Αιωρούμασταν πάνω από το λεκανοπέδιο, βλέποντας πίσω απ’ τα φώτα άγρυπνα όρη αττικά. Το μελτέμι ανακούφιζε σώματα και ψυχές κουρασμένες από την ολοήμερη δουλειά ή τη δυσοίωνη αργία. Στο τραπέζι εδέσματα και κρασιά απ’ όλη την Ελλάδα, ο καθείς έφερνε το κατιτίς του και οι μάγειρες την τέχνη τους. Λευκοτύρι σφήνα Λευκάδας, βασιλομανίταρα Γρεβενών, οι κορυφές.
Η κουβέντα γυρνούσε ανάμεσα σε προπέρσινα νησιά και παλαιές αποδράσεις, ακούγαμε με ορθάνοιχτα μάτια τον Νίκο να μας οδηγεί στη Route 66, στην λευκή έρημο του Νιού Μέξικο, τη Λουιζιάνα, όλη την Καλιφόρνια, τη Νεβάδα, το Κολοράντο, στο Μπέρκλεϊ και το LA. Σχεδόν ακούγαμε και το ράδιο στον σκαραβαίο με το καμένο κύλινδρο καθώς ο Ελληνάς μας οδηγούσε 72 ώρες άυπνος, σαν Χάντερ Τόμσον και Γκίνσμπεργκ μαζί.
Το ιουλιανό spleen οδηγεί ρωμαλέα την ασπόνδυλη κουβέντα προς τα Εκεί. Για θυμηθείτε το καλοκαίρι του 2004, σαν χθες… Για πότε πέρασε… Κι όμως έχουν περάει εννιά χρόνια, δεν είναι χθες. Ολοι θυμόντουσαν εκείνο το καλοκαίρι της μέθης. Μέσα μου άστραψε το σιγανό πρωινό της Κυριακής του Euro, στη Ρόδο, όταν όλα τα πλάσματα κρατούσαν την ανάσα τους.
Μα πιστέψατε ποτέ την ισχυρή Ελλάδα του 2004; Οχι την ισχυρή, αλλά ναι, όλοι είχαν συγκινηθεί στην τελετή ενάρξεως. Τόσο συναίσθημα, τόση αφήγηση ιστορίας, τόσο κάλλος… Τι μεσολάβησε; Μετά τη μέθη αρχίσαμε να βουλιάζουμε, λιγότερο ηδονικά, συχνά με προαισθήματα κακά, με ψυχανεμίσματα. Σαν να γλιστρούσαμε μέσα σε όνειρο.
Τι μας συνείχε τότε; Μόνο ένα ψέμα, η φενάκη; Τι μας ωθούσε; Η αυταρέσκεια; Σκέφτομαι τι θα μπορούσε να μας ενώσει πάλι, ενώπιον των ερειπίων, και όχι ενώπιον της μέθης. Ποιο ποίημα, ποιο τραγούδι, ποιο όραμα, και ποια ρητορική που θα τα περιέχει όλα αυτά αναχωνεμένα και δραστικά, θα μας σηκώσει και θα μας στήσει όρθιους στα πόδια μας; Άνδρες γαρ πόλις, και ου τείχη ουδέ νήες ανδρών κεναί: ο Νικίας ψιθυρίζει μες στη νυχτερινή αύρα.
Στέκαμε αποκαρωμένοι. Περάσαμε δια λόγου απ’ την κατεστραμμένη Κύπρο, ίδια και χειρότερη μας, και προσγειωθήκαμε στο σινεμά: στα δυο αριστουργήματα του Γαλλοκαναδού Ντενί Αρκάν, την «Πτώση της Αμερικανικής Αυτοκρατορίας» (1986) και την «Επέλαση των Βαρβάρων» (2003). Το υπαρξιακό τέλος της γενιάς των ’60s, αφενός, και το πικρότατο ιστορικό τέλος της σοσιαλδημοκρατίας και του κράτους πρόνοιας. Νιώσαμε ότι ζούμε μέσα στην τρίτη ταινία του Αρκάν, αυτή που δεν έχει γυρίσει ακόμη, μετά την επέλαση των βαρβάρων: πώς σβήνουν όλα τα φώτα που γνωρίσαμε, πώς ανατέλλει άγνωστη η νέα παγκοσμιοποιημένη ιστορία πάνω σε αρχαίους βράχους μεσογειακούς. Μετά. Εχουν περάσει οι βάρβαροι και καθόμαστε αποσβολωμένοι στις φερ φορζέ, με μισοάδειο το ποτήρι, και το μελτέμι για παρηγοριά.
Η κουβέντα γυρνούσε ανάμεσα σε προπέρσινα νησιά και παλαιές αποδράσεις, ακούγαμε με ορθάνοιχτα μάτια τον Νίκο να μας οδηγεί στη Route 66, στην λευκή έρημο του Νιού Μέξικο, τη Λουιζιάνα, όλη την Καλιφόρνια, τη Νεβάδα, το Κολοράντο, στο Μπέρκλεϊ και το LA. Σχεδόν ακούγαμε και το ράδιο στον σκαραβαίο με το καμένο κύλινδρο καθώς ο Ελληνάς μας οδηγούσε 72 ώρες άυπνος, σαν Χάντερ Τόμσον και Γκίνσμπεργκ μαζί.
Το ιουλιανό spleen οδηγεί ρωμαλέα την ασπόνδυλη κουβέντα προς τα Εκεί. Για θυμηθείτε το καλοκαίρι του 2004, σαν χθες… Για πότε πέρασε… Κι όμως έχουν περάει εννιά χρόνια, δεν είναι χθες. Ολοι θυμόντουσαν εκείνο το καλοκαίρι της μέθης. Μέσα μου άστραψε το σιγανό πρωινό της Κυριακής του Euro, στη Ρόδο, όταν όλα τα πλάσματα κρατούσαν την ανάσα τους.
Μα πιστέψατε ποτέ την ισχυρή Ελλάδα του 2004; Οχι την ισχυρή, αλλά ναι, όλοι είχαν συγκινηθεί στην τελετή ενάρξεως. Τόσο συναίσθημα, τόση αφήγηση ιστορίας, τόσο κάλλος… Τι μεσολάβησε; Μετά τη μέθη αρχίσαμε να βουλιάζουμε, λιγότερο ηδονικά, συχνά με προαισθήματα κακά, με ψυχανεμίσματα. Σαν να γλιστρούσαμε μέσα σε όνειρο.
Τι μας συνείχε τότε; Μόνο ένα ψέμα, η φενάκη; Τι μας ωθούσε; Η αυταρέσκεια; Σκέφτομαι τι θα μπορούσε να μας ενώσει πάλι, ενώπιον των ερειπίων, και όχι ενώπιον της μέθης. Ποιο ποίημα, ποιο τραγούδι, ποιο όραμα, και ποια ρητορική που θα τα περιέχει όλα αυτά αναχωνεμένα και δραστικά, θα μας σηκώσει και θα μας στήσει όρθιους στα πόδια μας; Άνδρες γαρ πόλις, και ου τείχη ουδέ νήες ανδρών κεναί: ο Νικίας ψιθυρίζει μες στη νυχτερινή αύρα.
Στέκαμε αποκαρωμένοι. Περάσαμε δια λόγου απ’ την κατεστραμμένη Κύπρο, ίδια και χειρότερη μας, και προσγειωθήκαμε στο σινεμά: στα δυο αριστουργήματα του Γαλλοκαναδού Ντενί Αρκάν, την «Πτώση της Αμερικανικής Αυτοκρατορίας» (1986) και την «Επέλαση των Βαρβάρων» (2003). Το υπαρξιακό τέλος της γενιάς των ’60s, αφενός, και το πικρότατο ιστορικό τέλος της σοσιαλδημοκρατίας και του κράτους πρόνοιας. Νιώσαμε ότι ζούμε μέσα στην τρίτη ταινία του Αρκάν, αυτή που δεν έχει γυρίσει ακόμη, μετά την επέλαση των βαρβάρων: πώς σβήνουν όλα τα φώτα που γνωρίσαμε, πώς ανατέλλει άγνωστη η νέα παγκοσμιοποιημένη ιστορία πάνω σε αρχαίους βράχους μεσογειακούς. Μετά. Εχουν περάσει οι βάρβαροι και καθόμαστε αποσβολωμένοι στις φερ φορζέ, με μισοάδειο το ποτήρι, και το μελτέμι για παρηγοριά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου