...του Λάζαρου Καραβασίλη
Την Τετάρτη(19/2) έλαβε χώρα μια ακόμη γενική απεργία σε πανελλαδικό επίπεδο. Οι απεργίες σε μία χώρα, όπου η κρίση δεν είναι πλέον μόνο οικονομικής φύσης, αποτελούν καθημερινό σχεδόν φαινόμενο με το οποίο έχει εξοικειωθεί ο ελληνικός λαός.
Ωστόσο, παρατηρείται μια σταδιακή μείωση του αριθμού των συμμετεχόντων στις κινητοποιήσεις από τη ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ και από το Π.Α.Μ.Ε. που θα πρέπει να μας προβληματίσει όλους μας είτε συμμετέχουμε, σε αυτές είτε όχι.
Σύμφωνα, με μαρτυρίες σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη ο πληθυσμός που συμμετείχε στην απεργία ήταν χαμηλότερο του αναμενόμενου. Σε μία χώρα που ζει πολύ έντονα τη κρίση, με υψηλούς δείκτες ύφεσης, με μια ανάπτυξη που κανένας πλην της κυβέρνησης δε βλέπει να έρχεται και με 1,5 εκατομμύριο ανέργους, θα ήταν φυσικό οι απεργίες να αποτελούν το κύριο μέσο κοινωνικής πίεσης του λαού απέναντι στην πολιτική ελίτ της χώρας. Όμως όχι μόνο οι απεργίες δεν πληρούν αυτό το σκοπό, αλλά ούτε πλησιάζουν καν. Οι παράγοντες στους οποίους μπορούν να αποδοθούν ευθύνες είναι πολλοί και αρκετά περίπλοκοι.
Ένας λόγος που μπορεί να εξηγήσει την απουσία των πολιτών από τις κινητοποιήσεις είναι η γενική «απολιτίκ» στάση που έχει επιλέξει μεγάλο μέρος του πληθυσμού, όχι μόνο απέναντι στις απεργιακές κινητοποιήσεις αλλά και στο σύνολο της πολιτικής συμμετοχής με διάφορους τρόπους. Υπάρχει μια παντελής έλλειψη ενδιαφέροντος για οποιαδήποτε συμμετοχή σε πολιτικούς φορείς, όπως γινόταν πριν 15-20 χρόνια και πιο παλιά. Επίσης η στάση των πολιτών συνοδεύεται και από την λεγόμενη χαρακτηριστική φράση του «όλοι ίδιοι είναι» που αυτομάτως αποδυναμώνει τους δεσμούς που συνδέουν κόμματα (ως εκπροσώπους) και λαό. Βέβαια, οι κομματικοί φορείς είναι σε μεγάλο βαθμό υπεύθυνοι για αυτό το φαινόμενο έχοντας απομακρύνει τους πολίτες και από τις κάλπες, γεγονός που φαίνεται στα μεγάλα ποσοστά αποχής των εκλογών των τελευταίων ετών και δη των δύο τελευταίων εκλογικών αναμετρήσεων. Αυτή η αποχή βρίσκει αντίκρισμα και στην συμμετοχή στις απεργίες, καθώς όχι μόνο δεν υπάρχει ένα κόμμα ή ένας οποιοσδήποτε φορέας ικανός να «εμπνεύσει» τους πολίτες σε μια τέτοιου είδους κινητοποίηση, αλλά ο όρος «κόμμα» απογοητεύει περισσότερο σήμερα παρά συσπειρώνει.
Ένας άλλος σημαντικός λόγος της απουσίας πολιτικής συμμετοχής είναι το θέμα των συναισθημάτων που βιώνουν οι πολίτες στη παρούσα κρίση. Η απογοήτευση, η αγανάκτηση και η απέχθεια προς τους υπεύθυνους της κρίσης και η πεποίθηση πως η διαμαρτυρία δεν πρόκειται να αλλάξει τίποτα αποθαρρύνει τους πολίτες από την πολιτική συμμετοχή. Προς επίρρωση του παραπάνω είναι και το θέμα των οικονομικών καθώς οι συνεχείς μειώσεις δεν επιτρέπουν σε άτομα να έχουν ακόμη μικρότερες απολαβές με τη συμμετοχή τους σε μία απεργία.
Εδώ οφείλουμε να επισημάνουμε και μια ακόμη ερμηνεία του φαινομένου αυτού, μια ερμηνεία που μπορεί να ενέχει πολλούς κινδύνους για την χώρα στο μέλλον. Αυτή η στάση που έχουμε περιγράψει παραπάνω για την απάθεια προς τρόπους διαμαρτυρίας δείχνει ότι η λαϊκή οργή που σίγουρα υπάρχει μπορεί να εκτονωθεί πολύ διαφορετικά και πολύ επώδυνα για τη χώρα αλλά και για όλους μας. Το αν θα έχει θετική ή όχι κατάληξη μια τέτοια εκτόνωση αυτό μένει να το δούμε αν και όταν συμβεί κάτι τέτοιο.
Σύμφωνα, με μαρτυρίες σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη ο πληθυσμός που συμμετείχε στην απεργία ήταν χαμηλότερο του αναμενόμενου. Σε μία χώρα που ζει πολύ έντονα τη κρίση, με υψηλούς δείκτες ύφεσης, με μια ανάπτυξη που κανένας πλην της κυβέρνησης δε βλέπει να έρχεται και με 1,5 εκατομμύριο ανέργους, θα ήταν φυσικό οι απεργίες να αποτελούν το κύριο μέσο κοινωνικής πίεσης του λαού απέναντι στην πολιτική ελίτ της χώρας. Όμως όχι μόνο οι απεργίες δεν πληρούν αυτό το σκοπό, αλλά ούτε πλησιάζουν καν. Οι παράγοντες στους οποίους μπορούν να αποδοθούν ευθύνες είναι πολλοί και αρκετά περίπλοκοι.
Ένας λόγος που μπορεί να εξηγήσει την απουσία των πολιτών από τις κινητοποιήσεις είναι η γενική «απολιτίκ» στάση που έχει επιλέξει μεγάλο μέρος του πληθυσμού, όχι μόνο απέναντι στις απεργιακές κινητοποιήσεις αλλά και στο σύνολο της πολιτικής συμμετοχής με διάφορους τρόπους. Υπάρχει μια παντελής έλλειψη ενδιαφέροντος για οποιαδήποτε συμμετοχή σε πολιτικούς φορείς, όπως γινόταν πριν 15-20 χρόνια και πιο παλιά. Επίσης η στάση των πολιτών συνοδεύεται και από την λεγόμενη χαρακτηριστική φράση του «όλοι ίδιοι είναι» που αυτομάτως αποδυναμώνει τους δεσμούς που συνδέουν κόμματα (ως εκπροσώπους) και λαό. Βέβαια, οι κομματικοί φορείς είναι σε μεγάλο βαθμό υπεύθυνοι για αυτό το φαινόμενο έχοντας απομακρύνει τους πολίτες και από τις κάλπες, γεγονός που φαίνεται στα μεγάλα ποσοστά αποχής των εκλογών των τελευταίων ετών και δη των δύο τελευταίων εκλογικών αναμετρήσεων. Αυτή η αποχή βρίσκει αντίκρισμα και στην συμμετοχή στις απεργίες, καθώς όχι μόνο δεν υπάρχει ένα κόμμα ή ένας οποιοσδήποτε φορέας ικανός να «εμπνεύσει» τους πολίτες σε μια τέτοιου είδους κινητοποίηση, αλλά ο όρος «κόμμα» απογοητεύει περισσότερο σήμερα παρά συσπειρώνει.
Ένας άλλος σημαντικός λόγος της απουσίας πολιτικής συμμετοχής είναι το θέμα των συναισθημάτων που βιώνουν οι πολίτες στη παρούσα κρίση. Η απογοήτευση, η αγανάκτηση και η απέχθεια προς τους υπεύθυνους της κρίσης και η πεποίθηση πως η διαμαρτυρία δεν πρόκειται να αλλάξει τίποτα αποθαρρύνει τους πολίτες από την πολιτική συμμετοχή. Προς επίρρωση του παραπάνω είναι και το θέμα των οικονομικών καθώς οι συνεχείς μειώσεις δεν επιτρέπουν σε άτομα να έχουν ακόμη μικρότερες απολαβές με τη συμμετοχή τους σε μία απεργία.
Εδώ οφείλουμε να επισημάνουμε και μια ακόμη ερμηνεία του φαινομένου αυτού, μια ερμηνεία που μπορεί να ενέχει πολλούς κινδύνους για την χώρα στο μέλλον. Αυτή η στάση που έχουμε περιγράψει παραπάνω για την απάθεια προς τρόπους διαμαρτυρίας δείχνει ότι η λαϊκή οργή που σίγουρα υπάρχει μπορεί να εκτονωθεί πολύ διαφορετικά και πολύ επώδυνα για τη χώρα αλλά και για όλους μας. Το αν θα έχει θετική ή όχι κατάληξη μια τέτοια εκτόνωση αυτό μένει να το δούμε αν και όταν συμβεί κάτι τέτοιο.
Σε αυτό το σημείο πρέπει να αναφέρουμε και τον αντίποδα της απουσίας πολιτικής συμμετοχής. Υπάρχει ένα σημαντικής βαρύτητας κομμάτι του ελληνικού πληθυσμού που υποστηρίζει το ακροδεξιό κόμμα της Χρυσής Αυγής. Η ίδια η φύση του κόμματος προϋποθέτει μαζική συμμετοχή και έμπρακτη λαϊκή κινητοποίηση. Ένα δείγμα αυτών των χαρακτηριστικών έγινε ορατό στην επέτειο των γεγονότων των Ιμίων, όπου διαφαίνεται η δυναμική που έχει το κόμμα αυτό όπως επίσης και πως χρησιμοποιεί τη μαζική συμμετοχή ως εργαλείο για την εξυπηρέτηση των σκοπών του. Όσοι έχουν διαβάσει καλά την ιστορία ξέρουν που μπορεί να μας οδηγήσουν τέτοιες πρακτικές. Όσοι δεν έχουν διαβάσει αρκούνται στο να περιγράφουν τη Χρυσή Αυγή ως « το πιο αυθόρμητο λαϊκό κίνημα της Μεταπολίτευσης».
Η αυξανόμενη απουσία των πολιτών από την έμπρακτη διαμαρτυρία των απεργιακών κινητοποιήσεων μπορεί να έχει δυσάρεστο αντίκτυπο στην ίδια την ελληνική κοινωνία. Η απεργία ως αυθεντικό μέσο διαμαρτυρίας αποτελεί μια δικλείδα ασφαλείας και αποτροπής ευρύτερων κοινωνικών εντάσεων. Όταν παύει να εξυπηρετεί αυτό το σκοπό τότε η πιθανότητα να οδηγηθούμε σε πολύ ακραίες καταστάσεις πολλαπλασιάζεται καθημερινά.
Η αυξανόμενη απουσία των πολιτών από την έμπρακτη διαμαρτυρία των απεργιακών κινητοποιήσεων μπορεί να έχει δυσάρεστο αντίκτυπο στην ίδια την ελληνική κοινωνία. Η απεργία ως αυθεντικό μέσο διαμαρτυρίας αποτελεί μια δικλείδα ασφαλείας και αποτροπής ευρύτερων κοινωνικών εντάσεων. Όταν παύει να εξυπηρετεί αυτό το σκοπό τότε η πιθανότητα να οδηγηθούμε σε πολύ ακραίες καταστάσεις πολλαπλασιάζεται καθημερινά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου