....του Ρίζου Καϊάφα
Το κείμενο αυτό γράφεται βιαστικά, την ώρα που η Κύπρος και η Ευρωπαϊκή Ένωση στροβιλίζονται στη δίνη της τραπεζικής κρίσης.
Άκουσα και διάβασα ανεκδιήγητα φληναφήματα, για να μην χρησιμοποιήσω βαρύτερους χαρακτηρισμούς, τις τελευταίες μέρες σχετικά με την υπόθεση. Διεκτραγωδήσαμε για μια ακόμα φορά τα βάσανα και το θάρρος της Μεγαλονήσου, την προδοσία των εταίρων μας, την αναλγησία των Γερμανών, την από μηχανής παρέμβαση των Ρώσων. Οι δικές μας ευθύνες, των Ελλήνων και των Κυπρίων, ως δια μαγείας εξαφανίστηκαν. Αυτή η χώρα δεν σταματά να με γεμίζει έκπληξη και απογοήτευση.
Παρόλα αυτά θα προσπαθήσω να κάνω μια κατά το δυνατόν ψύχραιμη αποτίμηση των όσων έχουν γίνει μέχρι στιγμής γνωστά. Η Ε.Ε. είχε από καιρό προειδοποιήσει την Κύπρο ότι το οικονομικό της μοντέλο δεν είναι βιώσιμο. Τα τραπεζικά δάνεια τα τελευταία χρόνια υπερδιπλασιάστηκαν ενώ η κατάσταση επιβαρύνθηκε σημαντικά και από το «κούρεμα» των ελληνικών ομολόγων που κατείχαν οι κυπριακές τράπεζες. Τον προηγούμενο Νοέμβριο, στις διαπραγματεύσεις με την τρόικα είχαν συζητηθεί μέτρα για τον περιορισμό του υπερδιογκωμένου τραπεζικού τομέα ενώ είχε προταθεί – αν όχι συμφωνηθεί – η εφάπαξ συνεισφορά των καταθετών σε αυτή την προσπάθεια. Συνεπώς η πολιτική ηγεσία της Κύπρου και ενδεχομένως της Ελλάδας γνώριζαν τις προθέσεις των Ευρωπαίων και του ΔΝΤ. Κι όμως δεν έλαβαν κανένα μέτρο προετοιμασίας ενώ καιροσκοπικά διέψευδαν τις σχετικές φήμες.
Αποτέλεσμα ήταν οι αποφάσεις του Συμβουλίου των Υπουργών Οικονομικών το προηγούμενο Σάββατο να παρουσιαστούν ως κεραυνός εν αιθρία και η συνακόλουθη απόρριψή τους από την κυπριακή βουλή ως πράξη ηρωισμού έναντι των γερμανικών εκβιασμών. Κι όμως οι Γερμανοί είχαν απλώς επιλέξει την πιο κατάλληλη χρονική συγκυρία για να κάνουν μια εκ των προτέρων γνωστή – ή τουλάχιστον πιθανολογούμενη – κίνηση. Η ίδια η Κύπρος ήταν που αποφάσισε να πληρώσουν και οι μικροκαταθέτες για το ξέφρενο τραπεζικό όργιο των προηγουμένων ετών, όπως επιβεβαίωσε ο Έλληνας υπουργός των οικονομικών. Προφανώς για να αποτρέψει τη διαρροή των μεγάλων κεφαλαίων από το νησί, προτίμησε να επιμερίσει την εισφορά τόσο στους μεγάλους όσο και στους μικρούς καταθέτες και να παρακάμψει το εγγυημένο όριο καταθέσεων των 100.000 ευρώ, χαρακτηρίζοντας την εισφορά του 6,75% ως φόρο και όχι ως παρακράτηση μέρους των καταθέσεων.
Ακολούθησε μια τραγελαφική «διαπραγμάτευση», που εξελίσσεται μέχρι τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές. Και χρησιμοποιώ το συγκεκριμένο χαρακτηρισμό διότι αφενός αποδεικνύεται ότι η κυπριακή πλευρά δεν διαθέτει κανενός είδους εναλλακτικό σχέδιο και αφετέρου διότι μέχρι στιγμής φαίνεται ότι η αρχική λύση, που μας επέβαλαν οι «κακοί» Γερμανοί, ήταν καλύτερη από τις φαεινές ιδέες που τώρα έρχονται στο προσκήνιο. Όσο για την ελληνική πλευρά, ως συνήθως απλά σύρεται πίσω από τις εξελίξεις.
Είναι αλήθεια πως η Ευρωπαϊκή Ένωση τα τελευταία χρόνια έχει ακολουθήσει μια τόσο αναποτελεσματική, μονομερή και κοντόφθαλμη τακτική, που τώρα πια διακυβεύεται η ίδια της η επιβίωση. Όμως και ο απαράμιλλος πολιτικαντισμός της εγχώριας ηγεσίας – εννοώ την κυπριακή και την ελληνική – ξεπερνά κάθε φαντασία. Διότι εδώ δεν πρόκειται περί ανικανότητας. Πρόκειται για έναν ενσυνείδητο και ακραίο καιροσκοπισμό, μια διαστροφή εννοιών όπως το εθνικό συμφέρον, η δημοκρατία, η λαϊκή εντολή, με απώτερο στόχο να χειραγωγηθεί ή να παρακαμφθεί εντελώς η λαϊκή βούληση.
Από το περασμένο Σάββατο Έλληνες και Κύπριοι πολιτικοί καμώνονται πως αγνοούν τους πιο βασικούς κανόνες της διπλωματίας και των διεθνών σχέσεων. Δείχνουν με το δάχτυλο τους ξένους σαν να συνειδητοποιούν για πρώτη φορά ότι στην παγκόσμια γεωπολιτική σκακιέρα κάθε παίκτης έχει διαφορετικές δυνάμεις, συμφέροντα και επιδιώξεις. Όμως ούτε όλα τα δάχτυλα των Ελλήνων και των Κυπρίων μαζί δεν αρκούν για να κρυφθούν πίσω τους οι κραυγαλέες ευθύνες μας. Θα ‘ταν προτιμότερο να τα στρέψουμε προς τους εαυτούς μας.
Παρόλα αυτά θα προσπαθήσω να κάνω μια κατά το δυνατόν ψύχραιμη αποτίμηση των όσων έχουν γίνει μέχρι στιγμής γνωστά. Η Ε.Ε. είχε από καιρό προειδοποιήσει την Κύπρο ότι το οικονομικό της μοντέλο δεν είναι βιώσιμο. Τα τραπεζικά δάνεια τα τελευταία χρόνια υπερδιπλασιάστηκαν ενώ η κατάσταση επιβαρύνθηκε σημαντικά και από το «κούρεμα» των ελληνικών ομολόγων που κατείχαν οι κυπριακές τράπεζες. Τον προηγούμενο Νοέμβριο, στις διαπραγματεύσεις με την τρόικα είχαν συζητηθεί μέτρα για τον περιορισμό του υπερδιογκωμένου τραπεζικού τομέα ενώ είχε προταθεί – αν όχι συμφωνηθεί – η εφάπαξ συνεισφορά των καταθετών σε αυτή την προσπάθεια. Συνεπώς η πολιτική ηγεσία της Κύπρου και ενδεχομένως της Ελλάδας γνώριζαν τις προθέσεις των Ευρωπαίων και του ΔΝΤ. Κι όμως δεν έλαβαν κανένα μέτρο προετοιμασίας ενώ καιροσκοπικά διέψευδαν τις σχετικές φήμες.
Αποτέλεσμα ήταν οι αποφάσεις του Συμβουλίου των Υπουργών Οικονομικών το προηγούμενο Σάββατο να παρουσιαστούν ως κεραυνός εν αιθρία και η συνακόλουθη απόρριψή τους από την κυπριακή βουλή ως πράξη ηρωισμού έναντι των γερμανικών εκβιασμών. Κι όμως οι Γερμανοί είχαν απλώς επιλέξει την πιο κατάλληλη χρονική συγκυρία για να κάνουν μια εκ των προτέρων γνωστή – ή τουλάχιστον πιθανολογούμενη – κίνηση. Η ίδια η Κύπρος ήταν που αποφάσισε να πληρώσουν και οι μικροκαταθέτες για το ξέφρενο τραπεζικό όργιο των προηγουμένων ετών, όπως επιβεβαίωσε ο Έλληνας υπουργός των οικονομικών. Προφανώς για να αποτρέψει τη διαρροή των μεγάλων κεφαλαίων από το νησί, προτίμησε να επιμερίσει την εισφορά τόσο στους μεγάλους όσο και στους μικρούς καταθέτες και να παρακάμψει το εγγυημένο όριο καταθέσεων των 100.000 ευρώ, χαρακτηρίζοντας την εισφορά του 6,75% ως φόρο και όχι ως παρακράτηση μέρους των καταθέσεων.
Ακολούθησε μια τραγελαφική «διαπραγμάτευση», που εξελίσσεται μέχρι τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές. Και χρησιμοποιώ το συγκεκριμένο χαρακτηρισμό διότι αφενός αποδεικνύεται ότι η κυπριακή πλευρά δεν διαθέτει κανενός είδους εναλλακτικό σχέδιο και αφετέρου διότι μέχρι στιγμής φαίνεται ότι η αρχική λύση, που μας επέβαλαν οι «κακοί» Γερμανοί, ήταν καλύτερη από τις φαεινές ιδέες που τώρα έρχονται στο προσκήνιο. Όσο για την ελληνική πλευρά, ως συνήθως απλά σύρεται πίσω από τις εξελίξεις.
Είναι αλήθεια πως η Ευρωπαϊκή Ένωση τα τελευταία χρόνια έχει ακολουθήσει μια τόσο αναποτελεσματική, μονομερή και κοντόφθαλμη τακτική, που τώρα πια διακυβεύεται η ίδια της η επιβίωση. Όμως και ο απαράμιλλος πολιτικαντισμός της εγχώριας ηγεσίας – εννοώ την κυπριακή και την ελληνική – ξεπερνά κάθε φαντασία. Διότι εδώ δεν πρόκειται περί ανικανότητας. Πρόκειται για έναν ενσυνείδητο και ακραίο καιροσκοπισμό, μια διαστροφή εννοιών όπως το εθνικό συμφέρον, η δημοκρατία, η λαϊκή εντολή, με απώτερο στόχο να χειραγωγηθεί ή να παρακαμφθεί εντελώς η λαϊκή βούληση.
Από το περασμένο Σάββατο Έλληνες και Κύπριοι πολιτικοί καμώνονται πως αγνοούν τους πιο βασικούς κανόνες της διπλωματίας και των διεθνών σχέσεων. Δείχνουν με το δάχτυλο τους ξένους σαν να συνειδητοποιούν για πρώτη φορά ότι στην παγκόσμια γεωπολιτική σκακιέρα κάθε παίκτης έχει διαφορετικές δυνάμεις, συμφέροντα και επιδιώξεις. Όμως ούτε όλα τα δάχτυλα των Ελλήνων και των Κυπρίων μαζί δεν αρκούν για να κρυφθούν πίσω τους οι κραυγαλέες ευθύνες μας. Θα ‘ταν προτιμότερο να τα στρέψουμε προς τους εαυτούς μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου