συνθήκες ανασφάλειας και τρομοκρατίας για τους ανυπεράσπιστους και αθώους ανθρώπους (βλ. το παράδειγμα των Ιακωβίνων στη Γαλλική Επανάσταση, που αναφέρθηκε παραπάνω).
3) Η κατάλυση των συμβατικών πολιτικών θεσμών και συνεπώς της πολιτικής δημοκρατίας, στο όνομα ενός ανώτερου ιδανικού, όχι μόνο δεν θα αμβλύνει τις οικονομικές ανισότητες, αλλά, όπως εξήγησα προηγουμένως και όπως δείχνει και το παράδειγμα της ΕΣΣΔ, θα τις γιγαντώσει, μέσω της απαγόρευσης της κριτικής και οποιασδήποτε διεκδίκησης από τη νέα τάξη πραγμάτων(δηλαδή το νέο καθεστώς).

Η στάση της σοσιαλδημοκρατίας απέναντι στο εξίσου σημαντικό ζήτημα της ισότητας(οικονομικής και κοινωνικής), συνδέεται άμεσα με τη στάση της απέναντι στην ελευθερία(ατομική και συλλογική) και τα συνακόλουθα δικαιώματα. Γιατί, η υπεράσπιση και η στερέωση της πολιτικής δημοκρατίας και των θεσμών που την ενσαρκώνουν(η οποία είναι, όπως είδαμε, πρώτιστος και κρίσιμος στόχος του σοσιαλδημοκρατικού ρεύματος σκέψης), έχει να κάνει με το βαθμό εμπιστοσύνης και υποστήριξης που απολαμβάνουν οι θεσμοί αυτοί στην κοινωνία, η οποία τους εξουσιοδοτεί να την αντιπροσωπεύουν και να επιλύουν τα προβλήματα που προκύπτουν. Συνεπώς, για να αντιμετωπιστεί η κρίση εμπιστοσύνης απέναντι στους κλασσικούς αντιπροσωπευτικούς θεσμούς, θα πρέπει η πολιτική εξουσία να αποδείξει ότι είναι ικανή να επιλύσει τις κοινωνικές και οικονομικές συγκρούσεις με αποτελεσματικό και δίκαιο τρόπο.

Για να επιτευχθεί ο παραπάνω στόχος, η σοσιαλδημοκρατία στηρίζεται σε δύο βασικούς πυλώνες: α)Την αποδοχή, την προστασία και, πολλές φορές την ενθάρρυνση του ελεύθερου οικονομικού ανταγωνισμού, της ιδιωτικής πρωτοβουλίας και της υγιούς επιχειρηματικότητας, στο βαθμό που αυτή παράγει πλούτο και καθιστά τα παραγόμενα αγαθά διαθέσιμα στο καταναλωτικό κοινό, σε λογικές τιμές, μέσω του νόμου της προσφοράς και της ζήτησης. Βεβαίως, η αποδοχή αυτών των βασικών αρχών του καπιταλισμού καθιστά θεμιτή και την επιδίωξη ενός ορισμένου ποσοστού κέρδους από τους ανεξάρτητους επιχειρηματίες, το οποίο προκύπτει από αυτές τις ελεύθερες συναλλαγές μεταξύ παραγωγών και καταναλωτών. β)Παράλληλα ωστόσο, είναι φανερό ότι ένα σύστημα ελεύθερων συναλλαγών και ιδιωτικών επιχειρήσεων με στόχο την μεγιστοποίηση της κερδοφορίας, δεν εξασφαλίζει από μόνο του την αύξηση του παραγόμενου πλούτου ούτε, πολύ περισσότερο, την δίκαιη κατανομή του με τρόπο ώστε να εξασφαλίζεται η κοινωνική ειρήνη και ευημερία. Οι σχέσεις και η ισορροπία μεταξύ των κοινωνικών τάξεων με διαφορετικά οικονομικά ή άλλα συμφέροντα είναι μεταβαλλόμενες και επηρεάζονται από πολλές άλλες παραμέτρους, πέρα από την ατομική ορθολογική επιδίωξη του κέρδους, όπως για παράδειγμα οικονομικές κρίσεις, πολέμους, φυσικές καταστροφές, διασπάσεις ή ενοποιήσεις κρατών κτλ. Τα κοινωνικά προβλήματα και οι έκτακτες καταστάσεις που προκαλούν αυτοί οι αστάθμητοι παράγοντες (φτώχεια, ανεργία, επισιτιστικές και στεγαστικές κρίσεις, εθνοτικές συγκρούσεις και άλλα πολλά) απαιτούν άμεση και συνεχή μέριμνα για την έγκαιρη αντιμετώπισή τους. Και ο μόνος θεσμός που διαθέτει όλα τα απαιτούμενα μέσα και την κοινωνική νομιμοποίηση να επιτελέσει αυτό το σταθεροποιητικό έργο είναι το κράτος. Για να μπορέσει οποιοδήποτε οικονομικό σύστημα να είναι βιώσιμο και σταθερό θα πρέπει να μπορεί να συντηρεί και να εξασφαλίζει αξιοπρεπείς συνθήκες διαβίωσης και προοπτική κοινωνικής ανόδου σε αυτούς που παράγουν προϊόντα και υπηρεσίες, τόσο στον ιδιωτικό όσο και στο δημόσιο τομέα, ώστε το εργατικό αυτό δυναμικό να είναι περισσότερο καινοτόμο και παραγωγικό, χωρίς να αντιμετωπίζει καθημερινά το άγχος της επιβίωσης. Στα πλαίσια αυτά, υπάρχουν, πέρα από τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα, ορισμένα κοινωνικά δικαιώματα(τα οποία καθιερώθηκαν και πολλαπλασιάστηκαν μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο), τα οποία, όπως είπαμε προηγουμένως, θεωρούνται ευρέως απολύτως απαραίτητα για τον καθένα προκειμένου να ζει αξιοπρεπώς, να έχει προοπτικές κοινωνικής ανόδου και να μπορεί να συμμετέχει ενεργά στην παραγωγική διαδικασία(τα λεγόμενα «κοινωνικά» ή «δημόσια» αγαθά). Τα σημαντικότερα από αυτά είναι η υγεία, η παιδεία και η εργασία, και ο σχετικός «κατάλογος» μεγαλώνει όλο και πιο πολύ καθώς οι κοινωνικές ανάγκες και απαιτήσεις αυξάνονται σε έναν κόσμο πολύπλοκο, παγκοσμιοποιημένο και τεχνολογικά αναπτυσσόμενο. Τέτοια αγαθά, λόγω ακριβώς της πρωταρχικής τους σημασίας για την κοινωνική συνοχή και την ευημερία, δεν μπορεί να αφήνονται στην ιδιωτική αγορά και να αποτελούν αντικείμενο συναλλαγής και διαπραγμάτευσης με στόχο το κέρδος, αλλά θα πρέπει να παρέχονται δωρεάν από το κράτος σε όλους ανεξαιρέτως τους πολίτες, με ειδικές διευκολύνσεις για όσους είναι ιδιαίτερα ευάλωτοι(οικονομικά και κοινωνικά), για διαφόρους λόγους(φυσική κατάσταση, οικονομική ή άλλη συγκυρία, ηλικία κτλ).

Το σύνολο των οικονομικών πόρων, των θεσμών και των υπηρεσιών που διαθέτει το κράτος προκειμένου να επιτελέσει επιτυχώς την λειτουργία αυτή(δηλαδή την παροχή στους πολίτες κάποιων κορυφαίων κοινωνικών αγαθών, με ευνοϊκότερες ρυθμίσεις για τις ευπαθείς ομάδες όπως ηλικιωμένοι, άνεργοι, άτομα με ειδικές ανάγκες κτλ) ονομάζεται «κοινωνικό κράτος». Το κοινωνικό κράτος είναι η προμετωπίδα και η εξισωτική όψη της σοσιαλδημοκρατίας και περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, τη δημόσια υγεία, τη δημόσια δωρεάν εκπαίδευση όλων των βαθμίδων, τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας, δεσμευτικά για τους εργοδότες κατώτατα όρια μισθών και συντάξεων, αποζημιώσεις απόλυσης, ανώτατα όρια επιτρεπτών απολύσεων στις επιχειρήσεις, αποζημιώσεις απόλυσης, επιδόματα ανεργίας και αναπηρίας, δωρεάν στέγαση και σίτιση παιδιών και ανήμπορων
ηλικιωμένων ή ατόμων με διανοητικά προβλήματα, φοροαπαλλαγές και ειδική φορολόγηση για υπερχρεωμένους δανειολήπτες, για δάνεια πρώτης κατοικίας και για απομακρυσμένες ή παραμεθόριες περιοχές(π.χ νησιά). Ο παρεμβατικός ρόλος του κράτους δεν πρέπει όμως να εξαντλείται στις παραπάνω ζωτικής σημασίας λειτουργίες. Το κράτος οφείλει επίσης να χρηματοδοτεί, να προωθεί και να ενθαρρύνει την ανάπτυξη νέων τεχνολογιών την έρευνα και την καινοτομία, είτε μέσω κρατικών(π.χ πανεπιστήμια), είτε μέσω ιδιωτικών θεσμών(π.χ επιχειρήσεις, σωματεία κτλ). Επιπλέον, είναι αναγκαίο το κράτος να φορολογεί τους πολίτες αναλογικά, σύμφωνα με το μέγεθος της περιουσίας και το εισόδημα του καθένα, ώστε να υπάρχει δικαιοσύνη, εμπιστοσύνη στο κράτος, και καμία κοινωνική ομάδα να μην φορολογείται υπερβολικά(όπως οι μικροαστοί και μικρομεσαίοι επιχειρηματίες, μισθωτοί και συνταξιούχοι στην Ελλάδα) ή ελάχιστα(όπως οι αγρότες και πάλι στη χώρα μας). Τέλος, σε περιόδους οικονομικής ύφεσης, το κράτος πρέπει να παρεμβαίνει για να ενισχύσει την απασχόληση και τη ζήτηση προϊόντων ώστε να αυξηθεί η κατανάλωση και μαζί μ’ αυτήν η ανάπτυξη και τα δημόσια φορολογικά έσοδα.

Όλα αυτά, εκτός από τις δομές κοινωνικού κράτους που προαναφέρθηκαν, προϋποθέτουν τα εξής: επεκτατική δημοσιονομική πολιτική(αυξήσεις μισθών, κίνητρα για προσλήψεις στον ιδιωτικό τομέα κτλ) και συνεπώς οικονομική ευρωστία, καλά οργανωμένο και αποτελεσματικό σύστημα φοροεισπρακτικών μηχανισμών κι ελέγχου των κοινωνικών δαπανών, ώστε να διασφαλίζεται ότι οι παροχές κατευθύνονται σε πολίτες που έχουν πραγματικά ανάγκη(με τη χρήση νέων τεχνολογιών, και ιδιαίτερα του διαδικτύου), αύξηση των δημοσίων δαπανών σε τομείς όπως η έρευνα, η εκπαίδευση(κυρίως μέσω υποτροφιών και σχολείων δεύτερης ευκαιρίας) η τέχνη και ο πολιτισμός. Τελευταία, αλλά όχι λιγότερο σημαντική προϋπόθεση, είναι η ύπαρξη, σε όλους τους τομείς, ενός σταθερού και σαφούς πλαισίου νόμων(από τη χρηματοδότηση των κομμάτων, που θα πρέπει να προέρχεται αποκλειστικά από τις εισφορές των μελών τους, μέχρι την υποχρεωτική τοποθέτηση φίλτρων στα εργοστάσια για την προστασία του περιβάλλοντος και την προσβασιμότητα των δημοσίων κτιρίων, σε πόλεις και στην επαρχία, καθώς επίσης και των μέσων μαζικής μεταφοράς, στα ΑΜΕΑ), και η θέσπιση αυστηρών κυρώσεων για τους δημόσιους λειτουργούς που παραβαίνουν τους κανονισμούς. Αυτές θα κυμαίνονται, ανάλογα με την παράβαση, από επιβολή προστίμων, μέχρι δήμευση περιουσιακών στοιχείων, στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων και ισόβια κάθειρξη).

Το μοντέλο του κοινωνικού κράτους(σοσιαλισμός της αγοράς), με βάση την οικονομική θεωρία του Κέυνς, κυριάρχησε σε όλη τη δυτική Ευρώπη και τις ΗΠΑ μεταπολεμικά μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1970(οπότε αντικαταστάθηκε σταδιακά από το μοντέλο τoυ laissez-faire, δηλαδή της αυτορρυθμιζόμενης ελεύθερης αγοράς), και επέφερε εντυπωσιακά αποτελέσματα, με πρωτοφανή έκρηξη της κατανάλωσης, της οικονομικής δραστηριότητας, των ρυθμών ανάπτυξης, και συνολικά της ευημερίας, με παράλληλη άνοδο του βιοτικού και μορφωτικού επιπέδου των κοινωνιών. Τα επιτεύγματα αυτά του κευνσιανού μοντέλου υπονομεύτηκαν και θεωρήθηκαν παράγοντες «σπατάλης» και «αεργίας», όταν το μοντέλο αυτό αντικαταστάθηκε από τη νεοφιλελεύθερη ορθοδοξία, η οποία δαιμονοποίησε την κρατική παρέμβαση και όλες τις κοινωνικές παροχές και τους ελέγχους που προέρχονταν από το δημόσιο, επειδή δήθεν διατάραζαν την «υγιή» και «αρμονική» λειτουργία του ιδιωτικού τομέα και των αγορών. Η αποτυχία και τα αποτελέσματα της οικονομικής αυτής φιλοσοφίας είναι πλέον αδιαμφισβήτητα: Αυτονόμηση του τραπεζικού και χρηματοπιστωτικού τομέα από την πραγματική οικονομία χωρίς κανένα έλεγχο, πλασματική ευημερία βασιζόμενη σε επισφαλή και εύκολο δανεισμό, ανάληψη των τραπεζικών χρεών από τα κράτη, λιτότητα, περικοπή κοινωνικών δαπανών, ανεργία, ύφεση, ανασφάλεια και κοινωνικές αναταραχές. Ωστόσο, οι ίδιοι άνθρωποι που πρέσβευαν την τελευταία 20ετία τον οικονομικό νεοφιλελευθερισμό σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, και είναι οι κύριοι υπεύθυνοι για την κρίση που προκάλεσε η κατάρρευσή του καλούνται να την αντιμετωπίσουν, δέσμιοι των ιδεολογικών τους αδιεξόδων και των στενών οικονομικών και πολιτικών τους συμφερόντων. Ταυτοχρόνως, όσοι τόλμησαν να επισημάνουν την αναγκαιότητα κρατικής παρέμβασης και διατήρησης του κοινωνικού κράτους υπό δημόσιο έλεγχο, ώστε η οικονομία να είναι, ελεύθερη μεν, αλλά λειτουργική και μακροπρόθεσμα βιώσιμη, στιγματίζονταν συλλήβδην ως απολογητές της ΕΣΣΔ και του «κρατισμού», σε αντιδιαστολή με την «φιλελεύθερη» Δύση και τον αμιγή καπιταλισμό. Το φάντασμα όμως του «κρατισμού» και του «κομμουνιστικού κινδύνου» που διακινεί συστηματικά η νεοφιλελεύθερη οικονομική και πολιτική ελίτ της ΕΕ, προκειμένου να αποκρύψει την αποτυχία και τα αδιέξοδά της, δεν είναι πλέον πειστικό, ενώ η επιχειρούμενη νεκρανάσταση του νεοφιλελευθερισμού σε όλη την Ευρώπη, μέσω της επιβολής προγραμμάτων λιτότητας και ιδιωτικοποιήσεων, με πρόσχημα την «χρεοκοπία» και την «ανταγωνιστικότητα», απειλεί να τινάξει στον αέρα ολόκληρο το εγχείρημα της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Η μόνη περίπτωση μακροπρόθεσμης επιβίωσης της ΟΝΕ αλλά και της ίδιας της ΕΕ, είναι η επιστροφή στο κευνσιανό παράδειγμα, μέσω της ενεργοποίησης της ΕΚΤ ώστε να χρηματοδοτηθεί η ανάπτυξη και η τόνωση της ζήτησης στις χώρες της Νότιας Ευρώπης. Αυτό όμως απαιτεί ένα μεγάλο άλμα προς μία πραγματικά υπερεθνική πολιτική ένωση, ένα «ευρωπαϊκό κράτος», που θα εξαλείψει σταδιακά τις οικονομικές και πολιτικές ανισορροπίες μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών με την εκχώρηση σημαντικού τμήματος «εθνικής κυριαρχίας» από όλα τα κράτη –μέλη, στο πρότυπο των ΗΠΑ. Όμως, η σημερινή ευρωπαϊκή ηγεσία είναι καταφανώς απρόθυμη και ανίκανη για μία πρωτοβουλία τέτοιου βεληνεκούς, και το μέλλον της ευρωπαϊκής ενοποίησης διαγράφεται δυσοίωνο.


Διαβάστε εδώ το Α΄ μέρος
Διαβάστε εδώ το Β΄ μέρος
Διαβάστε εδώ το Γ'  μέρος
Διαβάστε εδώ το Δ'  μέρος
Διαβάστε εδώ το Ε'  μέρος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου