....από τη θεία Σούλα
Το κουδούνι χτύπησε κι ο πιτσαδόρος ανέβηκε στον πρώτο όροφο, κρατώντας το υπερμέγεθες κουτί που εμπεριείχε την πίτσα καλτσόνε που είχα παραγγείλει, την οποία και μου παρέδωσε με χαμόγελο, ευχόμενος «Καλό βράδυ και με τη νίκη!».
Η ώρα δέκα ακριβώς. Ώρα να καθίσω στον καναπέ μου, να κλείσω το κινητό μου και να απολαύσω το ετήσιο μουσικό (;) πανηγύρι ονόματι “Eurovision”. Τα τραγούδια ελεεινά. Οι περιβολές των καλλιτεχνών (;;) εξίσου ελεεινές. Τότε τι στο καλό είναι αυτό που τόσα χρόνια με κάνει να αποβλακώνομαι κάθε χρόνο μπροστά στη Γιουροβίζιο, την ώρα που γενικώς τη θεωρώ σπατάλη χρημάτων, ταλέντου και γούστου;
Η απορία αυτή υπήρχε για χρόνια στο μυαλό μου. Ώσπου τελευταία, αρχίζω να νιώθω όλο και πιο κοντά στο λόγο για τον οποίο ο συγκεκριμένος διαγωνισμός μοιάζει να έλκει με τέτοια μαγνητική δύναμη τόσο μεγάλο μέρος του πληθυσμού.
Ας ξεκινήσω με τα απλά. Ποιος δε θα ήθελε να ξεχάσει έστω και μία μέρα τη δική του, σχετικά αποτυχημένη σεξουαλική ζωή; Διότι, συγκρίνεται ο Σάκης ο Ρουβάς με το Μπάμπη, τον υδραυλικό της γειτονιάς, στον οποίο είπες «ναι» για να μην νιώθεις μόνη και τώρα σου έχει κατσικωθεί και δε λέει να καταλάβει ότι τον χώρισες; Όχι. Συνεπώς, τι καλύτερο από το να έχεις μία δικαιολογία για να μπανίζεις ωραία γκομενάκια (ειδικά αν εσύ δεν έχεις κανένα), από έναν διαγωνισμό σαν κι αυτόν.
Αν ο πρώτος λόγος φάνηκε τρομακτικά υπεραπλουστευμένος, ο δεύτερος υπόσχομαι να είναι κάπως πιο σοφιστικέ. Είναι απίστευτο το γεγονός ότι κάθε Μάη, όταν πλησιάζει τούτος ο διαγωνισμός, ως δια μαγείας ξεχνιούνται όλα τα προβλήματα της, κατά γενική ομολογία, δυσλειτουργικής αυτής χώρας, και τα μεσημεριανά (και όχι μόνο) τηλεοπτικά πάνελ επικεντρώνονται σε ομαδικά βουντού που αποσκοπούν στο να κοντύνει κι άλλο η φούστα της εκάστοτε ελληνίδας εκπροσώπου, ώστε να ανορθωθεί… η διάθεση του τηλεθεατή, να μεταφραστεί σε ψήφους, κι όλο αυτό να ανυψώσει το εθνικό φρόνημα -που εδώ που τα λέμε, λόγω Σουλεϊμάν, έχει πέσει πολύ τελευταία-.
Συνεχίζω την ανάλυση πραγματευόμενη την πραγματική αιτία της άνθισης που γνωρίζει η Γιουροβίζιον στην Ελλάδα στα μ.κ. (μετά κρίσης) χρόνια. Κάθε χρόνο λαμβάνουμε μέρος στο πανηγύρι, θέλοντας να δούμε ποιοι μας αγαπάνε ακόμη. Η αγάπη αντιπροσωπεύεται από το δωδεκάρι, το οποίο –τι κρίμα! - κάθε χρόνο εξασφαλίζουμε μόνο από την Κύπρο. Διότι, όλα είναι θέμα πολιτικής στρατηγικής, και οι Ρώσοι δεν πρόκειται να μας ψηφίσουν όσο κι αν η Αλέκα τους αποκαλεί αδέρφια μας -περασμένα μεγαλεία αγαπητοί μου-. Και δώσ’ του τα στοιχήματα του τύπου «εκατό ευρώ ότι θα κερδίσει η κωλομέρκελ, να δει αυτή τί θα πει έλλειμμα». Και δώσ’ του η απογοήτευση της βαθμολογίας. Τελικά σ’αυτήν την Ένωση είμαστε όντως μόνοι μας.
Η μοναξιά όμως, όπως και η φτώχεια, θέλει καλοπέραση, και μάλιστα πολλή. Γι αυτό κι εγώ φέτος θα καλέσω τις φίλες μου να μοιραστούμε τόσο τον καναπέ, όσο και την πίτσα. Κι όταν βγει στην σκηνή-υπερπαραγωγή η αοι(η)δός με τα δίμετρα πόδια, εμείς απλά θα εστιάσουμε στη ρηχότητα του διαγωνισμού και θ’αλλάξουμε κανάλι. «Καλύτερα να’ σαι μποέμ, παρά να βλέπεις Γιουροβίζιον» θα πούμε, ως γνησίως φαντασμένα κοράσια. Στο επόμενο πεντάλεπτο θ’αλλάξουμε γνώμη, και θα γυρίσουμε στο προηγούμενο κόνσεπτ, αυτό της βραδιάς ξεπεσμού και παρακμής, αφού θα χαμογελάσουμε ενοχικά η μία στην άλλη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου