...του Δημήτρη Μάρδα
O όρος «οικονομική διπλωματία» εμπεριέχει δύο έννοιες. Η πρώτη αναφέρεται στην οικονομική συνεργασία και ειδικότερα, στη συνεργασία που αναπτύσσεται μέσω του εμπορίου, των ξένων επενδύσεων, της τουριστικής κίνησης και οποιασδήποτε άλλης δραστηριότητας, που σχετίζεται με τις δυνάμεις της αγοράς.
Η δεύτερη έννοια αφορά στη στρατηγική ανάπτυξη των διμερών σχέσεων σε χώρους πέραν της οικονομικής συνεργασίας. Η οικονομική συνεργασία, στην προκειμένη περίπτωση, είναι το όχημα με τη βοήθεια του οποίου μπορούν να οικοδομηθούν οι διμερείς σχέσεις των κρατών σε άλλα επίπεδα. Οι όποιες συμφωνίες λοιπόν με επίκεντρο το εμπόριο, τις επενδύσεις κ.λπ θα μπορούσαν να θεωρηθούν ακόμη και το άλλοθι για περεταίρω σύσφιξη των πολιτικών διμερών σχέσεων!
Αν εκλείπει από τον προαναφερθέντα όρο, το ό,τι συνεπάγεται η «στρατηγική ανάπτυξη», τότε δεν υπάρχει λόγος να χρησιμοποιείται αυτός ως έχει. Θα ήταν προτιμότερο να αναφερόμαστε απλά στην «οικονομική συνεργασία» αντί της «οικονομικής διπλωματίας».
Όταν ο πρωθυπουργός της χώρας, επισκέπτεται μια χώρα, στο πλαίσιο ανάπτυξης της οικονομικής διπλωματίας, θα ήταν σκόπιμο λοιπόν να επιδιώκει, κατά τα προαναφερθέντα, δύο πράγματα: Το πρώτο και το αυτονόητο, τη σύσφιξη των εμπορικών κ.λπ σχέσεων. Το δεύτερο, και το δυσκολότερο, τη σύνδεση αυτής της προσπάθειας με παράπλευρα οφέλη που μπορούν να προκύψουν σε πολιτικό επίπεδο (στρατηγικές συνεργασίες στην ενέργεια, κ.λπ) στο πλαίσιο της εξωτερικής πολιτικής.
Ως προς την Κίνα ειδικότερα, η Ελλάδα έχει κέρδος, ακόμη και από τη σκόνη που αφήνει κάθε προσπάθεια οικονομικής συνεργασίας με την υπερδύναμη της Ασίας. Απλά, πρέπει να βελτιστοποιήσει τα αποτελέσματα της εν λόγω πρωτοβουλίας, με τη διάχυση των τελευταίων σε άλλους τομείς.
Η ελληνική κυβέρνηση ανακάλυψε την οικονομική διπλωματία το 2003. Τότε, πολύ ορθά, συστήθηκε στο Υπουργείο Εξωτερικών μια σχετική γι’ αυτό μονάδα. Τώρα, φθάνουμε σε ένα άλλο άκρο, που απ’ ότι φαίνεται θα λειτουργήσει σε βάρος της οικονομικής διπλωματίας της χώρας, λόγω νέων θεσμικών αλλαγών.
Αναλυτικότερα, ακούγεται ότι, με πρόταση των Ολλανδών συμβουλών, θα μεταφερθεί η εξεταζόμενη δραστηριότητα από το Υπουργείο Εξωτερικών στο Υπουργείο Ανάπτυξης, όπως ήταν λοιπόν πολύ παλαιότερα.
Ηχεί ως λάθος επιλογή η συγκεκριμένη λύση στον παρόντα χρόνο, καθώς η προτεινόμενη μεταφορά θα υποβαθμίσει εύλογα το ρόλο που παίζει η οικονομική διπλωματία. Το παράδοξο στην εν λόγω σκέψη είναι το ακόλουθο: Ενώ οι Ολλανδοί σύμβουλοι προτείνουν την, τόσο για πολλούς, παραπάνω ακατανόητη προσέγγιση, η ίδια τους η χώρα ακολουθεί ένα υπόδειγμα όμοιο εκείνου, που ισχύει σήμερα στη χώρα μας.
Πράγματι, οι Ολλανδοί έχουν ολοκληρώσει πρόσφατα μια μεταρρύθμιση, μεταφέροντας από το Υπουργείο Οικονομικών στο Υπουργείο Εξωτερικών όλες τις υπηρεσίες των διεθνών οικονομικών σχέσεων. (Βλ.αναλυτικότερα http://www.government.nl/ministries/bz/documents-and-publications/leaflets/2013/04/24/organisation-chart-ministry-of-foreign-affairs.html).
Έτσι, έχουν στο ίδιο πια Υπουργείο δυο Υπουργούς. Ο ένας ασχολείται με τα πολιτικά ζητήματα και ο δεύτερος με την οικονομική διπλωματία. Οπότε, τι καλείται να εξυπηρετήσει η επιστροφή στις δομές του 1980 της ελληνικής οικονομικής διπλωματίας;
Αν εκλείπει από τον προαναφερθέντα όρο, το ό,τι συνεπάγεται η «στρατηγική ανάπτυξη», τότε δεν υπάρχει λόγος να χρησιμοποιείται αυτός ως έχει. Θα ήταν προτιμότερο να αναφερόμαστε απλά στην «οικονομική συνεργασία» αντί της «οικονομικής διπλωματίας».
Όταν ο πρωθυπουργός της χώρας, επισκέπτεται μια χώρα, στο πλαίσιο ανάπτυξης της οικονομικής διπλωματίας, θα ήταν σκόπιμο λοιπόν να επιδιώκει, κατά τα προαναφερθέντα, δύο πράγματα: Το πρώτο και το αυτονόητο, τη σύσφιξη των εμπορικών κ.λπ σχέσεων. Το δεύτερο, και το δυσκολότερο, τη σύνδεση αυτής της προσπάθειας με παράπλευρα οφέλη που μπορούν να προκύψουν σε πολιτικό επίπεδο (στρατηγικές συνεργασίες στην ενέργεια, κ.λπ) στο πλαίσιο της εξωτερικής πολιτικής.
Ως προς την Κίνα ειδικότερα, η Ελλάδα έχει κέρδος, ακόμη και από τη σκόνη που αφήνει κάθε προσπάθεια οικονομικής συνεργασίας με την υπερδύναμη της Ασίας. Απλά, πρέπει να βελτιστοποιήσει τα αποτελέσματα της εν λόγω πρωτοβουλίας, με τη διάχυση των τελευταίων σε άλλους τομείς.
Η ελληνική κυβέρνηση ανακάλυψε την οικονομική διπλωματία το 2003. Τότε, πολύ ορθά, συστήθηκε στο Υπουργείο Εξωτερικών μια σχετική γι’ αυτό μονάδα. Τώρα, φθάνουμε σε ένα άλλο άκρο, που απ’ ότι φαίνεται θα λειτουργήσει σε βάρος της οικονομικής διπλωματίας της χώρας, λόγω νέων θεσμικών αλλαγών.
Αναλυτικότερα, ακούγεται ότι, με πρόταση των Ολλανδών συμβουλών, θα μεταφερθεί η εξεταζόμενη δραστηριότητα από το Υπουργείο Εξωτερικών στο Υπουργείο Ανάπτυξης, όπως ήταν λοιπόν πολύ παλαιότερα.
Ηχεί ως λάθος επιλογή η συγκεκριμένη λύση στον παρόντα χρόνο, καθώς η προτεινόμενη μεταφορά θα υποβαθμίσει εύλογα το ρόλο που παίζει η οικονομική διπλωματία. Το παράδοξο στην εν λόγω σκέψη είναι το ακόλουθο: Ενώ οι Ολλανδοί σύμβουλοι προτείνουν την, τόσο για πολλούς, παραπάνω ακατανόητη προσέγγιση, η ίδια τους η χώρα ακολουθεί ένα υπόδειγμα όμοιο εκείνου, που ισχύει σήμερα στη χώρα μας.
Πράγματι, οι Ολλανδοί έχουν ολοκληρώσει πρόσφατα μια μεταρρύθμιση, μεταφέροντας από το Υπουργείο Οικονομικών στο Υπουργείο Εξωτερικών όλες τις υπηρεσίες των διεθνών οικονομικών σχέσεων. (Βλ.αναλυτικότερα http://www.government.nl/ministries/bz/documents-and-publications/leaflets/2013/04/24/organisation-chart-ministry-of-foreign-affairs.html).
Έτσι, έχουν στο ίδιο πια Υπουργείο δυο Υπουργούς. Ο ένας ασχολείται με τα πολιτικά ζητήματα και ο δεύτερος με την οικονομική διπλωματία. Οπότε, τι καλείται να εξυπηρετήσει η επιστροφή στις δομές του 1980 της ελληνικής οικονομικής διπλωματίας;
Ο Δημήτρης Μάρδας είναι Καθηγητής στο Τμήμα Οικονομικών Επιστημών
ΑΠΘ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου