Παρασκευή 7 Ιουνίου 2013

Σώπα, μη μιλάς!

...της Φρόσως Τερζόγλου




Είναι κάποιες στιγμές που λειτουργούν ως χαστούκι για το μυαλό, μικρές αφορμές που σε κάνουν να ξυπνάς από το λήθαργο της καθημερινότητας, σε ταρακουνάνε. Έτσι ένιωσα κι εγώ όταν, εκείνο το μεσημέρι, κάπου ανάμεσα σε φωτογραφίες και πολιτικές εξελίξεις, το μάτι μου έπεσε στο μέχρι τότε άγνωστο σε μένα ποίημα του Αζίζ Νεσίν με τίτλο: «Σώπα, μη μιλάς».


Για έναν άνθρωπο πεισματάρη που δεν του αρέσει να του λένε τι να κάνει (εγώ είμαι αυτή!) ο τίτλος του ποιήματος έμοιαζε τόσο δελεαστικός οπότε κατευθείαν προχώρησα στην ανάγνωση. Αυτό ήταν. Μετά τους πρώτους δύο στίχους άρχισε να μουδιάζει κάθε σημείο του κορμιού μου και το μυαλό μου έγινε ένα με το ποίημα. Ένα ποίημα σύντομο αλλά και ταυτόχρονα καθηλωτικό με ένα τόσο επίκαιρο περιεχόμενο.

Εν ολίγοις ο Νεσίν κάνοντας μια αναδρομή στα χρόνια από την παιδική ηλικία μέχρι και την ωρίμανση αναφέρεται στη συνεχή προσπάθεια να παραμένουν «κλειστά τα στόματα». Και σ’ αυτό συμβάλει, ξεκινώντας από το δάσκαλο και το γονιό, η κοινωνία ολόκληρη και στο τέλος και ο ίδιος μας ο εαυτός. Όλοι προχωράμε με τις μάσκες μας και όλα μας θέλουν ίδιους, κοινούς. Και αν συμβεί το μοιραίο και κάποιος μιλήσει, αν κάποιος πετάξει τη μάσκα και πει αυτό που νιώθει, τότε μετατρέπεται ξαφνικά σε ξένος, σε εχθρός και τότε αλίμονο του.

Διάβασα το ποίημα με κομμένη την ανάσα. Σήκωσα τα μάτια μου και κοιτάχτηκα στον καθρέφτη απέναντι. Ένιωθα την καρδιά μου να χτυπάει γρήγορα και μέσα από τα υγρά μου μάτια μπορούσα να δω στη ψυχή μου: Ένιωθα ντροπή και θυμό. Ντροπή γιατί η σιωπή μου αυτή συχνά ταυτιζόταν με τη δειλία. Και θυμό γιατί παρ’ όλες τις απόψεις μου ήμουν κι εγώ μέρος αυτού του «σιωπηλού» κόσμου του ποιήματος.. Είναι το συναίσθημα εκείνο που σε πιάνει όταν τελικά δεν κάνεις αυτό που θές ή δεν το λές. Και μετά σε τρώνε οι σκέψεις και οι τύψεις. Όμως με πλημμύριζε και μια ασυγκράτητη οργή για μια κοινωνία που σε ωθεί στο «σώπα».

Όχι ότι με απαλλάσσω από κατηγορίες. Θυμήθηκα τη φορά εκείνη που είδα στα στενά γονείς να χτυπάνε τα ξυπόλητα παιδιά τους και δεν φώναξα βοήθεια. Ή τότε που μια σνόμπ κυρία μίλησε τόσο απαξιωτικά σ’ εκείνη την πωλήτρια κι όμως δεν πήρα το μέρος της, σώπασα. Και πόσα ακόμη.. Δεν άντεξα, ξάπλωσα κι έκλεισα τα μάτια.

Στην αρχή όλα μου φαίνονταν μαύρα. Αφού όμως ταξίδεψα στο παρελθόν ηρέμησα. Τελικά δεν ήταν λίγες οι φορές που μίλησα, που δεν φοβήθηκα να υπερασπιστώ εμένα ή άλλους, που ξεπέρασα την ντροπή και τα λόγια ξεπηδούσαν σαν χείμαρρος. Τελικά μάλλον η σιωπή είναι εξαίρεση στην περίπτωση μου, σκέφτηκα. Ή μήπως όχι; Γιατί δεν πρέπει να υπολογίζουμε μόνο τις στιγμές που κάτι μας χτυπάει την πόρτα άμεσα αλλά κι έμεσσα. Τι προσφέρω εγώ στον τόπο μου ως νέα; Γιατί συχνά δεν φτάνουν μόνο οι σκέψεις και τα λόγια δεν πρέπει να είναι του αέρα. Συνήθως είναι απαραίτητο να ταυτίζονται με πράξεις.

Εν τέλει χαλάρωσα κι ένιωσα μια απίστευτη ανακούφιση και χαρά. Πόσο τυχερή που διάβασα τώρα αυτό το ποίημα! Φαντάσου να γινόμουν τριάντα, σαράντα, πενήντα, να είχα σωπάσει τόσες φορές και να ένιωθα τόσες τύψεις! Αλλά ποτέ δεν είναι αργά. Γι’ αυτό φρόντισα να αποθηκεύσω αυτό το ποίημα πρώτα στον υπολογιστή. Και θα προσπαθήσω να μην το ξεχάσω. Να το διαβάζω και να το κάνω ένα με μένα, ώστε να βάλω το λιθαράκι για την αλλαγή, να μην δειλιάσω, να μη φοβηθώ, να μην πω σε κανέναν ξανά και ιδίως στον εαυτό μου: «Σώπασε, μη μιλάς!»! Σας βάζω μάρτυρες.

Και το ίδιο να κάνετε κι εσείς και να καρφιτσώσουμε μαζί στις καρδιές μας, να γράψουμε παντού στους τοίχους, να κάνουμε πράξη τους τελευταίους αυτούς στίχους γιατί τους έχουμε ανάγκη στο δύσκολο δρόμο προς την αλλάγη: «.. και θα ξεσπάσω και δεν θα φοβηθώ και θα ελπίζω και κάθε στιγμή το λαρύγγι μου θα γεμίζω με ένα φθόγγο, με έναν ψίθυρο, με ένα τραύλισμα, με μια κραυγή που θα μου λέει: ΜΙΛΑ!»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου