Δευτέρα 13 Μαΐου 2013

Το Σαββατόβραδό μου

....της Μαρίνας Δονικιάν



Σαν λάτρης και σκλάβα της μεγαλειότητας του υποσυνείδητου, θα προσδώσω στην παντοτινή μου απέχθεια προς τα Σαββατόβραδα, χαρακτήρα διαίσθησης. Με πιό απλά λόγια, κάτι ξέρω και δε βγαίνω Σαββατόβραδα.
Μία βόλτα σαράντα λεπτών στο κέντρο της φωτισμένης από τα στολίδια αντρών και γυναικών που μοστράρουν πάνω τους ανυπόμονα να φιγουράρουν στα μαγαζιά και να δείξουν την ομορφάδα τους, πόλης, αρκεί για να νιώσω σκληρά στο είναι μου το όλο, την εχθρική, γεμάτη μίσος, κατάντια της σημερινής μου κοινωνίας.
Δίπλα στους πράσινους κάδους, παρατηρώ ένα αγόρι νεώτερο από εμένα, γύρω στα είκοσι, να χοροπηδάει πάνω σε ένα δοχείο μεταλλικό πρέπει να΄ταν και με άγνοια που με ταπείνωσε αργότερα, ρώτησα "μα τί κάνει εκεί". Το ότι η απάντηση με εξέπληξε, όπως προείπα με ανάγκασε να νιώσω ντροπιασμένη που ούτε καν μου πέρασε απ'το μυαλό πώς το αγόρι αυτό χοροπηδάει πάνω σε σιδερικά που μαζεύει το Σαββατόβραδό του, για να τα πουλήσει για μερικά ευρώ. Ξαφνικά ένιωσα ανάξια των όλων μου. Όταν δε, σκέφτηκα πώς λίγα μέτρα πιό κάτω απ'τους κάδους, ένα εξίσου εικοσάχρονο αγόρι απολαμβάνει το Σαββατόβραδο του πίνοντας ποτό με δέκα ευρώ, φοβήθηκα για το μέλλον μου.
Συνεχίζοντας την βόλτα μου, είδα στον δρόμο ένα στρωμένο με παπλώματα, υπέρδιπλο κρεβάτι με φουσκωτά γεμάτα πουπουλένια μαξιλάρια και δίπλα έναν σεκιουριτά που θα περάσει το δικό του Σαββατόβραδο προστατεύοντας την ζωντανή διαφήμιση του καταστήματος επίπλου. Άθελά μου, μου πέρασε απ'το μυαλό η εικόνα ενός άστεγου να περνάει μπροστά απ'το κατάστημα, κρατώντας τα χαρτόνια του που τα'χει για κρεβάτι. Η σκέψη μου με προκάλεσε κι αμέσως είδα μια γιαγιά να περνάει από δίπλα μου. Φαινόταν έτοιμη να περάσει το Σαββατόβραδό της στον δρόμο. Λυπήθηκα για τον σεκιουριτά που θα αναγκαζόταν να δει κι άλλους άστεγους να περνάνε απο'κει. Δεν με άφησα να κοιτάξω την γιαγιά.

Άξιζε πολύ περισσότερα από μιά ματιά ντροπής και δήθεν συμπόνοιας. 
Αποφάσισα ότι το Σαββατόβραδό μου άγγιζε ήδη την κορύφωσή του και πως ήταν ώρα να γυρίσω σπίτι. Κάπου εκεί, είδα κάτω στο πάτωμα ένα κόκκινο υπνόσακο να τυλίγει με κάθε του δύναμη έναν άντρα που είχε το κεφάλι του ακουμπισμένο σε μια γλάστρα. Δίπλα του βρισκόταν παρκαρισμένη μια μερσεντες που περίμενε το αφεντικό της να τελειώσει το γλυκό του στο ζαχαροπλαστείο που είναι στο ισόγειο εκείνου του ξενοδοχείου που η μιά βραδιά του κοστίζει τριακόσια ευρώ. Λογικά με κυριακάτικο πρωινό. Μπορεί και την κυριακάτικη, εάν δεν έκλεισε κι αυτή...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου